Θέλεις μικρούλη μου, εδώ που κουβεντιάζουμε, να ταξιδέψουμε στη χώρα της Χιμαίρας; Άσε τα παιχνιδάκια σου σε μια γωνιά, κι έλα, και κάθισε στα γόνατά μου. Αλλά να κάτσεις φρόνιμα – τ’ ακούς; - και να μην κουνάς τα ποδαράκια σου, όπως έχεις τη μανία, γιατί φοράω το καλό μου παντελόνι, και θα μου το γιομίσεις χώματα… Δεν είν’ ανάγκη να πάρουμε μαζί μας, ούτε βαλίτζες, ούτε τα παλτά μας: Εκεί, στον τόπο που θα πάμε, ούτε βρέχει κι ούτε κάνει κρύο… Αλλά κι αν βρέχει, κι αν χιονίζει, βρέχει γιατί εμείς το θέλουμε, και το χιόνι που θα κάνουμε να πέσει, θα πέσει μόνο για την ευχαρίστησή μας. Αν θέλουμε, το κάνουμε να πέσει μυρωμένο, και να ‘ναι όλο πέταλα μεγάλων άσπρων ρόδων, κι όλο ξεφυλλισμένα γιασεμιά.
Ετοιμάσου, λοιπόν να ξεκινήσουμε. Η βάρκα, που θα ‘ρθει να μας πάρει, δε θα ‘ναι τίποτ’ άλλο παρά ένα θαυμάσιο κι αστραφτερό κοχύλι, που θα λάμπει σα μαργαριτάρι. Κι αντί κουπιά, κατάρτια και πανιά, θα μας σέρνουν δυο μεγάλοι κύκνοι, δυο μεγάλοι κύκνοι πουπουλένιοι…
Κοίταξε γύρω: Η θάλασσα είναι στρωτή, γαλάζια και στιλπνή, σαν ένας πεντακάθαρος καθρέφτης. Στο διάφανο κι ακίνητο διάστημα, δεν υπάρχει σύννεφο να μας ανησυχήσει. Δεν είναι παρά κάποια συννεφάκια, σα μεγάλες άσπρες πινελιές, που ταξιδεύουν, σαν κι εμάς στον ουρανό. Δε θα μας βλάψουν να μας συνοδεύουν, και να κάνουν πλουμιστό τον ουρανό, σαν μια παλιά νταντέλα της γιαγιάς. Θα μας δίνουν, έτσι, τη χαρά, κάποιων ανοιξιάτικών απόβροχων, λουσμένων μες στο φως και τη γαλήνη…
Πάτα τώρα, το μικρό σανίδι – δώσε μου το χεράκι σου, μην πέσεις – κι έμπα στη μαγεμένη μας βαρκούλα. Σου ‘χω στρωμένο να πλαγιάσεις, ενώ θα ταξιδεύουμε, ένα μαξιλάρι βελουδένιο, με χρυσά κρόσσα και χρυσά στολίδια, σαν εκείνα που βαστάν τα βασιλόπουλα… Μήπως, αλήθεια, θέλεις να ‘ναι μαζί μας κι ένα βασιλόπουλο – ένα ξανθό κι ονειρεμένο βασιλόπουλο μ’ ένα λοφίο άσπρο στο κεφάλι – για να μας συντροφεύει στο ταξίδι; Θα το φωνάξουμε να ‘ρθει κι αυτό μαζί μας. Θα μας πει το δρόμο που θα πάρουμε, για να μην πέσουμε στων δράκων το νησί, και μας τρομάξουν με τα μουγκρητά τους, μόλις ανοιχτούμε στα βαθιά… Αυτούς, θα τους αφήσουμε πιο ύστερα, όταν θα σιγουρέψουμε, στο μαρμαρένιο κάστρο, να ξαπολυθούν μες στο διάστημα, και να γιομίσουν τον γαλάζιον ουρανό, με τις φοβέρες τους και το λαχάνιασμά τους, καθώς θα ψάχνουν για να βρουν το βασιλόπουλο, που θα βρίσκεται μαζί μας στο ταξίδι… Θα θέλουν να το πάρουν από μας, και να το κλείσουν μες στη μαύρη τους σπηλιά. Εμείς, όμως, δεν θα τους αφήσουμε, ώσπου να χαθούν απ’ το κακό τους… Στα μισά του δρόμου, θα βρούμε και τον πύργο της Πεντάμορφης, που θα τη φυλάν οι αραπάδες, γιατί, κι αυτή την κυνηγάν οι δράκοι, και θέλουν να την πάρουν στη σπηλιά τους, επειδή ο ρήγας, ο πατέρας της, τους έχει στήσει πόλεμο, και δεν τους αφήνει, τόσα χρόνια να κάτσουν σε χλωρό κλαρί. Γι’ αυτό, και κείνοι, περιμένουν τη στιγμή που θα τα καταφέρουν να την κλέψουν… Εμείς, όμως δεν φοβόμαστε τους δράκους – δεν είν’ έτσι; - και θα τη βοηθήσουμε, και κείνη, να γλιτώσει. Αν θέλεις, πάλι, θα την αφήσουμε στα νύχια τους για λίγο, για μα χαρούμε πιο πολύ, όταν θα τη γλιτώσουμε… Κι αν θέλεις, πάλι, θα μπούμε και στον πόλεμο του ρήγα με τους δράκους – με τη μεριά του ρήγα, φυσικά – και θα κάνουμε κι εμείς, τα παλικάρια…
Αλλά μπορεί να μην τα θέλεις όλ’ αυτά. Μπορεί να θέλεις και να ναυαγήσουμε, να χαθούμε, να βασανιστούμε – να πέσουμε στα χέρια των αγρίων – και να ξαναβρούμε τη στεριά μας, έπειτ’ από πολλές περιπλανήσεις… Αν το προτιμάς αυτό, δε θα μπούμε στη βάρκα με τους κύκνους, αλλά σ’ ένα ταξιδιωτικό καΐκι, και θ’ αρμενίσουμε για τόπους μακρινούς. Κι έπειτα στη μέση του πελάγου, θα μας πιάσει μια μεγάλη τρικυμία – κι έτσι θα ναυαγήσουμε πιο εύκολα… Θα πιαστούμε, κι οι δυο, σ’ ένα σανίδι, κι εκείνο θα μας φέρει, κολυμπώντας, ως τα βράχια των ανθρωποφάγων. Κι αυτοί θα μας τσακώσουν, θα μας δέσουν, κι έτσι δεμένους και βασανισμένους, θα μας πάνε γραμμή στο βασιλιά τους… Κι ο βασιλιάς θα ‘ν’ ένας άσκημος αράπης, με χαλκάδες στα ρουθούνια και στ’ αυτιά, φτερά χρωματιστά στο κούτελο, κι όταν θα γελάει, τη νύχτα, με τα φώτα, τα δόντια του θ’ αστράφτουν σουβλερά, και το στόμα του θα μοιάζει σαν πηγάδι! Θα μας μιλήσει σε μια γλώσσα φοβερή, χειρονομώντας και γουρλώνοντας τα μάτια – τόσο στρυφνή και τόσο φοβερή, που δεν θα ξέρουμε κι εμείς τι να του πούμε… Θα κάνουμε νοήματα, για να μας λυπηθεί – κι εκείνος θα μουγκρίζει και θα σκούζει…
Τώρα, τι θέλεις; Θέλεις ν’ ανάψουν γύρω μας φωτιές, και να βαράνε κρόταλα και τούμπανα, για να μας φάνε, στο τέλος της γιορτής, και να γλιτώσουμε με χίλιες πονηριές – ή θέλεις να μας κάνουν βασιλιάδες; Τότε, θα μας φέρουν δυο κλαριά – δυο σκουπόξυλα, καλύτερα μεγάλα – και θα μας τα βάλουν με το στανιό στο χέρι, θα μας κρεμάσουν χάντρες στο λαιμό, και θα μας πάνε ίσια, στο θεό τους – ένα μεγάλο ξόανο στη μέση της πλατείας – θα μας περικυκλώσουνε χορεύοντας και κάνοντας διάφορες γκριμάτσες, και θα φωνάζουν, θα φωνάζουν, σαν τρελοί… Και μια νύχτα, ύστερ’ από καιρό, καθώς θα σεργιανάνε στο γιαλό, θα δούμε, μακριά, κάποιον καπνό – και θα ‘ν’ ένα καράβι της πατρίδας μας… Θα πέσουμε στη θάλασσα, μ’ όλα μας τα στολίδια, και θα πάμε κολυμπώντας, στο καράβι. Κι εκείνο θα μας πάρει και θα φύγουμε…
Ή μήπως προτιμάς, όταν θα ναυαγήσουμε, να βρεθούμε στον πάτο της θαλάσσης, και να μας πάρουν οι γοργόνες κι οι σειρήνες, να μας πάνε στο λαμπρό τους το παλάτι, το σκαλισμένο μέσα στα κοράλλια – κι εκεί να βρούμε τη βασίλισσά τους, ξαπλωμένη σ’ ένα πράσινο ντιβάνι, μ’ ένα μεγάλο στέμμα στο κεφάλι, όλο μαργαριτάρια και περλάντια, μια βασίλισσα ξανθή και γαλανή, μισή ψάρι και μισή γυναίκα; Κι οι νεράιδες θα μας τραγουδήσουν τότε τα πιο γλυκά και πιο παράξενα τραγούδια τους – οι σβέλτες και κατάξανθες νεράιδες, με τις χρυσές, κυματιστές πλεξούδες και τις λυγερές κορμοστασιές;… Κι οι νεράιδες, τις βραδιές της καλοσύνης, θα βγαίνουν, πατώντας στους αφρούς, και θα χορεύουν ξωτικούς χορούς, μόνο και μόνο για να μας ευχαριστήσουν, και να μας κάνουν να τις αγαπήσουμε, και να μείνουμε παντοτινά μαζί τους…
Και θα τις αγαπήσουμε και μεις, τις καλές, πεντάμορφες νεράιδες και θα μείνουμε για κάμποσο μαζί τους – ώσπου να φύγουμε μια μέρα κι από κει! Ή μήπως θες να μην τις αγαπήσουμε, και να φύγουμε αμέσως από κει, κι αυτές να κλαίνε και να μας παρακαλάνε, τραβώντας τις χρυσές τους τις πλεξούδες, και κάνοντας, με τ’ αναφιλητά τους, να ραΐζουν οι πέτρες και τα βράχια;… Αν θέλεις, πάλι, να τις αγαπήσουμε, θα μείνουμε κοντά τους πέντε χρόνια. Θα μείνουμε στο νεραϊδοπαλάτι, που θα ‘ναι πράσινο, γαλάζιο και χρυσό – ή χρυσό και κόκκινο, αν το προτιμάς, αφού θα ‘ναι σκαλισμένο στα κοράλλια. Κι όταν θα γιομίζει το φεγγάρι, θα βγαίνουμε, κι εμείς, με τις νεράιδες, καβαλώντας απάνω στους αφρούς, και θ’ ανακατευόμαστε, κι εμείς, με τους χορούς τους, ντυμένοι με του φεγγαριού τ’ ασήμι. Σιγά-σιγά θα μάθουμε και το γλυκό τραγούδι τους – ένα τραγούδι που θα στάζει μέλι, γιομάτο πάθος, καημό και νοσταλγία – και θα το λέμε, κι εμείς, με τη σειρά μας, κοιτώντας προς τ’ απόμακρα βουνά, τα βουνά της μακρινής πατρίδας μας, που θα φαντάζουν γαλάζια μες στη νύχτα…
Κι έπειτα, πού να πάμε, πού να πάμε;… Να πάμε στο νησί των γερο-μάγων, που βρίσκεται στη μέση της θαλάσσης; Είναι κάτι γέροι τετραπέρατοι, με σκούφιες μυτερές και μ’ άσπρα γένια που μέρα-νύχτα βρίσκουνται σκυμμένοι στα βιβλία, κι όλο μελετάνε, μελετάνε – ποιος ξέρει τάχα τι να μελετάνε; - και ξέρουν όλα όσα γίνουνται στον κόσμο, τα μυστικά της γης και τ’ ουρανού! Θα μας δεχτούνε, δίχως να μιλάνε. Θα μπούμε μες στη σκοτεινή σπηλιά τους, που θα στριφογυρίζουν νυχτερίδες, και θα μας κοιτάνε κουκουβάγιες, με τα μεγάλα, στρογγυλά τους μάτια. Και τα βιβλία που θα μελετάνε, θα ‘ναι γιομάτα σχήματα παράξενα, σχήματα μαγικά και μπερδεμένα… Αλλά, και κει, θα βαρεθούμε γρήγορα, και θα φύγουμε μια νύχτα κι από κει…
Και τώρα, πού να πάμε, πού να πάμε;… Να πάμε και να βάνουμε στην πλάτη μας φτερά, και πατώντας μες στο φως των άστρων, να φτάσουμε στη χώρα των ανθρώπων, των λυπημένων και φτωχών ανθρώπων, που σκύβουν μέρα-νύχτα στη δουλειά τους, και δεν βλέπουν του θεού το πρόσωπο, και ποτέ δε χαίρονται τον ήλιο, παρά τυραννιούνται στο σκοτάδι, χωρίς ελπίδα και παρηγοριά;… Να δούμε τ’ άρρωστα και τα χλωμά παιδάκια, που πεινάνε και τρέμουν και κρυώνουν, και δεν έχουν πού να γείρουν το κεφάλι, κι οι μανούλες δεν έχουν να τα θρέψουν, και ζητιανεύουν στις γωνιές των δρόμων, μες στη βροχή και μες στην παγωνιά… Αλλ’ αυτά πιο καλά να μην τα δούμε, γιατί θα μας πικράνουν την ψυχή, κι εμείς ζητάμε να ‘μαστε χαρούμενοι, απόψε, και να ταξιδέψουμε στους κόσμους των ονείρων… Ζητάμε να ξεχάσουμε τη λύπη της ζωής μας, και να πλανηθούμε μες στην άβυσσο, κυνηγώντας ό,τι δεν υπάρχει…
Στους κόσμους που γυρεύουμε να πάμε, δεν υπάρχει πόνος και φροντίδα! Τ’ άστρα λάμπουν πάντα καθαρά, μιαν άνοιξη αιώνια βασιλεύει. Τα λουλούδια γλυκά μοσχοβολάνε, και τα πουλάκια γλυκοκελαηδούνε – κι εμείς απολαβαίνουμε το φως και τη χαρά! Κανένας ίσκιος δε θολώνει την ψυχή μας, παρά μόνο μια μικρήν ανησυχία, μην αυτά που βλέπουμε κι ακούμε, δε μπορέσουν να βαστάξουν πιο πολύ!... Αν έλειπε, στην περιπλάνησή μας, η μικρή αυτή ανησυχία, πόσο πιο καλά δε θα ‘ταν όλα, όσα χαιρόμαστε, και βλέπουμε, κι ακούμε…
Κι υπάρχει κι άλλη μια ανησυχία: Μήπως κι όλα όσα λέμε τώρα, δεν υπάρχουν παρά μόνο στο μυαλό μας, και δε ζούνε, γύρω, πουθενά! Αν βγάλουμε αυτές τις τιποτένιες, τις δύο πολύ μικρές ανησυχίες, όλα τ’ άλλα πάνε μια χαρά… Κι αφού γυρίσουμε, και δούμε, και χαρούμε – θα ‘ρθει μιαν ώρα που θα ‘ρθούμε πάλι πίσω. Τα φτερά θα πέσουν από τις πλάτες μας – και θα βρεθούμε πάλι στο σπιτάκι μας, καθιστοί, εγώ στην πολυθρόνα, και συ καβάλα, εκεί δα, στα γόνατά μου, που μούδιασαν να σε κρατάνε τόση ώρα… Σύρε, τώρα να βρεις τα παιχνιδάκια σου, που σε κοιτάνε παραπονεμένα, γιατί δεν τα πήρες, κι εκείνα στο ταξίδι που κάναμε μαζί στη χώρα της Μεγάλης Ουτοπίας – τη μεγάλη χώρα της Χιμαίρας που καθένας πασκίζει να τη βρει, αλλά κανένας άλλος δεν τη φτάνει, μόνο το Παιδί κι ο Ποιητής…
από τη συλλογή διηγημάτων "Τα Δεκατρία Ντόμινα και άλλες ιστορίες" (επιμ. Ν.Σαραντάκος, εκδ. ΕΡΑΤΩ, 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου