Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Τάκης Σινόπουλος - Η γνωριμία με τον Μαξ


Εκείνη την εποχή
που δεν υπήρχε στάλα νερό στο διψαλέο ποτήρι κι η μέρα ήτανε ένα
δάσος ακίνητο
με κάκτους άσπρους και σύρματα κι η γη ήτανε αγέρας σκόνη κι όνειρα πύρινα
εκείνες τις μέρες
που ο ήλιος έτριβε τη ράχη του στην κοιλάδα κατακόκκινος και ματωμένος ακολου­-
θώντας τα ίχνη ενός ποταμιού που ξεράθηκε ενώ τα δέντρα με γεροντικές φωνές ε-
στρίβανε κατά το νότο παραμιλώντας για νερό και σύννεφα
εκείνο το καλοκαίρι
που εγώ κάτω απ’ το μάτι του μεσημεριού συργιάνιζα διψασμένος κι έρημος σαν την
πεντάρα στο κουτί του ζητιάνου
πάνω στο απόμερο οικόπεδο με τα πυρωμένα χορτάρια και τα σκουπίδια που άστρα-
­φταν σαν παραμυθένια στολίδια ανάμεσα στα ξανθά και σκούρα χώματα
ένας ίσκιος λιγνός κινήθηκε προς το μέρος μου φύσηξε μία άξαφνη πνοή κι όλος ο τό­-
πος έγινε πέρασμα ονείρων εσωτερικό ενός τεράστιου οργάνου γεμάτου αντηχήσεις και
μουσική.

Αυτός έβγαλε το καπέλο του και χαιρέτησε.
Εμένα με λένε Μαξ είπε ο Μαξ
άκουσα να μιλάνε για σένα
όπως μιλάνε
για ένα σκυλί
όμως δε μοιάζεις με σκυλί
πιο πολύ μοιάζεις με πόδι ανθρώπου
νομίζω πως είσαι το πόδι μου
είπε ο Μαξ.

Εγώ σώπαινα στεναχωρημένος.

Είναι καλύτερα να μοιάζεις με πόδι
είπε ο Μαξ
τα πόδια είναι πιο ανήσυχα από τα μάτια
τρίβονται με τη γη κουράζονται
μαθαίνουν
γι’ αυτό μην πικραίνεσαι
για τίποτα μην πικραίνεσαι
μου μίλησαν για σένα
όπως μιλάνε
για ένα σκυλί.

Ο Μαξ σώπασε μα η μουσική που ήταν γύρω με τίποτα δε σταματούσε. Έβγαινε α-
­πό παντού. Εκείνος δεν άκουγε – νομίζω η μουσική δεν ακούει τον εαυτό της.

Πάμε ωστόσο πιο εκεί στο δέντρο
αγαπώ τα δέντρα είπε ο Μαξ
τότε το δέντρο
από σκούρο έγινε καταπράσινο
έδωσε φύλλα και δροσιά
πιο πέρα ανάβλυσε μία πηγή
ο Μαξ δρόσισε το πρόσωπό του
ύστερα
πήρε νερό στις φούχτες και ήπιε
ύστερα
πήρε ξανά και μου ‘δωσε να πιω
πιες σκύλε να ξεδιψάσεις είπε
τρυφερά.

Καθώς έπινα ξανάκουσα εκείνη
τη μουσική
σκέφτηκα η μουσική είναι στο νερό.

Αγαπώ τις πηγές είπε τότε ο Μαξ
συνήθως είναι ευχάριστες
το νερό πηγαίνει ανάμεσα στο χορτάρι
ανάμεσα στο χώμα ανοίγοντας
το ρεύμα του
στρίβοντας εδώ ή εκεί ν’ αποφύγει
τις πέτρες
ύστερα χάνεται μέσα στη γη
όλα πηγαίνουν στη γη
είπε ο Μαξ
όλα πηγαίνουν κάτω.
Έτσι γνώρισα τον Μαξ.


Την άλλη μέρα ο Μαξ
ήρθε ξανά
πατώντας τα σκουπίδια.
Υπάρχουνε είπε ο Μαξ πολλές πληγές
γι’ αυτό το χέρι να ‘ναι καθαρό
που θα περάσει επάνω.
Κοίταξε αυτούς που περπατούν
ποιο πόδι μπαίνει εμπρός
ή ποιο διστάζει
βαστώντας το κορμί σε φόβο.
Γιατί είμαστε σε φόβο είπε ο Μαξ
μιλάμε μόλις μας ακούν
στεκόμαστε μακριά απ’ το φως
σε τούτη τη γωνιά της κάμαρας
κοιτάμε απ’ το παράθυρο
τι πρόσωπο έχει αυτός που στέκεται
και τι κινήσεις.
Πράματα ασήμαντα θα πεις
κουράζεσαι και σκέφτεσαι άλλα
ύστερα σου ‘ρχονται όλα ξαφνικά
δικάζεσαι για φόνο.
Γι’ αυτό τα μάτια σου να τα ‘χεις ανοιχτά
να ‘σαι συγκεκριμένος
αν τύχει κάποιος που διψά
να λες η βρύση αυτή που κείται εκεί
κι ο άλλος να νιώθει τη δροσιά.

Την ίδια νύχτα κάτω από τον ξάστερο ουρανό
ο Μαξ είπε για τη νύχτα.
Η νύχτα είναι τα μυστικά των ανθρώπων
που βγαίνουν να δροσιστούν.
Τη νύχτα ο πόνος των ανθρώπων
ρίχνει τον ίσκιο του
στον ουρανό.
Εγώ ανήκω στη νύχτα είπε ο Μαξ
στο αστεροφώτιστο βασίλειο του αινίγματος
είμαι διαυγής και ήσυχος ωστόσο
είμαι πάμφωτος
νιώθω τη νύχτα να ‘ναι το κορμί μου
είπε ο Μαξ
Κι υποφέρω.

Την ώρα εκείνη νόμισα πως άκουγα να μπαίνει από παντού η θάλασσα.

Είναι τα δέντρα που ανασαίνουν είπε ο Μαξ
μεταμορφώνονται σε σύννεφα
πολλές μεταμορφώσεις γίνονται
μέσα στη νύχτα
κι άξαφνα σταματάει η καρδιά.
Έλα στο σπίτι μου είπε τότε ο Μαξ.
Καθότανε στην άλλη συνοικία
είχε πολλές οικοδομές
κι ανάμεσα φωνές γυναικών.
εκεί στο απέναντι οίκημα καθότανε
και το κορίτσι που αγαπούσα τότε

που με κοίταζε γλυκά και μου ‘λεγε δεν την καταλαβαίνω την αγάπη σου μπαίνει απ’
την πόρτα μου πως μπαίνει ο αέρας στο λαιμό και φέρνει βήχα. Μ’ αρέσεις μα η καρ­-
διά μου είναι ψηλά. Και τώρα φύγε ο ίσκιος σου μου κόβει τα όνειρά μου. Ήταν μία
πείνα μέσα της γλυκιά σαν πυρετός πάνω σε χιόνι τρελή σαν το τζουλούφι που το
παίρνει ο αέρας.

Εκεί λοιπόν καθόταν ο Μαξ
μονάχος σε μία τεράστια κάμαρη
γεμάτη πόρτες και παράθυρα
μια κάμαρη με τοίχους και καρέκλες ήσυχες
γύρω τριγύρω λάφυρα
προβιές και κύπελα κι άλλα παράξενα
που μέσα τους γυρόφερνε
μια αμέριμνη γαλήνη.
Στη μέση αρμένιζε άσπιλος ο Μαξ
φτωχότερος κι από τη φούχτα του καλόγερου
μια άγρια φτώχεια πανύψηλη
καθώς είναι οι κορυφές των δασών
όταν περνάνε τα πουλιά
και πάνε στο νότο.
Ο Μαξ είπε
είμαι έξω από τη σφαγή των αμνών
και των λύκων
πολλές φορές περπάτησα
πάνω στο τεντωμένο σκοινί
και κάτω ήτανε χιόνι
αν έπεφτα το χιόνι θα γινόταν κόκκινο
δε συμπαθώ το κόκκινο
μήτε το μαύρο.
Κάθε φορά που συλλογίστηκα πάνω στα χρώματα
πήγαινα με το πράσινο.

Έτσι μιλούσε ο Μαξ και γινόταν δροσερός σαν εσωτερικό καρπού. Μες στη φωνή του
Μαξ υπήρχε ένα μικρό φαναράκι που πιτσίλιζε τα λόγια του με σταλαματιές ησυχίας.

Γιατί ο Μαξ πίστευε στο πράσινο
πίστευε στην οργιαστική βλάστηση
του μέλλοντος.

Είχε στο παρεθύρι του ένα μικρό γεράνι ένα μικρό πράσινο φως κι εκεί κάρφωνε τρυ­-
φερά τα μάτια του.

Όταν θα γίνουν όλα απέραντα είπε ο Μαξ
όταν κανείς δε θα ‘ναι ιδιοκτήτης

και γυρίζοντας άξαφνα σε μένα

ονειρεύομαι όπως ονειρεύεται
το κορίτσι που αγαπάς είπε ο Μαξ
κάθε πρωί τη βλέπω που χτενίζεται
ύστερα προσπαθεί να πηδήξει
τον ίσκιο της πολιτείας
μπερδεύεται και γελάει.

Η καρδιά μου σκιρτούσε οδυνηρά σκεφτόμουν τι σημασία έχουν όλα αυτά.

Μα εσύ μη λησμονήσεις ν’ αγαπάς
είπε ο Μαξ
η αγάπη σε κάνει να ‘σαι
σαν όργανο με εκατομμύρια χορδές
ή σαν τοπίο.
Μου αρέσουν τα τοπία
είπε ο Μαξ
κι άγγιξε με το χέρι του
τον ώμο μου.

Τότε ήρθε πάλι εκείνη η μουσική
σκέφτηκα θα ‘ναι ο αέρας.

Μαξ του είπα μείνε με τα όνειρά σου
εμένα άσε με να φύγω
να πάω με τα δικά μου τα όνειρα
τα σκυλίσια μου όνειρα σ’ ένα τενεκέ
σκουπιδιών.

Τότε ο Μαξ δάκρυσε
δάκρυσε για μένα.
Σ’ αγαπώ σκύλε είπε
η φωνή σου είναι
γεμάτη βροχές.
άκουσε τώρα
τούτο το παραμύθι για τη νύχτα.

Μια νύχτα η Νύχτα πήγε να βρει τον αγαπημένο της στο δάσος μα δεν τον βρήκε
πουθενά. Δάκρυα τη βρέχανε όσο έψαχνε και φώναζε κι όταν ξημέρωσε κι η νύχτα ε-
χάθη η Νύχτα έγινε ένα με τον αγαπημένο της στην απουσία.

Η αγάπη είναι απουσία είπε ο Μαξ.

Έτσι ο Μαξ είχε μες στο λαρύγγι του κρυμμένο έναν κορυδαλλό για να γλυκαίνει τον
πόνο των ανθρώπων που αγαπούσε μία φούχτα τριζόνια στην τσέπη του για τις νύ-
­χτες των ερωτευμένων. Οι αντίλαλοι που φώλιαζαν στο κορμί του ποτέ δεν έπαυαν.
Κάθε Χριστούγεννα έριχνε χιόνι στα παράθυρα των ποιητών

για να γράφουν ποιήματα είπε ο Μαξ.
Οι ποιητές πρέπει να γράφουν ποιήματα
γιατί άξαφνα πεθαίνουν είπε ο Μαξ.
Μιλούσε και γινόταν διάφανος
νόμιζα πως μπορούσε
να περπατήσει
απάνω στο νερό της θάλασσας
ίσκιος πουλιού
αέρας.

Γιατί ήτανε πρωί από τα πλευρά της θάλασσας πηδούσαν ψάρια το άσπρο και το πρά­-
σινο δε σταματούσαν ο Μαξ χαιρότανε τη σιωπή κρατούσε το καπέλο του στο χέρι
και χαιρέταγε τη θάλασσα.

Όλα εδώ πέρα είναι αλμυρά
κι ευχάριστα είπε ο Μαξ
η άμμος φεύγει με το πάτημα
όλα φεύγουν κι ενδίδουν
όπως
τα σώματα των γυναικών τις νύχτες του Ιουνίου.

Πιο πέρα το χώμα ήτανε σκούρο σπίθιζε πέτρες θεμελιωμένες αντιστέκονταν ερχόταν
ξανά η ώρα του ήλιου και της δίψας.

Όμως εγώ είπε ο Μαξ είμαι αρχιτέκτων
χρόνια και χρόνια δούλεψα με τη σιωπή
έχτισα ανάμεσα στη βλάστηση
σπίτια που έμοιαζαν με χαμόγελα
κατοικίες ελαφρές που κράταγαν τον κάτοικο
απ’ την ψυχή
έχτισα κι άλλα οικοδομήματα
που δίνανε τη ζεστασιά της γης
σα να μιλούσαν ή να κοίταζαν
τις πράξεις των ανθρώπων
ακόμη κι άλλα
που έμοιαζαν άστρα σύντροφοι
της νύχτας που αγαπώ και με δροσίζει.
Αυτά είπε ο Μαξ κι εγώ απορούσα
γιατί ήταν αρχιτέκτων ο Μαξ
πολλές φορές χανόταν στις οικοδομές
ύστερα εκείνες αύξαιναν
με μια παράξενη λαμπρότητα.

Ο Μαξ πίστευε στην αρχιτεκτονική του μέλλοντος. Σχεδίαζε τώρα ως την
έσχατη λεπτομέρεια οικοδομήματα χιμαιρικής τελειότητας αλλά και μιας ασύλληπτης τρυφερό-
τητας για την ψυχή και τη μοναξιά του ανθρώπου. Δε θάλειπαν τα κάρβουνα κι ο λύ­-
χνος μήτε το παραγώνι κι η φωτιά τα παλιά ρολόγια κι οι χαμηλές ζεστές γωνιές για
τη φιλία και τη σιωπή. Αυτό πολύ το σκεφτόταν ο Μαξ

δοκιμάζοντας τις δυνατότητες
της πέτρας του νερού και του κρυστάλλου.

Τώρα ο Μαξ βρισκόταν
στην άκρη της κάμαρης
παντού ήτανε φώτα
σα χορεύτριες που ξεκουράζονται
φλυαρώντας
παντού ήτανε θαύματα
δεμένα το ‘να τ’ άλλο
με σπόγγους.
Αμίλητος ο Μαξ
έγραφε με το κάρβουνο στον τοίχο
πιστεύω στην καρδιά.
Δάκρυα πολλά τον έβρεχαν
σηκώθηκε η χορεύτρια με το φωτεινό κορμί
τα σκούπιζε ήσυχα
κι ο Μαξ δε μιλούσε.

Το βλέμμα του πήγαζε από τους πιο μακρινούς δρόμους της νοσταλγίας και της σιω-
­πής κι ερχόταν πάνω μου πως έρχεται ένα παιδί ορφανό νύχτα καιρό μονάχο κι έρη-
­μο στην παγωμένη πλατεία κλοτσώντας που και που το χιόνι σφυρίζοντας έν-δυο.
Κι εγώ την ώρα τούτη συλλογιζόμουν πως ο Μαξ πονούσε αφάνταστα γιατί πίστευε
στην καρδιά στο αίμα που βουίζει ακατανόητα ζεστό μέσα σ’ ό,τι κατορθώνει καμιά
φορά να συνάξει η ζωή ενός ολομόναχου ανθρώπου. Το χέρι του Μαξ το ‘βλεπα ν’ απο-
­χαιρετά τώρα εκείνο που πόθησε και δε στάθηκε βολετό ποτέ του ν’ αποχτήσει ενώ
πίσω απ’ τα δακρυσμένα μάτια του κυλούσε ένας κόσμος ολάκερος παλεύοντας με το
κύμα της μνήμης και της λησμονιάς.

Απογεύματα παγωμένα σε παραθαλάσσια καφενεία
λόγια αντιφατικά σε σπίτι τρέλας
το ρετσίνι που κόλλησε στα δάχτυλα
η βρύση που τρέχει στην κάμαρα του συνταξιούχου
το αριστερό γάντι στο δεξί χέρι
το αναμμένο τσιγάρο βαλμένο ανάποδα
με τη φωτιά στο στόμα
το εκκρεμές στα πόδια του νεκρού
η εφημερίδα στο ακρογιάλι
η βροχή
οι μέρες του 1939
τα γράμματα του 1940
η μυρωδιά του ψωμιού
πάνω στην κοιμισμένη πολιτεία

γιατί ήταν ακόμα πολύ πρωί οι κάτοικοι δεν είχανε ξυπνήσει για να πάνε στην καθη-
­μερινή τους δουλειά μάλλον εγώ φαντάστηκα πως μες στη νύχτα τούτη υπήρχανε χι­-
λιάδες φώτα όχι η νύχτα συνεχιζόταν σκοτεινή το μόνο φως ήτανε η κουβέντα του
Μαξ

και τ’ άστρα.
Ο Μαξ είπε να ο Σείριος ο Περσεύς
ο Αλντεμπαράν
Ο Μαξ είπε να η Παρθένος ο Σκορπιός
η Κόμη της Βερενίκης.

Πλειάδες Τοξότης Ιχθύς Αρκτούρος Κριός τρυφερά συστήματα των άστρων ασημέ-
­νιες γειτονιές ανοίγουν ξάφνου εκεί μια πόρτα χαμογελούν και χαιρετούν και χάνονται
μες στο σκοτάδι πόνος κι απόγνωση δε φτάνουν ως εδώ.

Ξάστερη νύχτα ψίθυρος
του μισοφέγγαρου στα διάφανα βουνά
ενδιάμεσες σκιές
μια θάλασσα σκιές και φώτα στην ηρεμία
της αιωνιότητας
και τα πουλιά

μια θάλασσα πουλιά πάνω στο σκοτεινό γρασίδι πλάσματα που λάμπουν κι εμπιστεύο-
­νται σ’ ό,τι είναι διάστημα κενό κι αέρας. Κι όχι να πεις τι θα κερδίσεις κι αν ακού­σουν
και συγκατανέψουν τίποτα δεν είναι κέρδος όλα έχουνε αφαιρεθεί. Ο Μαξ ένιωσε τις σκέψεις μου άπλωσε το χέρι του πάνω στο πρόσωπό μου.

Σκύλε είπε ξανά
μια μέρα όταν θα γίνεις άστρο
όταν η σκόνη σου και τα όνειρά σου
θα γίνουν ένα.

Όχι όχι είπε ο Μαξ πιο σταθερά. Αν χαιρόμαστε για ό,τι αποχτούμε όσο θλιβόμα-
στε για ό,τι χάνουμε αν η ζυγαριά σταθεί ακίνητη τότε μπορούμε σίγουρα να πούμε
πιστεύω στην καρδιά. Και τώρα πάμε. Ο δρόμος ήτανε γεμάτος πέτρες σε σωρούς κι
ο Μαξ με κρατούσε από το χέρι να περάσω απέναντι και να ‘βρω πάλι το σκυλίσιο μου
κορμί. Τότε είπε ο Μαξ.

Ν’ αγαπάς εκείνο που σε περιέχει
το ρούχο σου το αίμα σου
ό,τι σε ποτίζει και σε ζεσταίνει
εγώ είμαι μέσα στο κορμί μου
είπε ο Μαξ
τότε μου τυχαίνει το θαυμάσιο
ακούω τον ουρανό
πηγαίνω ανυπεράσπιστος
και ζω μ’ εκείνο το άξαφνο
που έρχεται ακροπατώντας.
Έτσι
μπορώ να σμίξω το ποτάμι
με το νερό
το κλαδί με τη θύελλα
την αυγή με το στήθος
τη μοναξιά
με τη γυναίκα.

Όλα μπορείς να τα σμίξεις όταν κοιτάζεις μέσα σου είπε ο Μαξ.

Μα εσύ νομίζω δεν ακούς
εσύ είσαι ο πονεμένος
μέσα στα μάτια σου μες στη φωνή σου
υπάρχουν ανοιχτές πληγές
σε βλέπω να τραβάς για την αγάπη
το κορμί σου λιγνεύει μέρα τη μέρα
καθώς περπατάς
το κορμί σου λιγνεύει νύχτα τη νύχτα.
καθώς περπατάς
ώσπου θα μείνεις ένας αέρας
που περπατάει
τραβώντας για την αγάπη.

Όμως το αλάτι είναι μέσα στο νερό της θάλασσας η ασπράδα είναι μέσα στο χιόνι.
Αγαπάς όταν ξεχνάς ποιος είσαι είπε ο Μαξ.

Τότε άκουσα να ‘ρχεται ξανά
εκείνη η μουσική
που είπα πιο πάνω.

Αλλά τώρα εγώ πρέπει να φύγω είπε ο Μαξ. Κι εκείνη τη στιγμή σα να βρισκόταν
κιόλας χιλιάδες μίλια μακριά κι ανάμεσά μας να υπήρχε μία κλωστή απίστευτα τρυ-
­φερή που όλο τεντωνόταν. Εγώ ήμουν πάντα μονάχος είπε ο Μαξ. Πρέπει να πάω
τώρα στους ανθρώπους.

Ναι ο Μαξ ήταν μονάχος στον κόσμο
όπως ήταν μονάχος μες στα ρούχα του
μονάχος μέσα στο κορμί του.
Δεν ξέρω αν το κορμί του Μαξ
ήταν όπως το δικό μου
ή το δικό σας
όμως ο Μαξ πονούσε και χαίρονταν.
Αυτά τα λέω για κείνους
που ίσως να πούνε
ο Μαξ είναι μία ιδέα ή ένα σύμβολο.

Όχι όχι ο Μαξ είναι ένας άνθρωπος κι αυτός με σάρκα και οστά. Αν κάποτε ο Μαξ
πεθάνει εσείς κι εγώ θα γυρίσουμε πίσω σ’ ένα κομμάτι έρημης θάλασσας περιμένο-
­ντας άγρυπνοι το κρέας του ψαριού κάτω από την κατάρα της σελήνης ενώ
πράξεις απάνθρωπες θα ωριμάζουν μέσα μας με μια τρομαχτική ταχύτητα.

Τέλειωσα τούτο το γραφτό κι ο Μαξ με φίλησε. Τώρα μπορώ να φύγω είπε. Γεια σου
σκύλε. Γύρνα στο σπίτι σου υπάρχουν ακόμα όνειρα που σε περιμένουν. Εγώ ήμουν
δακρυσμένος κι ο Μαξ στη γωνιά του δρόμου γινόταν ένα με το ξερό φως.

Έπειτα ήρθε το φθινόπωρο ο χειμώνας.
Έπειτα ήρθε τ’ άλλο καλοκαίρι.
Ήρθανε πολλά καλοκαίρια.

Και νομίζω πως το χέρι του Μαξ που ανυψώθηκε στερνή φορά χαιρετώντας υπάρχει
ακόμα εκεί μπορείς να το ιδείς κι εσύ αναγνώστη περνώντας από εκείνο το μέρος αρ-
­κεί να ‘σαι καθαρός κι αλαφρύς αρκεί να πιστεύεις κι εσύ στο πράσινο στο πράσινο φως
στην πράσινη οργιαστική βλάστηση της αιωνιότητας.

Φλεβάρης – Απρίλης 1956

Πηγή: Ιστοσελίδα [Ίδρυμα ‘Τάκης Σινόπουλος]Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου