Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Γιάννης Ρίτσος - Ημερολόγιο μιας Εβδομάδας

Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 1973

Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια,
ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, — πώς μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα κ' η παλάμη του ανθρώπου —

17 Νοεμβρίου

Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ' τους πυροβολισμούς∙ πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το  ξύδι —
ποιος θα πει : περιμένω μες απ' το μέσα μαύρο;
μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ' έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο∙ κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ' αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ' τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ' τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς,
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;


Κάλαμος, 18 Νοεμβρίου

Λιόλουστη μέρα∙ Κάλαμος∙ η θάλασσα∙ σπουργίτια στον ελαιώνα∙
κάλεσμα, πρόκληση, κάλλος, μακρινή προδομένη μακαριότητα —
α, εσύ, δραπέτη, λιποτάχτη, κρυμμένε
ανάμεσα στ' αγάλματα, πίσω απ' τ' αγάλματα, μέσα στ' αγάλματα —
αγάλματα κούφια, χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα, —
αρνήσου, αρνήσου, — όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις∙  
το δέντρο, το πουλί, το γαλάζιο, — αμαρτία, αμαρτία. Πώς μπορείτε να  κοιμάστε;
Εσείς ο ίδιος ο έρωτας∙ — κι ο έρωτας  αμαρτία —
Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, παιδιά μας,
πόσες γενιές παιδιά μας, σε αδιαίρετο χρόνο, χωρίς χρόνο,
στα στάχυα και στα σύρματα, στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα,
έρωτές μας, παιδιά μας, σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας —

Για τίποτ' άλλο να μην έχουμε μάτια, παρά μόνο για σάς. Τίποτ' άλλο.

Ω, ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο,
επάνω από δυο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω.

ΒΡΑΧΟΣ, το μέγα κόκκινο∙ δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα, κ' η δωδέκατη κλεισμένη∙
χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο, χτύπημα της πέτρας στην πέτρα —
Μ' ακούς; Άκουσε με. Εγώ σ' ακούω —
δυο σιωπές κάνουν μια φωνή κ' ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι —


Αθήνα, 19 Νοεμβρίου

Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες —
Ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει.

Σκοτωμένοι επιτόπου, μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο, κ' η φωνή τους ακόμη:
αδέρφια, αδέρφια, πάνω απ' το αίμα τους, με το αίμα τους
πάνω από την αγρυπνισμένη Αθήνα, — πώς μπορείτε λοιπόν, πώς μπορείτε;

20 Νοεμβρίου


Μαζεύαν τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα. Τα μισά παιδιά πήγαν σχολείο.
Οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, (στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο). Πλύναν τα ρούχα,
τ' άπλωσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά — μη φανούνε
σαν άλλες σημαίες. Κλειστά νοικοκυριά — το κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι —
το αλάτι χυμένο στο δρόμο∙ το ίδιο και τ' αλεύρι. Μες στο ψυγείο
το κόκκινο πουλί μ' όλα του τα φτερά. Απ' το θάνατο αρχίζουμε —
έτσι έλεγε — απ' το θάνατο αρχίζουμε πάλι,
επάνω απ' τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα. Τι να κάνουμε; — είπε.
Θα ξεχαστούμε; Θα ξεχάσουμε πάλι; Σκεπασμένοι στην τρύπια κουβέρτα
ως πάνω στα μάτια. Λίγο-λίγο θα βγάλεις το 'να πόδι
δοκιμάζοντας τον αέρα, τη σιωπή, το σκοτάδι. Αργότερα τα χέρια
τελευταίο το κεφάλι — απέναντι η καρέκλα, τα τσιγάρα, τα σπίρτα
και το φως κολλημένο στον τοίχο μια τεράστια κίτρινη αφίσα.

Και μες στους πυροβολισμούς, πάνω απ' το φόβο, πάνω απ' τον πόνο,
πάνω απ' την ένοχη θλιμμένη αλληλεγγύη, — το πρόσωπο εκείνο και το χέρι,
το ένα σώμα κατάχλωμο μες στη γυμνότητά του
πλαγιασμένο ή όρθιο, αφημένο ή τεντωμένο — σώμα ερωτικό
μες στο μοναχικό του απόλυτο. Τα παπούτσια κ' οι κάλτσες στο λουτρό,
τα ρούχα στο πάτωμα, ένα τσιγάρο πνιγμένο στον καπνό του — μνήμες και μνήμες,
πικρά απογεύματα παιδιών∙ η άσπρη κουρτίνα κ' ή σκιά τού χεριού με το μήλο
διαδοχή από ξύλινα αλογάκια με ρόδες ως το ξύλινο της Τροίας
κούφιο μπροστά στην πύλη, πάνοπλο, μ' έναν ξεδοντιασμένο ουρανό στα γυάλινα μάτια
και τ' άλλα τ' άλογα στο δάσος με υψωμένους λαιμούς να κόβουν φύλλα απ' τα ψηλότερα κλωνιά.

Το άσκοπο και το μεγαλείο τής πράξης, η αψήφιστη τόλμη σκέτη πράξη
η στύση τού όμορφου εφήβου πέρα απ' την ιδέα όποιας γέννησης
και κάτω οι καμπάνες σημαίνοντας μια γιορτή χωρίς άγιο.
Μόνη γέννηση.

Ώρα μεγάλη, ώρα σκληρή, ώρα αδειασμένη απ' τη δειλή μακροθυμία των στίχων —
εδώ ό,τι πια θα πει θα ‘ναι το αίμα. Ω, κακόφημη ζωή, ληστεμένη.

21 Νοεμβρίου


Τα κορίτσια πονάνε περισσότερο απ' τ' αγόρια, με τον πόνο
νικάνε το φόβο∙ — είναι οι μικρές μητέρες, έτοιμες κιόλας. Τ' αγόρια
είναι πολύ μονάχα κάτω απ' το χάδι, — φοβούνται,
είναι από μόνα τους μόνα — κάνουν πως χαμογελάνε, κοιτάζουν αλλού,
κάνουν πως δέχονται, λείπουν στα δικά τους, κρυμμένοι
στον ίσκιο τής μεγάλης σημαίας∙ — αυτά δε γκαστρώνονται, δε γεννάνε, φοβούνται,
μονάχα η θέληση τούς μένει∙ — μ' αυτή θα παλέψουν, μ' αυτή θα γίνουν ό,τι γίνουν, ό,τι φτιάξουν
οι πιο λυπημένοι είναι οι ήρωες — κι αυτοί  λείπουν, κρυμμένοι
κάτω απ' την πράξη τους, βαμμένοι με το αίμα τους, — απ' τα πριν πεθαμένοι,
σώζοντας μες στο φόβο το χαμόγελό τους για τούς άλλους. Τα κορίτσια κλαίνε,
ζητούν τυραννικά τον έρωτα των ωραίων νεκρών. Μαζί περνούν την Πύλη
εκείνοι με το στόμα τους σαρκώδες, σφραγισμένο μ  ένα σβηστό τσιγάρο
αυτές με μια τσατσάρα, μ' ένα τσέρκι, με μια σκισμένη κάλτσα
και με μια χάρτινη σημαιούλα  πιεσμένη στα μικρά τους στήθη.

22 Νοεμβρίου

Αργά πού μαλακώνει το μαχαίρι. Αυτός που σωπαίνει
δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει, δεν είναι
τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι —
είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του.


Ποιήματα: Γίγνεσθαι 1970-1977, τόμος Ζ, Αθήνα: Κέδρος 1977.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου