από μια μορφή γυναίκας
Την έβλεπε στον ύπνο του μ’ υψωμένα
Χέρια να παραληρεί με θέρμη
Την έβλεπε κάθε πρωί να γνέφει
Στο απέναντι παράθυρο να χαμογελά
Μ’ αστραπές στα μάτια και στα δόντια
Μες στο μισοσκότεινο δωμάτιο
Σύμβολο της άυλης παντοτινά γυναίκας
Έτσι νόμιζε τουλάχιστο δεν είχε διδαχθεί
Τους παράγοντες της οφθαλμαπάτης.
Όταν πια κατάλαβε είχε ξημερώσει
Σα να κύλησε μια ατελείωτη νύχτα
Κι ήταν μόνος πάλι και ξεφύλλιζε
Παλιές πολύ παλιές φωτογραφίες.
(Αλέξανδρος Αργυρίου (επιµ.), Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία – Γραµµατολογία, τόµος ΣΤ΄, [Αθήνα:] Εκδόσεις Σοκόλη [1985], σ. 288.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου