1
Ό ήλιος είχε τερματίσει τελευταίος
είχε χαμηλώσει ό ουρανός σα κράνος
πήγαινα μόνος μες στη θλίψη τής πεδιάδας
κι είχα καιρούς να δω τούς ομηλίκους
και ξάφνου άρχισε αθόρυβα να βρέχει
άπάνω μου άνθη από τους κήπους της Πιερίας.
Στην πολιτεία θα μ ’ ονειρεύεται η αγαπημένη.
4
Γέννημα του Κριού εσύ
κι εγώ του Αιγόκερου
ας τους ν ’ αγαπηθούν
μες στο χορτάρι της αυλής σου
τα γόνατά σου με τα γόνατα μου
περίεργη Σφίγγα
ενώ ψηλά θ ’ ακινητούν οι ομώνυμοι.
5
Το μάτι σου ήλιος
κανθός του μεσημεριού
τα ματόκλαδα αυλαίες
σκιάδια θεριστών
το στόμα σου έλξη πηγαδιού.
Πιο άσπρος ο βυθός πιο κάτω
κάτω απ’ τα βρύα
της ηλικίας σου.
7
Απάνω ο ήλιος κι αντικρύ τον
μια δέσμη από κοντάρια το κορμί σου.
Στάθηκες
με μια βούληση άγρια φυτική.
Κι ο νους μου πλησιάζει σαν ελάφι
μες απ’ την ερημία της εποχής και θέλει
εδώ πίσω απ’ το φως να διημερεύσει
στη χαμηλή σου βλάστηση παλεύοντας
για λίγη αιωνιότητα.
12
Ερωδιέ
με τα νικημένα φτερά
λάφυρα στην εξώθυρα της νύχτας
έχεις κ’ εσύ την πίκρα των ομηλίκων μου
η ποίησή σου πάνω σ’ ασύλληπτα ύψη
η νεότητά μας σε τούτη τη ζούγκλα.
Βύθισες το ράμφος σου βαθιά στην καρδιά
γέμισαν τα υπερώα μικρούς στρατιώτες.
14
Μην αναζητάς τις πηγές
το στόμα μου πολλαπλασιάζει τη δίψα σου
όπως σ’ εκείνη την αίθουσα των κατόπτρων
τα μάτια γίνονται έπέλαση αστροφεγγιάς
τα ματόκλαδα κιγκλιδώματα
τα μαλλιά σου έκταση νύχτας.
Έκτοτε περί τα μεσάνυχτα
βουλιάζεις από στέρνα σέ στέρνα
και δεν είσαι παρά ένας αγύμναστος κύκνος.
20
Ο ήλιος
είναι ένα νόμισμα
που καίγεται
δούναι λαβείν δεν ξέρει
ο ημερήσιος αργυραμοιβός.
Ύστερα ανήκεις στη Σελήνη
η ηλακάτη της γνέθει ξεγνέθει
κάνει τα νεύρα σου φόρμιγγες.
Ηλίαση σεληνιασμός οι πατρίδες σου
κι εγώ σέ μεταφέρω με το κορμί μου.
21
Είσαι μια πολιτεία
σου πήρα τις στέγες
δάσος σου τόξευσα
τα πτηνά όλα
είπα στα ποτάμια
κι επέστρεφαν τις πηγές τους
στ’ αστέρια κι ’έγιναν
ήλεκτροι και θηρία
μετέωροι λίθοι
κυνηγούν το σώμα σου
γη και σου άνοιξα
χιλιάδες ηφαίστεια.
Θα πρέπει τώρα
ν’ αλλάξω πλανήτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου