Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022

Αλόη Σιδέρη-Ποιήματα



Η Καλλιόπη πέθανε τρελή
όλα τα όνειρα τα έκαμε κραυγές
ουρλιάζοντας καβάλα στο παλιό κανόνι
τι θα κάνεις όταν μεγαλώσεις
θα γίνω γριά καθισμένη κατάχαμα
φάντασμα το καταμεσήμερο
με τα πολύχρωμα φουστάνια σου
με τα φουσκωτά σου μανίκια
και με τι να σκουπίσεις τους λυγμούς
με τι κύματα με τι φωτιές
ύστερα απ’ το μεγάλο σεισμό
που γκρεμίστηκε η σοφίτα με τα μαγικά
και δεν είχαμε πού να παίξουμε πια
τι να παίξουμε πια
γοργόνα μπαλαρίνα σύγνεφο τρομπέτα
άλλοι αλλιώτικοι τώρα
κι ούτε σ’ αγαπούσαμε πια
πολύ πριν σ΄αφήσουμε σε κείνο τον τάφο


Απόγευμα

Περνούν τα νέφια και τα πρόσωπα του απογεύματος
λίγο περνούν καθένας με την καλοσύνη του
καθένας με τον έρωτά σου εκείνον
ώ εσύ χλομός με τη ζωή σου με τους δικούς σου
παιδί με το ποδήλατο όλοι σας
καθώς φεύγει η πόλη και φωτίζεται πάλι
ένα κάτι που θα φύγει σε λίγο
περνώντας αμφίβολα λιγάκι από πλάι
ωραίος χειμώνας μόνο για λίγο
όσο ν’ αρχίσει πάλι να βυθίζεται
καθώς νυχτώνει αυτή η μουσική

Δεν είμαι ‘γω

Δεν είμαι ‘γω η ανεμική
δεν είμαι βιολοντσέλο
μάνα γυναίκα σάλπιγγα
δεν είμαι η φωτεινή η ορθόκορμη
η θαλασσινή
ούτε Αύρα ούτε φτερωτή
εγώ είμαι κοπελίτσα
λαλώ φυτρώνω σιέμαι
υφαίνω
και κεντώ


Διάγνωση

Πλήρης ημερών
πλήρης νυκτών
ερώτων
λύπης
κόπου

*

Η μάνα μου είχε μια μαύρη ομπρέλα για τη βροχή
να μην της χαλάει τα μαλλιά της
και μια χρωματιστή ομπρέλα για τον ήλιο
να μην της καίει το δέρμα της

Το πρόσωπό της το πρόσεχε
ήξερε πως θα το χάσει

*

Το Χιόνι

Ήμουν σε μέρη που δεν αναγνώριζα
σα να ‘χε πέσει χιόνι και μου σκέπαζε τα πεύκα, την ακτή
σχήματα τόσο οικεία άλλοτε, τόσο αγαπητά
κι αυτά να μου παραπονιούνται, να με επιπλήττουν
«Τι μακριά έχεις φύγει, πώς λησμόνησες
πώς σε κατέβαλε η μαγγανεία του ύπνου, πώς μπορείς
να προτιμάς το σκοτάδι απ’ το φεγγάρι»

**

Μετά θάνατον

Λυπηρό ήταν το δράμα που παίχτηκε
το βασανιστικό πάθος οι μάταιες προσπάθειες
ο χωρισμός και στο τέλος ο θάνατος…
Το πιο φριχτό όμως έγινε όταν τέλειωσε η παράσταση
και ο επιστάτης έσβησε τα φώτα

**

Όπως τα δάση

«Δεν έχω ούτε ένα φίλο», είπε·
το πρόσωπό του ήταν σαν να έλειπε
όλο και πιο χλομό
όπως τα μακρινά βουνά, όπως τα δάση
χωρίς κανένα από τα χρώματά τους πια, μόνο γαλάζια
όπως ο ουρανός

«Θα φύγει», σκέφτηκα
κι εγώ να στέκω εδώ χωρίς ούτε ένα λόγο
σαν να είναι τώρα ο καιρός που ύστερα
θα μου ξανάρχεται στα όνειρα
τόσο σπαραχτικά αγαπητός
τόσο απαρηγόρητος

*

Σαν τη γάτα

Δεν ξέρω πώς βρέθηκα εδώ

ίσως ήρθα με τη μυρωδιά σαν τη γάτα

ή το φάντασμα μιας γάτας που επιστρέφει

Σαν γάτα περνώ τις κάμαρες από τοίχο σε τοίχο

οσμίζομαι αναζητώντας ενθύμια

βγαίνω στον εξώστη

βηματίζω ώς το στηθαίο

βηματίζω και πέρα απ’το στηθαίο στον αέρα

Στο τρίτο μου βήμα ζυγιάζομαι όπως οι δύτες

σαν να είναι το βήμα αυτό η άκρη της σανίδας

ύστερα αφήνομαι στο κενό


Το μαχαίρι

Μην κείτεσαι εκεί

τάχα ανύποπτος

είσαι συνένοχος

σε όλα μου τα όνειρα


Αλόη Σιδέρη, Ανάμεσα στο μακριά και στο πιο μακριά, Ποίηματα και διηγήματα - συγκεντρωτική έκδοση, Πρόλογος: Μαρία Λαϊνά, εκδόσεις Άγρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου