Παρθενικό Τραγούδι
Των δεκατέσσερω χρονών αντρείεψ’ ο ρυθμός
και το κορμάκι σου ένιωσε καινούργια ανατριχίλα,
και σύναυγα σου διάβηκε τις φλέβες ο χυμός
της άνοιξης και της καρδιάς τρεμούλιασαν τα φύλλα…
Και ροδοσκάσαν τα φιλιά στο κοραλένιο στόμα…
κι είπεν η σάρκα: -“Σήμερα κάτι άγνωστο ποθώ”
κι αλίμονο τον έρωτα δεν ένιωσες ακόμα
που φούντωσε στα στήθια σου της νιότης τον ανθό!
Τραγική Νύχτα
Απόψε στις κιθάρες τους τα Πνεύματα
θα μέλπουνε κρυφούς ρυθμούς και τρόμους
και στο ρυθμό του χαλαζιού θα σέρνουνε
μαύρους χορούς οι καταχνιές στους δρόμους.
Οι αγέρηδες μανιάζοντας θα στήνουνε
τις σκήτες τους στ’ αφρόλουστα ακρογιάλια,
των λουλουδιών τα ταίρια θα χωρίζουνε,
μα και θα ορμούν, θα οργώνουν τα κανάλια.
Απόψε η νύχτα σκιάχτρο στις ψυχούλες μας
και χάροντας απάνου από τη κλίνη…
Οι καταχνιές, που υφαίνουν το τρισκόταδο,
θα’ ρθουν να σαβανώσουν τη Σελήνη…
Εαρινό
Ω, ‘κείνο το αλάλητο στην άνοιξη,
μες στη γλυκειά, την απαλή λαχτάρα.
Ω, ένα πουλάκι μέσα μου λαλεί,
και τρέμει, φτερουγιάζει, λαχταρεί,
κάτι απαλό κι απόκοσμο πολύ…
Και νιώθωντας πως κάτι το καλεί
έξω απ’ τον εαυτό του κι απ’ τη φύση,
και θαρρώντας πως άκουσε φωνούλα,
τρέμει σάμπως στο λούλουδο η δροσούλα,
και κοντεύει να φύγει απ’ τη ψυχή μου
και πετώντας στα μάκρη της αβύσσου
να γίνει χερουβείμ του παραδείσου…
Στον Άδη
Μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη
κι αν δεν το ήπιαμε όλο το ποτήρι.
Κι αν δεν εμείναμε σε θεία αγνότη,
το κορμί μας στον τάφο θ’ απογείρει.
Στερνή αγάπη θε να μοιάζει πρώτη,
τόση λαχτάρα μες στο πανηγύρι
της ζωής μας ανάρπαζε κι η νιότη
μας φούντωνε του αίματος τη πύρη.
Οι κοπέλες μονάχα θα εικονίζουν
κάθε χαρά που πέρασε και πάει
και θα στέκουν εμπρός μας σε παράτα.
Κι ούτε κι ο νους θα ξέρει όταν θα σχίζουν,
σαν άγγελοι των ουρανών τα χάη,
ποια πιο πολύ μας χρύσωνε τα νιάτα.
Καρτέρι
Πάντα να περιμένω στ’ ακρογιάλι,
σαν άλλοτε, σα χθες, σήμερα -χρόνια!
μες απ’ τη στάχτη να πετιέμαι πάλι,
φοίνικας, κρίνο στα τετράκρυα χιόνια.
Τον ίδιο εμένα να θωρώ σε εικόνα,
σ’ ένα γιαλό, προσμονητή του αγνώστου,
που ‘ρχεται τάχα σα σε νάρκη αρρώστου,
μα γλιστρά κάτω προς τον καλαμιώνα…
Καπνός να βγαίνει από ένα τζάκι πέρα,
να φτάνει η βάρκα χωρίς νέο πιλότο,
δίχως μαλλιά κυματιστά στον αέρα,
όνειρο αγάπης και στερνό και πρώτο.
Άγνωστη
Απόψε και να μ’ έβλεπε ‘κείνη π’ αναζητώ,
αυτή που δεν εγνώρισα και που ποτέ δεν είδα,
που στη καρδιά μου ευλαβικά τόσο καιρό κρατώ,
σα κάποια προμηνυτική που με φωτίζει, αχτίδα.
Απόψε, που σκιρτά η καρδιά, το μάτι λάμπει αδρό,
σπιθίζει το αίμα μέσα σου κι αγάλλεται η ψυχή μου,
κι ανυψωμένη η σκέψη μου στ’ άπειρο, μ’ αργυρό
φως φεγγαρίσιο, αχνοφωτά, ντύνει την έκστασή μου…
Μπόρα Του Μάη
Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνα
και της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π’ άνοιγαν ματάκια προς το φως.
Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα
και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,
μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα
στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών.
Και τ’ όνειρο μας που ‘λεγε να λουλουδίσει τώρα
προσμένοντας τόσο καιρό του Μάη το λαύρο φως,
αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα
και σα μπουμπούκι το ‘καψεν ο μέγας κεραυνός…
Στο Χωρισμό Της…
Τη μέθη της χαράς να σε κερνούσα
που δεν ηύρες στον πρώτο σου δεσμό,
συ να γινόσουν της χαράς μου η μούσα
κι ας μ’ έσερνες προς ένα χαλασμό.
Ντελικάτη, κρινένια εσύ, ολανθούσα
μες στ’ άσπρο φόρεμά σου, εαρινό,
σεμνή, παρθενική, χαμογελούσα,
να ζούσα στον απλό σου στοχασμό.
Κι ας ήταν όλη μαγική σου χάρη
μιαν απαλή να μύρωνε ζωή,
κρυσταλλένια σαν το μαργαριτάρι,
γεμάτη από αγάπη κι ηδονή:
-όλα χαρούμενα, σε ρύθμισμα ένα,
τα χτυποκάρδια μας αρμονισμένα…
Δεν Ήτανε Να Γίνω…
Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ’ ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης
και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω ‘νειρευτεί…
Έμπνευση
Δεν είν’ άλλο στον κόσμο απ’ την έμπνευση μόνο,
μόνο αυτή νανουρίζει τον πικρό μας τον πόνο
και μας σώνει απ’ του χρόνου τον βαρύ τον κασμά.
Να σε βλέπω, να παίρνω τα όλα σου, όλα τα ωραία,
να τα λιώνω στου στίχου τον κυλούμενο γύρο,
να τα κλώθω, να γίνουν πολλά, ένα, μια ιδέα,
κι απ’ της έμπνευσης όλα ραντισμένα το μύρο.
Ήπειρος
Κάθε φορά που βρέχει ο ουρανός
θυμάμαι τα δρολάπια της Ηπείρου
κι ανάβει μέσα μου βαθύς καημός
και με κυλά στα σύθαμπα του ονείρου.
Και βλέπω μες στα χιόνια κάποιο μ’ όνειρο
σαν τον καρπό απ’ το κλαρί να πέφτει
και φλόγα ολόσβυστη στα στήθια μου
κι όλα παρτά απ’ τον πόλεμο του κλέφτη.
*Πηγή: http://www.peri-grafis.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου