ΠΛΗΣΙΑΣΕ ΤΩΡΑ
Πλησίασε τώρα που τα νερά ανεβαίνουν
Πλησίασε τώρα
Η ομίχλη μας κρύβει απ’ τα περιττά βλέμματα
Κι ο πάγος σκέβρωσε τα τελευταία ίχνη
Των ξένων που πέρασαν
Έτσι κανείς δε θα μας δει
Πρόσωπο με πρόσωπο
Όπως θα με ξεντύνεις
Γυμνόν αλλόφρονα κι ωραίον
Θα μαζέψω όλες τις μέρες
Θα περπατήσω πάλι στα ίδια σπίτια
Θ’ ανασάνω πάλι τη θάλασσα
Και με την τελευταία δύναμη
Θα ξεκρεμάσω απ’ τις μέρες τα σπίτια τη θάλασσα
Όλα μου τα δάκρυα
Όλα μου τα βήματα
Όλες μου τις ανάσες
Θα στα δώσω
Για να υπάρξω
ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ
Κόσμε σβησμένε απάνω μας
Τα βαθιά πατήματα στα πλακάκια μιας άλλης ζωής
Ξυπνούν απ’ τον ίδιον αγέρα
Το ίδιο φύσημα μες απ’ τα δέντρα προς το ακοίμητο δέρμα
Κι αυτό το ποτήρι αυτό το άσπρο μισογεμάτο ποτήρι
Ήταν μισογεμάτο ραγισμένο
Κανείς δεν άλλαξε κανείς δεν ήρθε να τ’ αλλάξει
Να πει τουλάχιστον μην πίνετε
Στέκεται πάντα κάτω απ’ τα μάτια μας
Μες στη ζωή μας στέκεται βουβό μισογεμάτο ραγισμένο
Γερασμένοι ήχοι του τότε σταλάζοντας μέσα μας
Γερασμένε με πράγματα που πονάνε μαζί μας
Κόσμε σβησμένε απάνω μας
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Από ’δω που κάθομαι θα βλέπω τους ανθρώπους
Το φως ακόμη ανάμεσα στα στερνά βήματα του καιρού
Φως τόσο μακρινό για κάποιον
Σα να μην ήρθε ποτέ στα χέρια σου
Στο σβηστό μου παράθυρο
Μας έδεσε το φως μας έδεσε με τόσο σκοτάδι
Θα σηκώνομαι κάποτε θα ξεθάβομαι
Θα σηκώνομαι από ξύλο και ένδυμα
Χέρια και θρύψαλα σμιγμένος θάνατος
Πτώση μέσα στην πτώση ως την τελευταία πτώση
Την τελευταία βαράθρωση
Μαζί με τα λουλούδια που έκλαψαν πάνω στα λείψανά τους
Κι εκείνο το χέρι κίτρινο
Μες στα μαλλιά χωμένο της σελήνης
Πιο φαγωμένο κι απ’ το τίποτα
ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΜΑΤΙΑ
Τίποτα από μάτια
Δεν υπάρχει ούτ’ ένα βλέμμα να μας σηκώσει
Μόνο αυτό το κουρέλι πηγαινοέρχεται
Τσακισμένο απ’ τον αέρα
Δίχως χτες και σήμερα
Μέλλον και αύριο
Στο άδειο μιας σκοτεινής νύχτας
Ανάμεσα σε νεκρά διαστήματα
Και μαρμαρωμένα πουλιά
Πίνοντας όλο και πιο πολύ
Το μοναδικό του ερημικό θάνατο
Σα μια ατέλειωτη βροχή
ΕΖΗΣΑ ΩΡΕΣ ΑΤΕΛΕΙΩΤΕΣ
Αργή μεσάνυχτη φωνή
Κουρασμένο βήμα δίχως επιστροφή
Πίσω από λείψανα ήλιων και φασματικά σκισμένα χρώματα
Με νεκρές δυνατότητες περιστεριών η φυγής
Αργή μεσάνυχτη φωνή που λιγοστεύεις
Κανείς δεν υπάρχει να μιλήσει κανείς ν’ ακούσει
Κι ας αντιλάλησες με τον πιο βαρύ σου θρήνο
Κι ας σκόρπισες τη ματιά σου στη ζωή
Αυτό το πρωτόγονο έστω που ζωή τ’ ονομάζεις
Μέθη στιγμών και νοσταλγία ήχων
Και νύχτα απέραντη νύχτα
Θ’ ακουμπάς στις πιο κλειστές μου γωνίες
Ανεπανόρθωτο όνειρό μου
Θ’ ακουμπάς στον ήχο των πραγμάτων και της μνήμης
Σ’ αυτό το κάποτε πρόσωπο
Θα σε ταξιδεύει η μουσική
Η πικρή μου αντήχηση η άδεια μου θάλασσα
Έζησα ώρες ατέλειωτες
Μέσα στον μαύρο ουρανό που ξεψυχούσε
ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΜΕΡΕΣ (1973)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%83%CE%B5%CF%80%CF%84%CE%AD%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%BC-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BB/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου