Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

Αργύρης Χιόνης - Ποιήματα

Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου -γάτες με πέλματα βελούδινα και ταχύτητα αστραπής- τρίβονται μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια μου. Σκύβω να τις χαϊδέψω· έχουνε κιόλας φύγει.
Κρατήσου μακριά απ’ τους συνανθρώπους σου· μην τους ζυγώνεις.
Μπορεί να σε κολλήσουν επικίνδυνα όνειρα.

Προσέξτε, ποιητές· μην πλανάσθε στον αέρα, μην παριστάνετε τα πετεινά!
Προσγειωθείτε ή, ακόμη καλύτερα, υπογειωθείτε!
Κανείς δεν κυνηγάει τα σκουλήκια.


Από το χώμα ερχόμαστε, στο χώμα επιστρέφουμε.
Στο μεταξύ διάστημα παριστάνουμε τους κηπουρούς.

______________________________________________________________________________
-Τι κάνεις; Πώς τα πας;
-Πώς να τα πάω; Τι να κάνω; Ό,τι μπορώ· πεθαίνω.
-Όλοι το ίδιο κάνουμε. Μόνον αυτό μπορούμε.
-Χάρηκα που σε είδα. Μη χαθούμε..
-Ναι, μη χαθούμε..

Είχε αγωνία· ρώτησε: «Πώς γίνεται άνθρωπος κανείς;».
«Προσφέροντας» του απάντησαν.
Δεν είχε άλλο απ’ το παντελόνι του· το πρόσφερε και έγινε γελοίος.

Σκίτσο ο κόσμος
και ανελέητη ο θάνατος γομολάστιχα.
Ένα ασημένιο κέρμα το φεγγάρι, που κάποτε τινάξαν στο διάστημα οι θεοί, κορώνα γράμματα την τύχη παίζοντας αυτού του κόσμου. Ένα ασημένιο κέρμα που δεν έπεσε ποτέ, αλλα έμεινε εκεί, μετέωρο, στο χάος. Γι’ αυτό και δεν αποφασίστηκε ακόμα η τύχη αυτού του κόσμου· γι’ αυτό κι αδιάκοπα κοιτάμε μ’ αγωνία το φεγγάρι, μην πάει και πέσει απ’ του χαμού μας την πλευρά.

Με ήτα η ζωή τελειώνει.
Με ήττα, επίσης.

______________________________________________________________________________

Εαρινή ισημερία: δώδεκα ώρες μέρα, δώδεκα
ώρες νύχτα και είκοσι τέσσερεις ώρες σκοτάδι
το μέσα μου σκοτάδι εννοώ, αυτό που η φύση 
αγνοεί και θάλλει, φορώντας πάλι το φαντα-
χτερό εμπριμέ φουστάνι της.
Ανάμεσα στις ανθισμένες μαργαρίτες κι ανε-
μώνες, ξεβρακώνομαι και χέζω πάνω στις αν-
θισμένες μαργαρίτες κι ανεμώνες.
Δεν έχω άλλη άμυνα απέναντι σ’ αυτή την
άσπλαχνη ομορφιά.
 
 
______________________________________________________________________________

Είμ’ ένα βιβλίο. Κάποιος με διαβάζει.
Δεν ξέρω τι καταλαβαίνει από μένα,
δεν ξέρω αν μου βρίσκει κάποιο βάθος.
Πάντως δυσκολεύεται στο διάβασμα ή βαριέται’
συχνά με παρατά, τσακίζοντας τα φύλλα μου,
εγκαταλείπει για καιρό και, όταν κάποτε επιστρέφει,
έχει πλέον χάσει τη συνέχεια, έχει ξεχάσει
ο,τι έχει διαβάσει.Έτσι, με ξαναπιάνει απ΄ την αρχή,
για να με παρατήσει πάλι,
υστερ΄από λίγο, κουρασμένος.

Δεν ξέρω αν διαβάζει άλλα βιβλία,
δεν ξέρω καν πως βρέθηκα στα χέρια του,
όμως εδώ είμαι, αυτός είναι η μοίρα μου
και, αν αυτός δεν με διαβάσει,
άλλον αναγνώστη δεν πρόκειται να βρω.

 ______________________________________________________________________________

Η φωνή της, στο τηλέφωνο, ήταν τόσο γλυκιά,
τόσο ζεστή, τόσο φρέσκια, που του ’ρχοταν
να φάει το ακουστικό.

Το ’φαγε κι ήταν γλυκό κι αφράτο σαν τσουρέκι.
Τώρα, η φωνή της ηχεί, μέσα στα σπλάχνα του,
ακόμη πιο γλυκιά, ακόμη πιο ζεστή,
ακόμη πιο φρέσκια. «
Γιατί έκαψες τη στέγη μου;»  ρώτησα τη
φωτιά.
“Για να κοιτάς τον ουρανό ανεμπόδιστα”
μου απάντησε.
Από μιαν άποψη είχε δίκιο, τον έβλεπα
Όντως ανεμπόδιστα, αλλ’ ήταν τόσο άδειος,
Που έφτιαξα καινούρια στέγη αμέσως.

Ειν’ αρκετό το μέσα μου κενό, δεν θέλω κι άλλο
Πάνω απ’ το κεφάλι μου.
 
 
 
______________________________________________________________________________
 

Περιπλανώμενος πλασιέ ανθέων
μες την βαλίτσα μου,
τσαλακωνένα κρίνα
που με κρίνουν.
 
 
______________________________________________________________________________

Παραπατώντας
έφτασε στον θάνατο
τον μέθυσε η ζωή
Εγώ θα φύγω,
αλλά οι ελιές που φύτεψα
εδώ θα μείνουν’

έλαιον προσφέροντας 
και έλεος
σε όσους θα’ ρθουν.
 
 
***
Ό,τι χαλάει, ό,τι σπάει,
περίτρανα τους γέροντες τρομάζει,
με το δικό τους τέλος ομοιάζει,
με το δικό τους τσάκισμα
από του χρόνου τις απρόσεχτες
και βιαστικές κινήσεις
 
______________________________________________________________________________

Κούφια τα λόγια σου
σαν κούφια δόντια˙
βρομάει, φίλε μου,
η ψυχή σου.

Ότι περιγράφω με περιγράφει, 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου