Σαν σήμερα, στις 5 Ιανουαρίου 1932, γεννήθηκε ο μεγάλος Ουμπέρτο Έκο. Λέγεται ότι το επώνυμο Εκο είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων Ex Coelis Oblatus, που σημαίνει «θεϊκό δώρο» και πράγματι ο λόγος αυτού του ανθρώπου αποδείχτηκε τελικά ότι ήταν ένα δώρο για την ανθρωπότητα.
Η ιστορία του Ονόματος του ρόδου περιστρέφεται γύρω από ένα μοναστήρι και τη βιβλιοθήκη του. Ο μοναχός Γουλιέλμος του ΜπάσκερΒιλ, που έχει καταπιαστεί με την επίλυση των εγκλημάτων που πλήττουν το αβαείο, εισβάλλει τη νύχτα στη βιβλιοθήκη: ως εικόνα μεσαιωνικής γνώσης και του κόσμου όπως τον αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι του Μεσαίωνα, η βιβλιοθήκη τού φαίνεται σαν ένας λαβύρινθος από σημεία και σύμβολα που στον άνθρωπο αναλογεί το καθήκον να τα αποκωδικοποιήσει.
Δεύτερη μέρα ΝΥΧΤΑ
Όπου εισέρχονται τελικά στον λαβύρινθο, έχουν παράξενα οράματα και, όπως συμβαίνει στους λαβυρίνθους, χάνονται. Ανεβήκαμε και πάλι στο συγγραφείο, αυτή τη φορά από την ανατολική σκάλα, που οδηγούσε και στον απαγορευμένο όροφο, κρατώντας το φως ψηλά μπροστά μας. Συλλογιζόμουν τα λόγια του Αλινάρδου για τον λαβύρινθο και περίμενα τρομακτικά πράγματα.
Μόλις φτάσαμε στον χώρο, όπου δεν θα έπρεπε να μπούμε, έμεινα έκπληκτος, γιατί βρέθηκα σε μια αίθουσα με επτά πλευρές, όχι πολύ μεγάλη, δίχως παράθυρα, όπου βασίλευε, όπως και σε ολόκληρο τον όροφο, μια έντονη οσμή ακινησίας και μούχλας. Τίποτα τρομακτικό.
Η αίθουσα, είπα, είχε επτά τοίχους, μα μόνο στους τέσσερις υπήρχαν ανοίγματα- ανάμεσα σε δύο παραστάδες του τοίχου υπήρχε ένα άνοιγμα, μία αρκετά πλατιά δίοδος, που στεφανωνόταν από μια κυκλική αψίδα. Κατά μήκος των τυφλών τοίχων στέκονταν τεράστια ερμάρια, γεμάτα από βιβλία τοποθετημένα με τάξη. Τα ερμάρια είχαν αριθμημένες πινακίδες, το ίδιο και κάθε ράφι: ήταν, προφανώς, οι ίδιοι αριθμοί που είχαμε δει στον κατάλογο.
Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα τραπέζι, φορτωμένο κι αυτό με βιβλία. Σε όλους τους τόμους το πέπλο της σκόνης ήταν ελαφρότατο, δείγμα ότι οι τόμοι καθαρίζονταν με μια κάποια συχνότητα. Ακόμη και στο πάτωμα δεν υπήρχε κανενός είδους βρομιά. Πάνω από το τόξο μιας πόρτας υπήρχε ζωγραφισμένο στον τοίχο ένα μεγάλο ειλητάριο που έγραφε τις λέξεις Apocalypsis Iesu Christi. Δεν φαινόταν ξεθωριασμένο, παρόλο που οι χαρακτήρες του ήταν αρχαίοι. Αργότερα προσέξαμε ότι και στα άλλα δωμάτια τα ειλητάρια αυτά ήταν σκαλισμένα στην πέτρα, αρκετά βαθιά, και ύστερα οι κοιλότητες γεμίστηκαν με χρώμα, όπως ακριβώς γίνονται οι τοιχογραφίες των εκκλησιών.
Περάσαμε σε μία από τις διόδους. Βρεθήκαμε σε ένα άλλο δωμάτιο, όπου υπήρχε ένα παράθυρο, που αντί για υαλοπίνακες είχε πλάκες αλάβαστρου, δύο τοίχοι τυφλοί και ένας με δίοδο, όμοια με αυτήν που είχαμε μόλις περάσει, και έβγαζε σε ένα άλλο δωμάτιο, που κι αυτό είχε δύο τοίχους τυφλούς, έναν με παράθυρο, και μία ακόμα πόρτα απέναντι μας. Στα δύο δωμάτια υπήρχαν δύο ειλητάρια, όμοια στη μορφή με το πρώτο που είδαμε, μα με διαφορετικά λόγια. Το πρώτο ειλητάριο έγραφε: Super thronos viginti quator και το δεύτερο: Nomen illi mors. Κατά τα άλλα, αν και τα δύο δωμάτια ήταν μικρότερα από εκείνο απ’ το οποίο μπήκαμε στη βιβλιοθήκη (πράγματι, εκείνο ήταν επτάγωνο, ενώ αυτά τα δύο τετράπλευρα), η επίπλωση ήταν η ίδια.
Μπήκαμε στο τρίτο δωμάτιο. Δεν είχε ούτε βιβλία ούτε ειλητάριο. Κάτω από το παράθυρο ήταν ένας πέτρινος βωμός. Υπήρχαν τρεις πόρτες, μία αυτή που μπήκαμε, μια άλλη που έβγαζε στο επτάγωνο δωμάτιο απ’ όπου είχαμε ήδη περάσει, και μια τρίτη που μας έβγαλε σε ένα ακόμη δωμάτιο, όμοιο με τα προηγούμενα εκτός από το ειλητάριο που έγραφε: Obscuratus est sol et aer. Από εκεί περάσαμε σε ένα άλλο δωμάτιο, που το ειλητάριο του έγραφε: Facta est grando et ignis, δεν υπήρχαν άλλες πόρτες, μετά το δωμάτιο εκείνο δεν μπορούσες να προχωρήσεις κι έπρεπε να γυρίσεις πίσω.
«Ας το σκεφτούμε», είπε ο Γουλιέλμος. «Πέντε δωμάτια τετράγωνα, ή ελαφρώς τραπεζοειδή, με ένα παράθυρο το καθένα, που περιβάλλουν μία επτάγωνη αίθουσα δίχως παράθυρα, στην οποία ανεβαίνει η σκάλα. Μου φαίνεται στοιχειώδες. Βρισκόμαστε στον ανατολικό πύργο, και απέξω κάθε πύργος παρουσιάζει πέντε παράθυρα και πέντε πλευρές. Ο υπολογισμός είναι σωστός. Το άδειο δωμάτιο είναι αυτό ακριβώς που βλέπει στην Ανατολή, έχει τον ίδιο προσανατολισμό με το χοροστάσιο της εκκλησίας, το φως του ήλιου που ανατέλλει φωτίζει τον βωμό, πράγμα σωστό και ευλαβές. Η μόνη έξυπνη ιδέα μού φαίνεται ότι είναι οι αλαβάστρινες πλάκες. Την ημέρα αφήνουν να περνά ένα ωραίο φως, τη νύχτα δεν αφήνουν ούτε τις αχτίδες του φεγγαριού να περάσουν. Δεν είναι και κανένας σπουδαίος λαβύρινθος. Ας δούμε τώρα πού οδηγούν οι άλλες πόρτες της επτάγωνης αίθουσας. Πιστεύω ότι εύκολα θα προσανατολιστούμε».
Ο δάσκαλός μου έκανε λάθος και οι χτίστες της βιβλιοθήκης ήταν πιο άξιοι απ’ όσο νομίζαμε. Δεν ξέρω να εξηγήσω τι συνέβη, μα, μόλις, εγκαταλείψαμε τον πύργο, η διάταξη των δωματίων έγινε περίπλοκη. Άλλα είχαν δύο, άλλα τρεις πόρτες. Όλα είχαν από ένα παράθυρο, ακόμα κι εκείνα όπου μπαίναμε φεύγοντας από ένα δωμάτιο με παράθυρο και νομίζοντας ότι προχωρούμε προς το εσωτερικό του Οικοδομήματος. Όλα είχαν πάντα όμοια ερμάρια και τραπέζια, και οι όμορφα ταξινομημένοι τόμοι έμοιαζαν ίδιοι και σίγουρα δεν μας βοηθούσαν να αναγνωρίσουμε με μια ματιά τον χώρο. Προσπαθήσαμε να βρούμε τον δρόμο μας με τα ειλητάρια.
Κάποια φορά διασχίσαμε ένα δωμάτιο που έγραφε In diebus illis και, αφού περιπλανηθήκαμε αρκετά, νομίσαμε ότι ξαναγυρίσαμε εκεί, θυμηθήκαμε, όμως, ότι η πόρτα απέναντι από το παράθυρο έβγαζε σε ένα δωμάτιο που έγραφε Primogenitus mortuomm , ενώ τώρα βγήκαμε σε ένα άλλο που έγραφε και πάλι Apocalypsis Iesu Christι, χωρίς να είναι η επτάγωνη αίθουσα απ’ όπου ξεκίνησα με. Το γεγονός αυτό μας έπεισε ότι, μερικές φορές, όμοια ειλητάρια επαναλαμβάνονταν σε διαφορετικές αίθουσες. Βρήκαμε δυο δωμάτια με Apocalypsis, το ένα κοντά στο άλλο, και αμέσως μετά ένα άλλο με Cecidit de coelo Stella magna’. Η πηγή των φράσεων στα ειλητάρια ήταν φανερή, ήταν στίχοι από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, όμως δεν ήταν καθόλου σαφές ούτε το γιατί είχαν ζωγραφιστεί στους τοίχους, ούτε το ποια ήταν η λογική που ακολουθούσε η διάταξή τους. Η σύγχυσή μας μεγάλωσε όταν ανακαλύψαμε ότι μερικά ειλητάρια, όχι πολλά, δεν είχαν κόκκινο χρώμα αλλά μαύρο.
Κάποια στιγμή ξαναβρεθήκαμε στην επτάγωνη αίθουσα απ’ όπου ξεκινήσαμε (την αναγνωρίσαμε γιατί από εκεί ξεκινούσε η σκάλα) και αρχίσαμε να πηγαίνουμε προς τα δεξιά, προσπαθώντας να προχωρούμε κατευθείαν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Διασχίσαμε τρία δωμάτια, κι έπειτα βρεθήκαμε μπροστά σε έναν τυφλό τοίχο. Η μοναδική δίοδος έβγαζε σε ένα άλλο δωμάτιο που είχε μόνο μία ακόμα πόρτα, και βγαίνοντας απ’ αυτήν περάσαμε άλλα τέσσερα δωμάτια για να ξαναβρεθούμε και πάλι μπροστά σε έναν τοίχο. Γυρίσαμε στο προηγούμενο δωμάτιο που είχε δύο εξόδους, και πήραμε αυτήν που είχαμε αφήσει, διασχίσαμε ένα άλλο δωμάτιο και ξαναβρεθήκαμε στην επτάγωνη αίθουσα απ’ όπου είχαμε αρχίσει.
«Πώς λεγόταν το τελευταίο δωμάτιο, εκεί όπου γυρίσαμε πίσω;», ρώτησε ο Γουλιέλμος.
Προσπάθησα να θυμηθώ: «Equus albus».
«Ωραία, ας το ξαναβρούμε». Στάθηκε εύκολο. Από εκεί, αν δεν ήθελες να γυρίσεις πίσω, δεν είχες παρά να περάσεις στο δωμάτιο που έγραφε Gratia vobis et pax, και από εκεί μας φάνηκε ότι στα δεξιά υπήρχε ένα πέρασμα που δεν θα μας έφερνε πίσω. Πράγματι, βρήκαμε και πάλι τα In diebus illis και Primogenitus mortuorum (ήταν άραγε τα ίδια δωμάτια που είχαμε δει πριν από λίγο;) και τέλος φτάσαμε σε ένα δωμάτιο που δεν μας φάνηκε να έχουμε ήδη επισκεφθεί: Tertia pars terrae combusta estn. Τη στιγμή όμως εκείνη δεν ξέραμε πια πού βρισκόταν ο ανατολικός πύργος.
Κρατώντας το λυχνάρι μπροστά μου, προχώρησα στα επόμενα δωμάτια. Ένας γίγαντας με απειλητικές διαστάσεις, με κορμί που σάλευε και ταλαντευόταν σαν φάντασμα, ήρθε καταπάνω μου.
«Ένας δαίμονας!» ούρλιαξα, ενώ παραλίγο να μου πέσει το λυχνάρι, και γυρίζοντας απότομα βρήκα καταφύγιο στην αγκαλιά του Γουλιέλμου. Αυτός μου πήρε το λυχνάρι απ’ τα χέρια και, παραμερίζοντάς με, προχώρησε με μια αποφασιστικότητα που θεώρησα μεγαλειώδη. Είδε κι αυτός κάτι γιατί, ξαφνικά, έκανε πίσω. Έπειτα προχώρησε και πάλι μπροστά και ύψωσε το λυχνάρι. Ξέσπασε σε γέλια. «Μεγαλοφυές, πράγματι. Ένας καθρέφτης!»
«Καθρέφτης;»
«Μάλιστα, γενναίε μου πολεμιστή. Πριν από λίγο, στο συγγραφείο, όρμησες με τόσο θάρρος σε έναν αληθινό εχθρό, και τώρα τρομοκρατήθηκες από το είδωλό σου. Ένας καθρέφτης που αντανακλά την εικόνα σου μεγαλωμένη και παραμορφωμένη».
Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στον τοίχο που ήταν απέναντι από την είσοδο του δωματίου. Πάνω σε μια κυματοειδή πλάκα γυαλιού, τώρα που το λυχνάρι τη φώτιζε από πιο κοντά, είδα τα δύο είδωλά μας, αφύσικα παραμορφωμένα, να αλλάζουν σχήμα και ύψος καθώς πλησιάζαμε ή απομακρυνόμασταν.
«Πρέπει να διαβάσεις κάποιες πραγματείες οπτικής», είπε ο Γουλιέλμος, «πράγμα που σίγουρα έκαναν αυτοί που δημιούργησαν τη βιβλιοθήκη. Οι καλύτερες είναι των Αράβων Ο Αλχαζέν έγραψε την πραγματεία De aspectibus, όπου, με ακριβείς γεωμετρικές αποδείξεις, μιλάει για τη δύναμη των κατόπτρων. Ορισμένα κάτοπτρα, ανάλογα με τη δια μόρφωση της επιφάνειας τους, μπορούν να μεγεθύνουν το πιο μικροσκοπικά πράγματα (και τι διαφορετικό είναι οι φακοί μου;), άλλα δίνουν αντίστροφες εικόνες, ή στραβές, ή δείχνουν δύο αντικείμενα εκεί που υπάρχει ένα, και τέσσερα εκεί που υπάρχουν δύο. Άλλα ακόμα, όπως αυτό, κάνουν τους νάνους γίγαντες, ή τους γίγαντες νάνους». «Ιησού Χριστέ!» είπα. «Αυτά είναι, λοιπόν, τα οράματα που λένε ότι είδαν στη βιβλιοθήκη;»
«Ίσως. Μια αληθινά έξυπνη ιδέα». Διάβασε το ειλητάριο του τοίχου, πάνω από τον καθρέφτη: Super thronos viginti quator. «Το έχουμε ξαναβρεί, μα ήταν σε μια αίθουσα δίχως καθρέφτη. Εξάλλου, αυτή δεν έχει παράθυρα, κι ας μην είναι επτάγωνη. Πού βρισκόμαστε;». Κοίταξε γύρω του και πλησίασε το ερμάριο: «Άντσο, χωρίς εκείνα τα ευλογημένα oculi ad legendum δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι γραμμένο σε αυτά τα βιβλία. Διάβασε μου μερικούς τίτλους». Πήρα ένα βιβλίο στην τύχη: «Δάσκαλε, δεν είναι γραμμένο!» «Τι; Αφού βλέπω ότι κάτι γράφει, τι διαβάζεις;»
«Δεν διαβάζω. Δεν είναι γράμματα του αλφαβήτου και δεν είναι ελληνικά- θα τα αναγνώριζα. Μοιάζουν σκουλήκια, φιδάκια, μυγοχέσματα…»
«Α, είναι αραβικά. Υπάρχουν κι άλλα τέτοια;»
«Ναι, μερικά. Να όμως ένα στα λατινικά, δόξα τω θεώ. Αλ… Κουβαρίσμι, Tabulae».
«Οι αστρονομικοί πίνακες του Αλ Κουβαρίσμι, σε μετάφραση του Αδελάρδου της Μπαθ! Σπανιότατο έργο! Συνέχισε». «Ίζα ιμπν Άλη, De oculis, Αλκίνπ, De radiis stellatis». «Κοίτα τώρα στο τραπέζι».
Άνοιξα έναν μεγάλο τόμο που ήταν πάνω στο τραπέζι, ένα De bestiis.’Enjxa σε μια σελίδα με θαυμάσιες μικρογραφίες που παρίσταναν έναν υπέροχο μονόκερω.
«Ωραία δουλειά», σχολίασε ο Γουλιέλμος που κατόρθωνε να διακρίνει καλά τις εικόνες. «Κι εκείνο;»
Διάβασα: «Liber monstrorum de diversis generibus. Κι αυτό έχει ωραίες εικόνες, αλλά μου φαίνονται πιο παλιές».
Ο Γουλιέλμος έσκυψε το πρόσωπο πάνω στο κείμενο. «Φιλοτεχνήθηκε από Ιρλανδούς μοναχούς, τουλάχιστον πριν από πέντε αιώνες. Το βιβλίο του μονόκερω, αντίθετα, είναι πολύ πιο πρόσφατο, μου φαίνεται ότι έχει γίνει με την τεχνοτροπία των Γάλλων». Για μία ακόμη φορά θαύμασα τη μόρφωση του δασκάλου μου. Μπήκαμε στο επόμενο δωμάτιο και διασχίσαμε τα τέσσερα συνεχόμενα δωμάτια, που είχαν όλα παράθυρα και ήταν γεμάτα με τόμους σε άγνωστες γλώσσες, και με κείμενα των απόκρυφων επιστημών, μέχρι που φτάσαμε σε έναν τοίχο που μας ανάγκασε να γυρίσουμε πίσω, γιατί τα πέντε τελευταία δωμάτια επικοινωνούσαν μεταξύ τους χωρίς άλλες πόρτες.
***
Το όνομα του Ρόδου, κεφ. Β’’
Ουμπέρτο Έκο, II nome della rosa, Bompiani, Μιλάνο -1980
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου