Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Χαλίλ Γκιμπράν – Ιστορία ενός φίλου



Σαν σήμερα, 6 Ιανουαρίου του 1883, στο Μπσαρί, της ορεινής περιοχής του Βόρειου Λιβάνουγεννήθηκε ο Λιβανέζος συγγραφέας Χαλίλ Γκιμπράν.
Τον ήξερα σα νέο πού είχε χαθεί στό μονοπάτι τής ζωής, πού τον κέντριζαν οι άγριες παρορμήσεις του καί πού ακολουθούσε τό θάνατο κυνηγώντας τις επιθυμίες του. Τόν ήξερα σάν ένα τρυφερό λουλούδι πού οί άνεμοι τής απερισκεψίας τό είχαν παρασύρει στή θάλασσα τής άσεμνης ηδονής.
Τόν ήξερα από κείνο τό χωριό, σάν ένα κακότροπο αγόρι πού κατέστρεφε μέ τά σκληρά του χέρια τις φωλιές των πουλιών καί σκότωνε τά μικρά πουλιά στις φωλιές τους καί ποδοπατούσε τά όμορφα άνθη τών ευωδιαστών λουλουδιών.
Τόν ήξερα στό σχολείο σάν έναν έφηβο πού άποστρεφόταν τή μάθηση, άλαζονικό, κι εχθρό τής ειρήνης καί τής φιλίας.
Τόν ήξερα στην πόλη σάν ένα νέο πού εμπορευόταν την τιμή τού πατέρα του σ’ άτιμες αγορές, καί ξόδευε τά χρήματα τού πατέρα του σε κακόφημα σπίτια καί παράδινε τό νου του στό χυμό τού σταφυλιού.
‘Ωστόσο, τόν αγαπούσα. Κι ή αγάπη μου γι’ αυτόν ήταν ένα μίγμα λύπης καί συμπάθειας. Τόν αγαπούσα γιατί οί αμαρτίες του δέν είχαν γεννηθεί από κάποιο μικρό μυαλό, αλλά ήταν πιο πολύ καμώματα μιας ψυχής χαμένης καί απελπισμένης.
Τό πνεύμα, αγαπητοί μου, ξεστρατίζει από τό μονοπάτι τής σοφίας απρόθυμα, αλλά ξαναγυρίζει σ’ αυτό πρόθυμα’ όταν οί ανεμοστρόβιλοι τής νιότης σηκώνουν χώμα καί άμμο, τά μάτια τυφλώνονται για κάμποσο καιρό.

’Αγαπούσα αυτόν τό νέο γιατί έβλεπα τό περιστέρι τής συνείδησής του νά παλεύει με τό γεράκι τής κακίας του. Κι έβλεπα ότι τό περιστέρι ύπέκυπτε όχι από δειλία άλλα από τή δύναμη του εχθρού του.
Ή συνείδηση είναι ένας δίκαιος άλλα αδύναμος δικαστής. Ή άδυναμία τού στερεί τή δύναμη νά έκτελέσει τήν κρίση του.
Είπα ότι τον αγαπούσα. Κι ή άγάπη έρχεται μέ διαφορετικές μορφές. Μερικές φορές έρχεται μέ τή σοφία καί τή φρόνηση· άλλες φορές, μέ τή δικαιοσύνη’ καί πολλές φορές μέ τήν ελπίδα. Ή άγάπη μου γι’ αυτόν συντηρούσε τήν ελπίδα μου ότι κάποια μέρα θά έβλεπα τό φως νά θριαμβεύει μέσα του πάνω στο σκοτάδι. ’Αλλά δέν ήξερα πότε καί πού ή διαφθορά του θά μετατρεπόταν σέ αγνότητα, ή κτηνωδία του σέ καλοσύνη, ή παραλυσία του σέ σοφία. Ό άνθρωπος δέν ξέρει μέ ποιο τρόπο ή ψυχή απελευθερώνεται άπό τή σκλαβιά τής ύλης, παρά μόνο όταν άπελευθερωθεί. Ούτε γνωρίζει ο άνθρωπος πώς τά λουλούδια χαμογελούν μόνο όταν έρθει ή αυγή.

ΙI

Οί μέρες περνούσαν, ακολουθώντας τις νύχτες, κι εγώ θυμώμουν τό νέο μέ πόνο κι άναστεναγμό’ επαναλάμβανα τ’ όνομά του μέ στοργή πού έκανε τήν καρδιά μου νά ματώνει. Καί νά, χθες, έλαβα ένα γράμμα άπ’ αυτόν πού έλεγε:
«’Έλα νά μέ δεις, φίλε μου, γιατί θέλω νά σέ γνωρίσω μ’ ένα νέο πού ή καρδιά σου θά χαρεί νά τον συναντήσει, κι ή ψυχή σου θά νιώσει αγαλλίαση».
’Εγώ είπα, «’Αλίμονο μου! Θέλει ίσως νά άνακατέψει τή θλιβερή φιλία του μέ κάποια άλλη παρόμοια; Δέν είναι μόνος του άρκετό παράδειγμα στον κόσμο τής πλάνης καί τής αμαρτίας; Θέλει τώρα νά δυναμώσει τις κακίες του μέ τις κακίες τού συντρόφου του έτσι που έγώ να τις δώ δυο φορές πιο σκοτεινές;»
Ύστερα είπα στον εαυτό μου, «Πρέπει να πάω’  ίσως ή σοφή ψυχή νά μαζέψει καρπούς από τ’ αγκάθια, κι ή γεμάτη άγάπη καρδιά νά βγάλει φως απ’ τό σκοτάδι».
“Οταν βράδυασε, πήγα και τον βρήκα μόνο στο δωμάτιό του νά διαβάζει ένα βιβλίο μέ στίχους. «Που είναι ο καινούργιος φίλος σου;» είπα, κι εκείνος απάντησε, «Έγώ είμαι, φίλε μου». Καί φανέρωνε μιά ηρεμία πού ποτέ πρίν δέν είχα δει σ’ αυτόν. Στά μάτια του μπόρεσα τώρα νά δώ ένα παράξενο φως πού φώτιζε τήν καρδιά του. Αυτά τά μάτια όπου είχα δει πρίν τή σκληρότητα, φεγγοβολούσαν τώρα μέ τό φως τής καλοσύνης. Ύστερα, μέ μιά φωνή πού νόμισα ότι ερχόταν από κάποιον άλλο, εκείνος είπε, «Ό νέος πού γνώρισες στά παιδικά σου χρόνια καί πού μαζί του πήγαινες στο σχολείο, έχει πεθάνει πιά. Μέ τό θάνατο εκείνου, γεννήθηκα έγώ. Έγώ είμαι ό καινούργιος σου φίλος’ πάρε τό χέρι μου».
Καθώς έσφιγγα τό χέρι του ένιωσα τήν ύπαρξη ενός ευγενικού πνεύματος πού κυκλοφορούσε μέσα στο είναι του. Τό σιδερένιο πρίν χέρι του είχε γίνει απαλό κι ευγενικό. Τά δάχτυλά του πού χθές ξέσκιζαν σάν τά νύχια τής τίγρης, σήμερα χάϊδευαν τήν καρδιά.
Τότε, μίλησα πάλι. «Ποιος είσαι σύ, καί τί έγινε; Πώς έγινες αυτός ό καινούργιος άνθρωπος; Μήπως τό άγιο πνεύμα μπήκε στήν καρδιά σου καί αγίασε τήν ψυχή σου; ’Ή μήπως παίζεις κάποιο ρόλο, εφεύρημα κάποιου ποιητή;
Κι εκείνος είπε, «’Ά, φίλε μου, τό πνεύμα κατέβηκε σέ μένα καί μ’ ευλόγησε. Μιά μεγάλη άγάπη έκανε τήν καρδιά μου αγνό, ιερό βωμό. Είναι μιά γυναίκα, φίλε μου ή γυναίκα πού ώς χθές έγώ νόμιζα παιχνίδι ατά χέρια τού άντρα — πού μ’ απελευθέρωσε άπ’ τό σκοτάδι τής κόλασης κι άνοιξε μπροστά μου τις πύλες τού παραδείσου όπου καί μπήκα. Μιά άληθινή γυναίκα μέ πήρε στον ’Ιορδάνη ποταμό τής άγάπης της καί, μέ βάφτισε. Ή γυναίκα πού την αδερφή της περιφρονούσα από την άγνοιά μου μέ άνύψωσε στο θρόνο τής δόξας. Ή γυναίκα πού τή συντροφιά της μόλυνα μέ την κακία μου, εξάγνισε την καρδιά μου μέ την αγάπη της. Ή γυναίκα πού τις αδερφές της αγόραζα σά σκλάβες μέ τό χρυσάφι τού πατέρα μου, μ’ ελευθέρωσε μέ την ομορφιά της. Ή γυναίκα πού οδήγησε τον Άδάμ έξω από τον παράδεισο μέ τή δύναμη τής θέλησής της, μέ ξανάμπασε στον παράδεισο μέ την τρυφερότητά της καί τήν ύπακοή μου».

***

από το βιβλίο Χαλίλ Γκιμπράν – Σκέψεις και διαλογισμοί
Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου