Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Μάτση Χατζηλαζάρου- ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Ἀκούστε πῶς άνασαλεύει ὁ ἔρωτας
τώρα ποὺ εἶναι παραπανήσιος
κι ἄς ἀραδιάζω ἐδῶ μονάχα λέξεις
γιὰ μένα ἔχει άκόμα σάρκα
ὀστὰ καὶ ἐπιδερμίδα
πῶς γίνεται τῆς γαρδένιας τὸ πέταλο
ὄταν μὲς στὰ χέρια μας κακοπάθει
ἔτσι δείχνουν κι οἱ πληγὲς τοῦ ἔρωτα

γράφω μ' ἕνα κόμπο στὸ λαιμὸ
μὲ τὴ δύσπνοια τῆς θέρμης
γιὰ τὸν ἀκρωτηριασμὸ πού 'ναι
ἡ στέρηση τοῦ συντρόφου
τὸ μνημονικὸ ἔχω μόνο γιὰ δροσιὰ
ἕνα ἕνα ἀκουμπάει χάδια τῆς νιότης
πάνω στὰ βλέφαρά μου
σπίτι ὁλάκερο ὁ ἔρως μὲ διαδρόμους
μὲ δωμάτια γιομάτα καθρέφτες ποὺ στέλνουν
ό ἕνας στὸν ἄλλον
μυστικές μορφές τρυφερότητας
τὰ φῶτα πάντα ἀρκετὰ λαμπερὰ

παντοῦ γραπώνεται ὁ ἔρωτας κισσὸς
περιζώνει καὶ σκεπάζει τὸ ὅποιο σῶμα
τὶ παράξενο τὸ θρόισμα τῆς φυλλωσιᾶς
ὅλο πράσινη καὶ τόσο πυκνή
εἰδῶν εἰδῶν τὰ καμώματά της

ἔρως ζῶο άγέρωχο καὶ ἠχηρὸ
τόσο ὥστε δὲν ξεχωρίζει τὸ χτύπημα
ποὺ καταφέρει ἀπό κεῖνο ποὺ δέχεται
λέω ἔρως ζῶο       ὅμως ἀκούω μιὰν ἠχὼ
σὰν ἄσμα λατρείας

τοῦ ἔρωτα ὁ οἶστρος
ὁ ἔρωτας τοῦ ἔρωτα
μὲ ἰδιοτροπίες μύριες φέγγει
τὸ γαλάζιο τοῦτο ἀστέρι
σὰν τὸν ἔρωτα ποὺ γυαλοκοποῦσε
γιὰ μένα         ἀλίμονό μου ἀλίμονο
ἔδυσε μέσα στὴν ἀμαξοστοιχία

σὲ ὄνειρο πρωινὸ εἶδα
νὰ ξεκινάει πάνω άπ' τὸ κρεββάτι μου
τὸ κάγκελο μιᾶς σκάλας εξωτερικῆς
ἔρωτα περίσσιε πῶς ταμπουρώθηκες ἄραγε
ἀνάμεσα άπὸ τὰ σκαλιὰ ἐκεῖνα μὲ
γκαζοντενεκέδες ὅλο άγαπητὰ λουλούδια
γιασεμιὰ τριαντάφυλλα βασιλικοὺς
εἶχε μολόχες πάπυρους καὶ ἥλιους
φυσούσε ἀέρας ἐλαφρὺς ποὺ ἔφερνε
πανέμορφες χρυσαφιὲς πεταλοῦδες
κείνες τετερίζανε μελαγχολικὰ φαρμακωμένα
ἔπειτα ἦρθε ἕνας σκατζόχοιρος
ὅμως ἔγινε μπάλα ἀγκαθωτή
καὶ πῶς νὰ τὸν παίξεις

στὸ Λιόπεσι ὅταν πίναμε καφὲ
φάνηκαν λίγα σύννεφα
ἔτσι ποὺ καβάλησαν τὸν Ὑμηττὸ
μετὰ ἀπλωθήκανε καὶ άπαλὰ
σκεπάσανε τὸ βαθιὰ λαξεμένο διάσελο
ἔρωτα ἄς κρατούσες τὸ καυτό μου χέρι

νὰ πῶ γιὰ κάτι κρυψῶνες
τοῦ ἔρωτα τὶς ὧρες ποὺ ὁ ἕνας
ἀλήθεια εἶχε τὴν πείνα τοῦ ἄλλου
καὶ κατεβαίναμε στὸ ρέμα
μὲ τὶς μυρωδάτες λυγαριὲς
ναὶ τότε ἀγαπιόμαστε κατάχαμα
κι ἄς εἴτανε παντοῦ χαρτιὰ
βρώμικα ξεκοιλιασμένα στρώματα
σκουριασμένοι σομιέδες τουμπανιασμένοι
λάστιχα μὲ βαθιὲς μαχαιριὲς
ὁ ἔρωτας τὰ δικά του μονάχα ἤξερε

εἶναι οἱ μεγάλες ταπεινοφροσύνες
τῆς πολιορκίας τεχνάσματα
καλαθοῦνες γιομάτες κουρελαρία
ἔχουν φορεθεῖ γιὰ νὰ νοιώσει ὁ ἔρως
ὁ ἄπληστος ὅτι ἐκεῖνος μονάχα
ἐμφανίζεται ἔξοχα στολισμένος
ἴσως νὰ τυλίξει τὴ μέση του
μὲ τῆς τίγρης τὴν κατάμαυρη γούνα
γιὰ νὰ σταθεῖ ὁλόρθος
ξεδιπλώνεται μὲ κινήσεις αἰλουροειδεῖς
πανδαμάτωρ εἶναι ὁ ἔρως

ξεπρόβαλε τοῦ ἔρωτα ποίημα
ἕνα ἠλιβασίλεμα
ζῶνες θάλασσας καὶ νησιὰ
σύννεφα πορτοκαλιὰ
μὲ ἐκθαμβωτικὲς φόδρες ἀργυρὲς
διαβατικὸς ὁ ἥλιος ἀλλὰ καθόλου ἀμέτοχος
χάθηκε ἔτσι ὅπως σβήνει
ὁ ἔρωτας μέσα στὴν ἔκστασή του

ἤρεμο ἀπόγευμα τὸ φῶς ἀττικὸ
πουρνάρια πράσινα καὶ ἄλλοι θάμνοι
κοκκινωποὶ ἢ βαθιὰ κίτρινοι
ἐλαιόδεντρα ὅλο χαμάδια καὶ
ξερὲς πευκοβελόνες κεῖνες ποὺ ἀγκυλώνουνε
ὅταν ξεριζώνεις τὰ κυκλάμινα

λίγο πιὸ πέρα πάνω στὸ δεντρολίβανο
τὸ ἀλογάκι τῆς Παναγιᾶς
μιὰ τρίγωνη κεφαλὴ ὅλο φιλαρέσκεια
τὰ χέρια σεμνὰ διπλωμένα
περιμένοντας έκεῖ δὰ ὑπομονετικὰ
τὸ άρσενικό της           τὴ λεία της
τὸ γεῦμα της
εἶδες καμιὰ φορὰ τερτίπια ποὺ 'χει ἡ συνουσία
λίγο κωμικοτραγικά πολὺ σαρκαστικά


Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985, Ίκαρος, Αθήνα, 1989.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου