Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Δ’ ΑΡΚΟΖΙ
Στον Νίκο Εγγονόπουλο
Ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι που πέθανε
–«εν ζωή»-και αναστήθηκε μόλις νυχτώνει
κάθε βράδυ σφάζει τα κοπάδια του –γίδια βόδια και
πρόβατα πολλά –πνίγει όλα τα πουλιά του αδειάζει
τα ποτάμια του και πάνω στον κατάμαυρο σταυρό
που ‘χει στημένο καταμεσίς στο δωμάτιό του
σταυρώνει την αγαπημένη του. Ύστερα κάθεται μπρος
στ’ ανοιχτό παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του
φτωχός και δακρυσμένος και σκέφτεται να ‘χε
κι αυτός κοπάδια βόδια γίδια και πρόβατα πολλά
να ‘χε ποτάμια με γρήγορα ολοκάθαρα νερά
να θαύμαζε κι αυτός το φτερούγισμα των πουλιών
να χαίρονταν κι αυτός τη ζεστή ανάσα της γυναίκας
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Νύχτα ήταν
και λαλούσαν τα κοκόρια
καρφωμένα γύρω –γύρω
σ’ ένα φεγγάρι
από μπαμπάκι
φωσφορικό
Όλοι προσμέναν το θαύμα
γιατί κάποιο θαύμα
θα γινόταν απόψε
στην καρδιά του βιολιού
Όμως κι οι τρεις κοπέλες
ήρθαν μαυροντυμένες
κρατώντας την άδεια
μαύρη θήκη του βιολιού
Κλαίγαν και λέγαν
πως κανένα θαύμα
τώρα πια δε γίνεται
στον ουρανό
Η ΜΑΧΗ
Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σου
στα μπαλκόνια βοηθούσες τους αρρώστους
να κατεβαίνουν
με τα μεγάλα μάτια τα λιγνά τους πόδια τα λουλούδια τους
ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα
ό λ ο ι π υ ρ ο β ο λ ο ύ σ α ν
Άπλωνες όλο άπλωνες το βήμα σου
όπου ψηλά βουνά κι όπου μεγάλοι δρόμοι
μεγάλοι δρόμοι με φωτιές και με περίστροφα
μ’ έναν φτωχό που μοίραζε βίους αγίων
με μια τσιγγάνα που ΄θελε παράφορα ένα αυγό
να κάνει μέσα του την πλάση να στενάξει
Άπλωνες όλο άπλωνες το βήμα σου
και μέσα στη βροχή στεκόταν Προσοχή
ο κρεμασμένος
με τα χρυσά σειρήτια το βιολί και το μαντίλι του
με δέκα σύννεφα από λάσπη μέσα στην καρδιά του
κι από τη λάσπη παίρναν τα μικρά παιδιά
και χτίζαν δέκα πολιτείες ονείρου
Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σου
κι οι άρρωστοι τώρα είχαν χαθεί κάτω στους δρόμους
με τα μεγάλα μάτια τα λιγνά τους πόδια τα τραγούδια τους
ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα
ό λ ο ι π υ ρ ο β ο λ ο ύ σ α ν
(Παραλογαίς)
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Μια μέρα θα ξυπνήσω
άστρο
όπως το ΄λεγες
θα πλύνω από τα χέρια μου
το αίμα
και θα πετάξω τα καρφιά
από το στήθος μου
δε θα φοβάμαι πια τον κεραυνό
δε θα φοβάμαι το σφαγμένο
πετεινό
μια μέρα θα ξυπνήσω
άστρο
όπως το ΄λεγες
τότε
θα είσαι ένα πουλί
ίσως να είσαι έ ν α π α γ ώ ν ι
εγώ
θα έχω αθωωθεί
(Με το πρόσωπο στον τοίχο)
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Στον Θάνο Κωνσταντινίδη
Σταθείτε! Φώναξε ο φωτογράφος
όμως το πλοίο είχε πια τώρα ξεκινήσει
ένα μεγάλο άσπρο πλοίο γεμάτο άρρωστα πουλιά
κι ο πτηνοτρόφος σε μια ταράτσα με κιάλι τα κοιτούσε
να φεύγουνε μαζί με τα μεγάλα σύννεφα που φεύγανε κι αυτά
Αν μπαίναμε στο αντικρινό ξενοδοχείο θα μας ΄βλέπαν
Θα λέγαν: Μπήκαν στο ξενοδοχείο «Η Ελπίς»
«Φεύγετε για ταξίδι;» ρώτησε ο συνταγματάρχης
«Όχι» απάντησα «Είμαι γιατρός
μόλις εξέτασα τ’ άρρωστα αυτά πουλιά που φύγαν
να, ένα που μου ξέφυγε κιόλας!»
Είχε περάσει στο απέναντι μαγαζί
«Είναι τα τελευταία πράγματα που ψωνίζω
μ’ ελληνικά χρήματα» είπε το άρρωστο πουλί
Έπειτα άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στον ουρανό
(Όταν σας μιλώ)
ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ
Ματωμένο μοσχάρι
φράζει
τον ουρανό
συνήθισαν
δεν τους πειράζει
καλό κερί
και φτηνό χαμομήλι
μόνο ζητούν
συνήθισαν
τα σιδερένια λουλούδια
να φέγγουν στον ύπνο τους
τις σιδερένιες μύγες
να βουίζουν
να πρήζουν τα μάτια τους
συνήθισαν
μονάχα ζητούν
καλό κερί
και φτηνό χαμομήλι
και ματωμένο μοσχάρι
να φράζει
τον ουρανό
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ
Χρόνια
ο ουρανός
ήτανε ένα δύσκολο χαρτί
κρυμμένο
μες στην τσέπη μου
και μες στον κήπο μου φύτρωνε όλη τη μέρα
αίμα
γιατί βροχή
πέφταν οι πέτρες απ’ τον άλλο ουρανό
τσακίζοντας
κρέατα
και κόκαλα
Έτσι
σαν ήρθε η Ανάσταση
ντυμένος μαύρα
μ’ ένα κόκκινο κερί
βγήκα
τρελός
στους δρόμους
ήμουνα ένα κίτρινο
πουλί
σαν κι αυτά που ζωγράφιζε
ο Modigliani
ποτέ μου
ποτέ μου
δεν είχα γεννηθεί
(Ο περίπατος)
Αναδημοσίευση από: https://elenapoly.blogspot.com/2019/03/7.html
Στον Νίκο Εγγονόπουλο
Ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι που πέθανε
–«εν ζωή»-και αναστήθηκε μόλις νυχτώνει
κάθε βράδυ σφάζει τα κοπάδια του –γίδια βόδια και
πρόβατα πολλά –πνίγει όλα τα πουλιά του αδειάζει
τα ποτάμια του και πάνω στον κατάμαυρο σταυρό
που ‘χει στημένο καταμεσίς στο δωμάτιό του
σταυρώνει την αγαπημένη του. Ύστερα κάθεται μπρος
στ’ ανοιχτό παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του
φτωχός και δακρυσμένος και σκέφτεται να ‘χε
κι αυτός κοπάδια βόδια γίδια και πρόβατα πολλά
να ‘χε ποτάμια με γρήγορα ολοκάθαρα νερά
να θαύμαζε κι αυτός το φτερούγισμα των πουλιών
να χαίρονταν κι αυτός τη ζεστή ανάσα της γυναίκας
ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Νύχτα ήταν
και λαλούσαν τα κοκόρια
καρφωμένα γύρω –γύρω
σ’ ένα φεγγάρι
από μπαμπάκι
φωσφορικό
Όλοι προσμέναν το θαύμα
γιατί κάποιο θαύμα
θα γινόταν απόψε
στην καρδιά του βιολιού
Όμως κι οι τρεις κοπέλες
ήρθαν μαυροντυμένες
κρατώντας την άδεια
μαύρη θήκη του βιολιού
Κλαίγαν και λέγαν
πως κανένα θαύμα
τώρα πια δε γίνεται
στον ουρανό
Η ΜΑΧΗ
Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σου
στα μπαλκόνια βοηθούσες τους αρρώστους
να κατεβαίνουν
με τα μεγάλα μάτια τα λιγνά τους πόδια τα λουλούδια τους
ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα
ό λ ο ι π υ ρ ο β ο λ ο ύ σ α ν
Άπλωνες όλο άπλωνες το βήμα σου
όπου ψηλά βουνά κι όπου μεγάλοι δρόμοι
μεγάλοι δρόμοι με φωτιές και με περίστροφα
μ’ έναν φτωχό που μοίραζε βίους αγίων
με μια τσιγγάνα που ΄θελε παράφορα ένα αυγό
να κάνει μέσα του την πλάση να στενάξει
Άπλωνες όλο άπλωνες το βήμα σου
και μέσα στη βροχή στεκόταν Προσοχή
ο κρεμασμένος
με τα χρυσά σειρήτια το βιολί και το μαντίλι του
με δέκα σύννεφα από λάσπη μέσα στην καρδιά του
κι από τη λάσπη παίρναν τα μικρά παιδιά
και χτίζαν δέκα πολιτείες ονείρου
Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σου
κι οι άρρωστοι τώρα είχαν χαθεί κάτω στους δρόμους
με τα μεγάλα μάτια τα λιγνά τους πόδια τα τραγούδια τους
ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα
ό λ ο ι π υ ρ ο β ο λ ο ύ σ α ν
(Παραλογαίς)
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Μια μέρα θα ξυπνήσω
άστρο
όπως το ΄λεγες
θα πλύνω από τα χέρια μου
το αίμα
και θα πετάξω τα καρφιά
από το στήθος μου
δε θα φοβάμαι πια τον κεραυνό
δε θα φοβάμαι το σφαγμένο
πετεινό
μια μέρα θα ξυπνήσω
άστρο
όπως το ΄λεγες
τότε
θα είσαι ένα πουλί
ίσως να είσαι έ ν α π α γ ώ ν ι
εγώ
θα έχω αθωωθεί
(Με το πρόσωπο στον τοίχο)
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Στον Θάνο Κωνσταντινίδη
Σταθείτε! Φώναξε ο φωτογράφος
όμως το πλοίο είχε πια τώρα ξεκινήσει
ένα μεγάλο άσπρο πλοίο γεμάτο άρρωστα πουλιά
κι ο πτηνοτρόφος σε μια ταράτσα με κιάλι τα κοιτούσε
να φεύγουνε μαζί με τα μεγάλα σύννεφα που φεύγανε κι αυτά
Αν μπαίναμε στο αντικρινό ξενοδοχείο θα μας ΄βλέπαν
Θα λέγαν: Μπήκαν στο ξενοδοχείο «Η Ελπίς»
«Φεύγετε για ταξίδι;» ρώτησε ο συνταγματάρχης
«Όχι» απάντησα «Είμαι γιατρός
μόλις εξέτασα τ’ άρρωστα αυτά πουλιά που φύγαν
να, ένα που μου ξέφυγε κιόλας!»
Είχε περάσει στο απέναντι μαγαζί
«Είναι τα τελευταία πράγματα που ψωνίζω
μ’ ελληνικά χρήματα» είπε το άρρωστο πουλί
Έπειτα άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στον ουρανό
(Όταν σας μιλώ)
ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ
Ματωμένο μοσχάρι
φράζει
τον ουρανό
συνήθισαν
δεν τους πειράζει
καλό κερί
και φτηνό χαμομήλι
μόνο ζητούν
συνήθισαν
τα σιδερένια λουλούδια
να φέγγουν στον ύπνο τους
τις σιδερένιες μύγες
να βουίζουν
να πρήζουν τα μάτια τους
συνήθισαν
μονάχα ζητούν
καλό κερί
και φτηνό χαμομήλι
και ματωμένο μοσχάρι
να φράζει
τον ουρανό
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ
Χρόνια
ο ουρανός
ήτανε ένα δύσκολο χαρτί
κρυμμένο
μες στην τσέπη μου
και μες στον κήπο μου φύτρωνε όλη τη μέρα
αίμα
γιατί βροχή
πέφταν οι πέτρες απ’ τον άλλο ουρανό
τσακίζοντας
κρέατα
και κόκαλα
Έτσι
σαν ήρθε η Ανάσταση
ντυμένος μαύρα
μ’ ένα κόκκινο κερί
βγήκα
τρελός
στους δρόμους
ήμουνα ένα κίτρινο
πουλί
σαν κι αυτά που ζωγράφιζε
ο Modigliani
ποτέ μου
ποτέ μου
δεν είχα γεννηθεί
(Ο περίπατος)
Αναδημοσίευση από: https://elenapoly.blogspot.com/2019/03/7.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου