α' - ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕ
Τον εραστή των φαντασμάτων, των ταξιδευτών,
κι όσων εφύγαν πάρωρα, αυτόν καλούσε,
μες στο σκοτάδι που διαβαίνει μοναχός, στις ερη-
μιές που διάβαινε ωραίος, απ' τον καιρό λιωμένος,
σέρνοντας τη λύπη του, χλομό κοράσι.
Και σιγανά τού κρένει, και δεν άκουγε, πού περπα-
τείς, ψιθύριζε, και δεν τον φτάνει, στις ρεματιές
δροσίζεται, στο αγκαθινό, σε κλίνη ανεσκαμμένη
απ' άκρη σ' άκρη, και στα λινά μιας παραδείσου,
του ψιθύριζε, ήσουν καλός, και δεν ακούς, και μη
λυπάσαι, όνειρο ήταν και περνά, μη σκιάζεσαι,
εκεί που νυχτοπερπατείς σε ξένους ύπνους.
(το ποίημα της εναρκτήριας ενότητας της συλλογής)
β' - Α, ΤΙ ΝΥΚΤΑ ΗΤΑΝ ΕΚΕΙΝΗ...
Και, λέει, μόνο να πεθάνω ήθελα, και πως γυρίσαν
όλα κι ανατρέχουν, κύκλο τον κύκλο τ' αφρισμένα
στο νερό, κύκλο τον κύκλο οι ζωές των ξένων, με
ηλικίες αλλόκοτες ξανάβρισκαν-
στο άγριο των οραμάτων ο βυθός, και στον ασάλευ-
το αέρα που άδειαζε, ω της ερήμου αρμάδες, ω
φτερά, κι ο θρήνος τα λιωμένα γλείφοντας.
Οι πόλεις, ράκη αστροφεγγιάς, πνέουν, το κόκκινο
λειρί τους στην αντάρα, ζωές των ξένων, η ώρα
μία της νυκτός προφτάνοντας με το συρμό των καταιγίδων-
κι εγώ που μόνο ήθελα, εγώ
~
Θα 'ρθουνε χρόνοι κοπετών, μαγείας, ξανά η άπι-
στη σε φονική αγκαλιά, κι η βλάστηση, ξανά,
διαβρώνοντας τις χαμηλές ρωγμές των τοιχών, τα
φορέματα, όπλα που επήραν τις ζωές ανδρείων,
κι απ' τα ονόματα των άστρων που έφεγγαν, μήτε
η λέξη εωσφόρος, μήτε αλί-
Και θα σωπαίνεις πιο καλά, για να μ' ακούς, φωνή
αγνώστου μέσα στο σκοτάδι, το αχ του τιμωρού που
ρίχνει τ' άρματα, το πότε πια,
το πείσμα του αγγελιαφόρου, που αναπλέοντας με
κίνδυνο σε κοίλους χώρους, το στόμα του εσφράγι-
σε και περιμένει.
δ' - ΑΛΛΟΣ ΥΠΝΟΣ ΔΕΝ ΕΓΙΝΗ
Αγαπημένος ο ύπνος, κι όσα παίρνει, χωρίς πλη-
γή, πικρό σημάδι, βία, σκεπάζοντας τα ίχνη, τις
φωνές, αίμα νυχτερινό, σκοτάδι που άπλωνε.
Κατακλυσμός μιας άνοιξης δαιμονικής, σαν κατα-
δίωξη που τελειώνει σε ποτάμιες όχθες, γλυκό
λαχάνιασμα, σιωπή, ο παφλασμός,
κι αγαπημένα πλέκει, αγαπημένος, με το σφιχτό
νερό του από παντού,
σαν τόπος χλοερός σκιάζοντας.
~
Γιατί σιγούν, κι ούτε τους όρκους πια, ούτε και την
παραμυθία που συνήθιζαν, απ' τους χαμούς γυρνών-
τας, τους μεγάλους ύπνους,
κι απ' όλα τα κρυφά, κι όσα βαραίνουν, θυμός, θυ-
μός, ανήμερη στοργή, ξανά του αίματος αρρώστια
μελανή, σαν το αλάτι που κατέτρωγε άλλοτε-
-αυτή η σιγή, ζώο νεκρό ημέρες τρεις, κι η τρέλα
δίχως, τυμπανιαία,
θα εκραγεί
στ' - ΔΕ ΛΕΙΠΕΙ ΤΩΡΑ, ΠΑΡΕΞ ΝΑ ΧΑΛΑΣΕΙ...
Να μη λύνονται ούτε να τελειώνουν ποτέ οι κρυ-
φές διηγήσεις, να γυρίζουν τα πρόσωπα καθαρμέ-
να απ' τη μνήμη, και το αίσθημα πάντα να κρατεί
τα ιστία, όπως πλόες που ήταν να γίνουν, και ενάν-
τια βουλή τους ματαίωσε, ή τα ιστία ανύπαρκτα,
πιθανόν και τα σκάφη.
Και οι ήρωες τότε, ολάρμενοι, στα ψηλά των βου-
νών θ' ανατέλλουν, απολώντας το έρμα σε κού-
φιους κρατήρες, αστροπλόοι, δεσμώτες βαριάς νη-
νεμίας, και ξανά αυτοδύτες που φέγγουν,
μελετώντας την πτώση, τ' ακριβά της πετρώματα.
~
Ας γίνει να 'ρθουν, απ' τα βάθη όπου λιμνάζουν να
'ρχονται, ανάθεμα, βαριά κατάρα κι ευλογία
μόνο να 'ρθουν,
το φονικό τους άγγιγμα, το στόμα, μώλωπες ικε-
σίας σκοτεινής, τα σε χρειάζομαι και να προλάβω,
να προλάβω- Να 'ρθουν, κι ο μαύρος έρωτας
τους,
όρυγμα τελειωμένο που απειλεί, ο μαύρος λάκκος
που άνοιξε και κλει
δαιμονισμένη νοσταλγία.
Μ΄ ένα στεφάνι φως, Κέρδος 1989
Πηγή: http://poihtikostayrodromi.blogspot.com/2020/03/blog-post_24.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου