ΟΙ ΑΠΟΝΤΕΣ
Κι όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν οι απόντες,
στη θέση τους ακινητούν μαύρα φεγγάρια,
ανοίγω τον τηλεφωνικό κατάλογο,τ'όνομά τους
βρίσκεται ακόμη εκεί,καμαρώνουν
ψάχνω παλιές ατζέντες,οι σημειώσεις τους με ξαφνιάζουν,
"Πέμπτη,ραντεβού με οδοντογιατρό", άρα υπήρξαν,
με το ίδιο ξάφνιασμα θα διαβάζουν αύριο-μεθαύριο
και τα δικά μου χειρόγραφα.Δεν αναφέρομαι στα τυπωμένα,
εκείνα τα δέχεσαι χωρίς οδυνηρήν απορία.
Μοιάζει μια αγκύλη,μια ιδιορρυθμία στην αράδα
να τους ξαναφέρνει κοντά μου,το"Σκορδάς,αντζούγες 0,50"
σ'ένα μπακαλοδέφτερο του πατέρα,με κάνει ν'ακούω τον τριγμό
του ξύλινου ποδιού του,η μάνα κρατούσε ημερολόγιο μιαν εποχή,
έρχεται και το διαβάζουμε μαζί, η Μαρία σκορπίζεται
σε σημειώσεις για ψώνια,σ'αριθμούς τηλεφώνων,σε λόγια γνωστών,
στα τραγούδια που ακούγαμε.
ΟΥΤΕ ΚΟΡΝΙΖΑ
Κάποτε, τα πρόσωπα μιας ασπρόμαυρης φωτογραφίας,
θ'αρχίζουν να κραυγάζουν,γιατί μας ξέχασε
ο χρόνος,
στηθήκαμε εδώ, σκούροι κάτω απ'το διαυγές φως,
επειδή μας υποσχέθηκαν αιωνιότητα, στηθήκαμε
όπως οι πελαργοί,
περιμένοντας ένα τοίχο,μια διήγηση προπάτορα,
"αυτός έφυγε από κακουχίες το 1897" ή κάτι παρόμοιο
μείναμε,δεκαετίες,διψασμένοι, νηστικοί,
ένα τοίχο ζητούσαμε και
τον επισκέπτη,
"καρυδάκι,ευχαριστώ δεν είμαι φίλος,ποιος
κρέμεται απέναντι,εκεί,πάνω απ'το παράθυρο;",
δεν αποκτήσαμε
παρά αυτό το μυγοδιάστικτο πλαίσιο κι ένα σκοτεινό κουτί,
από σοκολατάκια του '36,ούτε καν κορνίζα και μεγέθυνση.
ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Πέρασαν τόσες νύχτες απ'τα ποιήματά μου.
Στην αρχή, τις καλοδεχόμουν,σαν τη σιγανή βροχή
που ποτίζει τα όνειρα των δέντρων.
Τους μιλούσα τρυφερά σα να'ταν παιδιά ή λουλούδια
Ύστερα πύκνωσαν
τόσο πολύ, που κόβονταν με το μαχαίρι,
οιμωγές άκουες
και φθαρμένες νότες γραμμοφώνων,στο τέλος τα πάντα
κατέληξαν ζόφος, μ'όλα τα συμπαρομαρτούντα,
με τη σιωπή, το άναστρο, το αξημέρωτο.
Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό.
Κάποιες στιγμές,
στο κάτω-κάτω,είναι και η αιωνιότητα.
ΣΤΟ ΣΙΔΕΡΟ
Kι ύστερα χάθηκε η αυλή των Ψυγείων "Μουστακαλή",
τα φορτηγά με τις μανούβρες τους,οι εργάτες που φώναζαν
"έλα" και "πίσω" και "σιγά-σιγά",
εξαϋλώθηκαν,
το οικόπεδο
έγινε πολυκατάστημα,
με σιωπηλές εργάτριες και ταμίες,
κι έμεινα μόνος, στο κομμάτι του μαντρότοιχου
που δεν
γκρεμίστηκε,
έμεινα να πατώ στο σίδερο για να φτάνω
και ν' ακουμπώ στο μάγουλο την παλάμη,
για να σας διηγούμαι
τις ιστορίες ενός κόσμου που περνάει από μπροστά μου
(κάθε άνθρωπος ξετυλίγει μια γάζα,σα μπαλάντα,πίσω του,
όπου χωρούν τα παρελθόντα και τα μέλλοντα)
και να σας
τα αφηγούμαι,όπως οι γιαγιάδες πλέκοντας κοπανέλι,
μας έφεγγαν το δάσος με τα παραμύθια τους.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΛΑΙΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ
Θα'θελα να μουν ένα ταπεινό "μη με λησμόνει"
ανάμεσα στα γυμνά δάχτυλα αγαπημένης,
ένας λαϊκός χορός του Μπραμς,
που κυματίζει σε κρύα ευδία,
θα'θελα
ν'ασχοληθώ με την αρχιτεκτονική του ουράνιου τόξου,
ιδιαίτατα,
να σβήνω με μια πελώρια γομολάστιχα, ό,τι πληγώνει
τα μάτια μου και βέβαια ν'αποκτήσω την ικανότητα να
διατάσσω τα πετροχελίδονα "φέρτε μου πίσω τα σπίτια
με τις ρετσινολαδιές και τους νεκρούς σκύλους που
δε σταμάτησαν,εντούτοις, να γαβγίζουν,
φέρτε μου την οσμή
του κυριακάτικου στιφάδου,όταν βλέπαμε τον πατέρα να
δένει την πετσέτα κι ακούγαμε τα νέα ταλέντα του Οικονομίδη".
ΤΙ ΚΑΛΑ ΗΤΑΝ;
Η μοναξιά μου ανθίζει όπως ένα libertango,
νυχτερινόν και μπλε,
ασθμαίνον κι αφόρητα ρυθμικό,σαν το πέρυσι
που θυμήθηκες, "τί καλά που ήταν..." είχες πει.
ΕΝ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ
Αγαπώ τα ποιήματα που μιλούν για τρένα,
εκείνα που αγνοούν σταθμούς, βαμμένους
με το κιτρινόμαυρο χρώμα του καιρού,
τα ευπλόκαμα γυαλιστερά δέντρα του χειμώνα,
μια θάλασσα ολόγυμνη και τα κυκλάμινα των βράχων,
αγαπώ τα δακρυσμένα μάτια των αλόγων,
κι ένα μικρό
λυπημένο Χριστό,
καθώς περιμένει τη Μητέρα του
κάτω από μια χουρμαδιά,
να της μιλήσει-
εκείνη
"διετήρει πάντα τα ρήματα αυτού, εν τη καρδία αυτής".
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Ειρηναίου Μαράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου