Θλιμμένα πετούμενα στο δύσβατο γεφύρι του αναστεναγμού σχημάτιζαν περίεργες λεπτομέρειες. Ο αγέρας σκορπούσε μιαν ανυπόφορη μυρωδιά. Ο αετός πάνω στο βράχο μάζεψε τ' απλωμένα φτερά του ως μονήρης χειρονομία. Ένας ολόκληρος χρόνος, έγειρε στο τέλος του. Μαζί και το πάθος για το απόλυτο που άγγιζε τη δυστυχία. Ο πολύς θάνατος, όπως κι ο έρωτας εξέπεμπαν την απρόσκοπτη ροή του μυστηρίου. Από παντού ακούγονταν Ορφικές
φωνές. Κι ο φόβος κυλούσε πάνω σε πράξεις μάταιες, πάνω σε νυστέρια του σκοταδιού.
Γύρω οι άνθρωποι ψηλώναν με τους τοίχους. Με τους συλλογισμους των αδικοχαμένων. Κι έψαχναν το χέρι του γήινου που θα κινήσει ξανά τον Ηνίοχο.
- Δεν είναι θαυμασμός το θάμπος , έλεγαν.
- Θέλουμε να ακουστεί η αντρειωμένη λέξη
της ποίησης για να μείνουμε και πάλι νιόκοποι στο λευκό μήνα του κενού, συμπλήρωναν.
Αντλήθηκε από το προφίλ του ποιητή στο Fb
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου