Ο Ταΰγετος και η Σιωπή
Χτες τη νύχτα ξαναγύρισα στον Ταΰγετο
J’ étais sur le pont dès cinq heures, cher-
chant la terre absente, épiant à quelque bord de
cette route d’ un bleu sombre, que tracent les
eaux sous la coupole azurée du ciel, attendant
la vue du Taygète lointain comme l’ apparition
d’ un dieu.
GERARD DE NERVAL
(Voyage en Orient – Introduction XII)
...
Τώρα μπορώ να σε θυμάμαι και να κλαίω, όπως κλαίει
στα τσακισμένα σου πλευρά μια μικρή βρύση στάζοντας
μετά τα μεσάνυχτα.
Δεν έγινε ὅ,τι οραματίστηκα, δε μπόρεσα. Σε ψάχνω,
σε αναζητάω μέσα στη νύχτα. Θέλω ν’ ακουμπήσω
τα χείλη μου πάνω στην πέτρα σου να μη μ’ ακούσει κανείς
άλλος, αγαθέ μου γέροντα! Κανείς άλλος!
Δεν πρέπει την αλήθεια να την λέει κανένας όπου τύχει.
Άλλωστε εγώ δεν έχω φίλους, εξαντλήθηκαν οἱ μέρες
της εμπιστοσύνης
κι η ευτυχία του κόσμου είναι μαχαίρι δίκοπο για κείνον
που την ονειρεύεται.
Μούσκεψε το πουκάμισό μου στο αίμα, μ’ έπνιξε η σιωπή!
................................................
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος: όπως η κόρφος της μητέρας μου.
Με πότισε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο
ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του
ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθιές χαράδρες του
να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές
να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο.
Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο.
Δίψα βαθιά σαν ωκεανό,
ψηλότερη κι απ’ το φεγγάρι.
Δίψα που να την λυπηθεί ο Θεός!
Γύρω τριγύρω στην καρδιά μου τα γεράνια στέφανα των γκρεμνών του
ρωγμές για ζώα, νεροσυρμές ελάτια κι αγριοπερίστερα.
Κ’ ένας αητός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα.
Κ’ ένας αητός απάνω μου να σκάφτει τις βροντές
Ζητώντας να ‘βρει μέσα τους ένα σπινθήρα!
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε
Τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η Ποίηση και η Αγάπη!
J’ étais sur le pont dès cinq heures, cher-
chant la terre absente, épiant à quelque bord de
cette route d’ un bleu sombre, que tracent les
eaux sous la coupole azurée du ciel, attendant
la vue du Taygète lointain comme l’ apparition
d’ un dieu.
GERARD DE NERVAL
(Voyage en Orient – Introduction XII)
...
Τώρα μπορώ να σε θυμάμαι και να κλαίω, όπως κλαίει
στα τσακισμένα σου πλευρά μια μικρή βρύση στάζοντας
μετά τα μεσάνυχτα.
Δεν έγινε ὅ,τι οραματίστηκα, δε μπόρεσα. Σε ψάχνω,
σε αναζητάω μέσα στη νύχτα. Θέλω ν’ ακουμπήσω
τα χείλη μου πάνω στην πέτρα σου να μη μ’ ακούσει κανείς
άλλος, αγαθέ μου γέροντα! Κανείς άλλος!
Δεν πρέπει την αλήθεια να την λέει κανένας όπου τύχει.
Άλλωστε εγώ δεν έχω φίλους, εξαντλήθηκαν οἱ μέρες
της εμπιστοσύνης
κι η ευτυχία του κόσμου είναι μαχαίρι δίκοπο για κείνον
που την ονειρεύεται.
Μούσκεψε το πουκάμισό μου στο αίμα, μ’ έπνιξε η σιωπή!
................................................
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος: όπως η κόρφος της μητέρας μου.
Με πότισε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο
ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του
ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθιές χαράδρες του
να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές
να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο.
Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο.
Δίψα βαθιά σαν ωκεανό,
ψηλότερη κι απ’ το φεγγάρι.
Δίψα που να την λυπηθεί ο Θεός!
Γύρω τριγύρω στην καρδιά μου τα γεράνια στέφανα των γκρεμνών του
ρωγμές για ζώα, νεροσυρμές ελάτια κι αγριοπερίστερα.
Κ’ ένας αητός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα.
Κ’ ένας αητός απάνω μου να σκάφτει τις βροντές
Ζητώντας να ‘βρει μέσα τους ένα σπινθήρα!
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε
Τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η Ποίηση και η Αγάπη!
Ποιήματα για το ίδιο βουνό
Ι
Όχι ακόμη, δεν ήρθα να σε απο-
χαιρετήσω αδελφέ, που σε ανέβηκα
πρώτη φορά όταν ήμουν φως
σ’ ένα μίσχο. Οι περσότεροι
στίχοι μου είναι κτίσματα
πάνω σου. Κι αν ο λόγος μου
γίνονταν Λόγος, θα μέναμε όρθιοι
τότε κ’ οι δυό σαν πέτρες
παράλληλες. Όμως μέσα
στο ανάστατο δάσος του κόσμου
σήμερα ο Λόγος δύσκολα
ακούγεται. Αλλά τα παιδιά
το ξέρω πώς μέσ’ από τα
βιβλία μου αύριο θα μαζεύουν
λουλούδια και πως θα μιλούν
για το θαύμα – ζωή, κοιτώντας
τον κόσμο μέσ’ απ’ τους στίχους μου.
ΙΙ
Σε ανέβαινα, σε κατέβαινα, ουρανό
φορτωμένος για τις ανάγκες μου.
Οι λέξεις μου, κάλυκες, έπρεπε
να γιομίζουν με φως. Οι στίχοι μου
γλάστρες στου Θεού το παράθυρο.
ΙΙΙ
Όταν ήρθα στον κόσμο κ’ είδα
τον ήλιο, είπα: Θα πρέπει κάτι
ν’ αφήσω πίσω μου φεύγοντας.
Και το βρήκα αρκετό. Ν’ ανεβώ
στην κορφή σου, να πετάξω
στη γης ένα λουλούδι.
IV
Είδα τον κεραυνό, το φιδίσιο του
τίναγμα. Ταλαντεύονταν λάμποντας
από κάτω ως απάνω την κορφή σου,
μετέωρος. Κ’ η σκέψη μου έπαιξε
μες το κρανίο μου σαν αστραπή:
Πηδώντας στο πρώτο του, ν’ ανεβώ
ένα – ένα, από κάτω ως απάνω
τα λοξά σκαλοπάτια του.
V
Η ουράνια δαντέλα,
η σχεδόν κυματίζουσα,
των γραμμών σου, θαρρείς
όταν δύει ο ήλιος
και γιομίζει αγγέλους.
Προχωρούν, ανεβαίνουν
απ’ τις δύο παρυφές
στη μεγάλη κορφή σου.
Συγκεντρώνονται πάνω της
σαν μιά χορωδία.
Όσο που τέλος,
κάποιος απ’ όλους
απλώνει το χέρι
κι ανάβει τον έσπερο.
VI
Εδώ πάνω είναι ο θάνατος άγνωστος
έλεγα κ’ έγραφα κάποτε. Κ’ ήταν
αλήθεια. Γινόταν συχνά.
Τα περάσματα έκλειναν.
Ο κρύος αέρας κ’ οι σκιές
της νυχτός δεν έβρισκαν
δίοδο.
………Συναντιόνταν
το έξω και το μέσα μου φως
κι απλωνόταν δίχως όρια γύρω μου.
VII
Ήμουν δέκα χρονών όταν χάραξα
μ’ ένα σουγιά σε μια πλάκα σου
τ’ όνομά μου, μόλις βγαίνει να το
συλλαβίζει ο ήλιος. Ήταν τότε
που ακόμη είχα «εγώ» μα που
αργότερα το ‘σβησα, καθώς
η βροχή απ’ την πλάκα σου
τ’ όνομά μου.
………………Τ’ όνομά μου
η φωνή ενός αηδονιού
που βγαίνει απ’ το δάσος
χωρίς τ’ όνομά μου.
Μου αρκεί να γνωρίζω ότι
στάζει Θεό στις ψυχές
των παιδιών η λάμψη των λέξεων.
VIII
Υποσχόμουν στο ένα που ήταν όλα.
Χαμογελούσα στο ένα που ήταν όλα.
Δεν ήσουν το ένα, καλό μου βουνό.
Σε έκαμα πρόσωπο, σε είδα λαό
και σε είδα πλανήτη. Κ’ έκαμα
ένα όμορφο όνειρο: Να μεταβάλω
μ’ αυτό το χαμόγελο πάνω σου
σε κρόσια ήλιου όλα τα σύννεφα,
σε φώσφορο ειρήνης μιά καταιγίδα.
IX
Είχα ανάγκη να υπάρχεις. Να βρω
ν’ ακουμπήσω κάπου τη λύπη μου.
Σε καιρούς όπου όλα, πρόσωπα,
αισθήματα, ιδέες, ήταν ρευστά,
χρειαζόμουν μιά πέτρα στερεή
ν’ ακουμπώ το χαρτί μου.
Μην αποσύρεις την πέτρα σου,
Κύριε, και μείνουν τα χέρια μου
στο κενό. Έχω ακόμη να γράψω.
X
Παλεύοντας διάσχισα ανέμους
πολλούς, που βρίσκαν το στήθος μου
ανοιχτό και με πάγωναν. Υδρορροές
κεραυνών το μέτωπό μου, φαγώθηκε,
έτσι που τώρα να στεκόμαστε
ο ένας μας αντίκρυ στον άλλο,
σαν δυό αδελφά γκρίζα
πετρώματα.
……………..Η γαλήνη σου
όμως και η γαλήνη μου πάντοτε.
Καθισμένος στα πόδια σου,
γιομάτος πληγές, μακαρίζω
την ύπαρξη.
…………….Η μοίρα
μου επέτρεψε απ’ όλον τον μέγα
πλούτο που υμνώ, να έχω
κ’ εγώ στο σύμπαν μιά πέτρα.
XI
Πολύ το προσπάθησαν οι άσχημοι
τούτοι καιροί, αλλά τέλος
δεν μου ρήμαξαν την ψυχή
για να μείνει εδώ, να στέκεται
δίπλα σου, να σε ντύνει,
σε ώρες χαρμόσυνων ημερών,
αγγελμάτων.
………………Θα ‘ναι το γιορ-
τινό σου πουκάμισο.
XII
Θέλω να υφάνω, ν’ αποδώσω με λέξεις
το ρυθμό του νερού, που χτυπάει
στα χαλίκια κάτω απ’ τις φτέρες σου.
Ν’ ακούγεται όμοια κ’ η ψυχή μου
κυλώντας, λέξη τη λέξη, μέσα
στους στίχους μου, να ρέει
συνεχώς, καθαρά, τρυφερά,
(από δω ουρανός κι από κει ουρανός)
μουσική δωματίου μέσα στο χρόνο.
XIII
Με τις λέξεις σου μίλησα των τσοπάνηδων
που τις φύλαξα στο αίμα μου. Ήταν
γυμνές και τους φόρεσε ένδυμα
να ταιριάζουν στην ομιλία μου
με τον κόσμο – με τα ζώντα και μη,
που όλα μαζί σχηματίζουνε έναν
ποταμό ομορφιάς, που εδώ ακριβώς,
στους δυό μας ανάμεσα και γύρω από μας,
στο χώρο της γης, τέμνει την άβυσσο.
XIV
Το ξέρω ότι ήσουν και πριν
γεννηθώ. Το ύψος σου
πάντως βγήκε από μέσα μου.
Πηγή: https://homouniversalisgr.blogspot.com/2017/12/blog-post_69.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου