(…) Η μητέρα τα χρόνια εκείνα έκανε και τη μαμή, χωρίς πληρωμή, έτσι για την ψυχή της, όπως έλεγε — και δεν θα ’ταν πάνω από σαράντα πέντε, αλλά τότε όλοι οι μεγαλύτεροι μας φαίνονταν γέροι.
Λίγες οι γυναίκες που γεννούσαν με τον Κόμπρα, που ήταν και μάμος. Οι περισσότερες έφερναν τα παιδιά τους με μαμή —επαγγελματία ή εθελόντρια— ή και μόνες τους, στο σπίτι ή και στο χωράφι. Πολλές πέθαιναν στη γέννα ή, αν δεν πέθαιναν αυτές, πέθαινε το παιδί, συχνά πριν προλάβουν να το βαφτίσουν, και το θάβανε έξω από το νεκροταφείο, χωρίς παπά, γιατί δεν είχε προλάβει να χριστιανέψει. Γι’ αυτό και υπήρχαν άντρες που είχαν παντρευτεί δύο και τρεις φορές από χηρεία. Άλλο λόγο δεύτερης και τρίτης παντρειάς δεν ξέραμε.
Γυναίκα να ’χει παντρευτεί δεύτερη φορά δεν υπήρχε. Έτσι κι έχαναν τον δικό τους, τυλίγονταν στα μαύρα, κλείνονταν στο σπίτι κι έβγαιναν, τσεμπερωμένες πάντα, μόνο για δουλειές. Η χαρά είχε χαθεί από τη ζωή τους μαζί με τον άνθρωπό τους.
Η μητέρα περηφανευόταν ότι όλα τα παιδιά τα είχε κάνει μόνη της — και δούλευε ως την ώρα της:
—Έπεφτα στα τέσσερα, κουκουλωνόμουν με την κουβέρτα, προσευχόμουν και περίμενα. Κάποτε το παιδί, με τη βοήθεια της Παναγιάς, ερχόταν.
Βοηθούσε όμως τις άλλες γυναίκες να γεννήσουν και καμιά φορά, για να μη σφαχτούμε εμείς τα μικρά πίσω, έπαιρνε και κάποιο μαζί της. Δυο τρεις φορές έλαχε και σε μένα.
Καθόμουν λοιπόν φρόνιμος κάπου παράμερα, ακούγοντας τα βογγητά που έρχονταν από κάποιο διπλανό δωμάτιο, βλέποντας τη μητέρα και τις άλλες να κινούνται βιαστικά, η μια να φέρει νερό, η άλλη πανιά, και κάποια στιγμή μια μωρουδίστικη κραυγή:
—Ουά!
Και, φωνές ανακούφισης:
—Ήρθε κι αυτό στον κόσμο!
Και οι ευχές:
—Να μας ζήσει!
Που ήταν πιο ζωηρές και χαρούμενες αν το παιδί ήταν παιδί —αγόρι δηλαδή— γιατί τα κορίτσια ήταν δυσκολοξόδευτα, όπως άκουγα να λένε, θέλανε προίκα, δεν κάνανε για οποιαδήποτε δουλειά.
—Είδες πώς έρχονται τα παιδιά στον κόσμο; με ρωτούσε η μητέρα καθώς φεύγαμε.
—Είδα.
Τίποτα δεν είχα δει! Αλλά πού να τολμήσω να ρωτήσω.
Κόντευα να τελειώσω το δημοτικό και δεν ήξερα πώς έρχονται τα παιδιά στον κόσμο. Στις συζητήσεις που κάναμε με τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας μου, που κι εκείνα ζούσαν στο ίδιο σκοτάδι, είχαμε καταλήξει ότι οι γυναίκες γεννάνε από τον αφαλό. Τη συμμετοχή του άντρα ούτε που την υποψιαζόμαστε.
Οι γονείς μου, ας πούμε, κοιμούνταν μόνοι στη μικρή κάμαρη και φυσικά δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι κάνανε τίποτ’ άλλο εκεί μέσα από το να κοιμούνται. Οι «βρωμιές» που ακούγαμε ότι γίνονται μεταξύ μερικών αντρών και γυναικών (χωρίς όμως και να ξέρουμε τι και πώς ακριβώς) δεν ήταν δυνατό να έχουν σχέση με τους γονείς μας. Το γενετήσιο ένστικτο είχε αρχίσει βέβαια να ξυπνάει, αλλά οι πληροφορίες του καθενός μας ήταν συγκεχυμένες.
Πηγή: Τώρα θα δεις... Καστανιώτης, 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου