Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

Μέλπω Αξιώτη-Σύμπτωση


Τη ζωή μας περάσαμε χωρίς νερό, χωρίς πηγάδι στην αυλή, χωρίς κεντίσματα
στις πουκαμίσες
αν και οι άνθρωποι τα συνηθίζανε στον καιρό μας τέτοια πράματα.

Μεγάλο μέρος της ζωής μας περάσαμε μέσα στον καφενέ του Βροχή με το παλιό
ρολόι σταματημένο στις 7
30 χρόνια
οι φίλοι μας το συμβουλεύονταν με άγια πίστη
τη σεβαστήκαμε
τόση ειλικρίνεια.

Εμείς εζήσαμε μέσα στην πολιτεία μαζί με τα ψάρια
εκεί γεννήθηκαν οι εραστές σου.

Οι άντρες λέγανε έργα διαρκείας
οι γυναίκες γουστάρουν πολύ τα παιδιά κι αιφνίδια τα γεννούν ψόφια
οι καπετάνιοι αράζουνε νωρίς
γλυκές αστένειες βουβαίνουν τους ανθρώπους
τ’ αντρόγενα δεν προλαβαίνανε να μεταλάβουνε
άγνωστοι πήγαιναν λουλούδια στους τάφους
οι τρελοί ξαναβρίσκανε τη μνήμη τους κι εθυμόντανε, άλλος θυμότανε μια μύτη
άλλος θυμότανε τα φρύδια,
από τα πέρατα της γης παίρνανε βιαστικοί τους δρόμους, γύριζαν πίσω.

Εμάς οι ευκολίες συχνά μας τρομάζανε
τόσο πολύ μεγάλη σημασία δώκαμε στη ζωή ˙
μέσα στ’ ασβεστωμένα σπίτια πατούσαμε σα να ’τανε τριαντάφυλλα
είχαμε πονοκέφαλο,
με την ακέρια θέλησή μας ποτέ όμως δεν το παραδεχτήκαμε
να μην ήταν εξαίσια τα μαλλιά μας,
σαν τρελοί τρέχαμε να προλάβομε την κοπέλα τω δεκατεσσάρω χρονώ
σκίζαμε τρύπες μουλωχτές στον τοίχο
παραμονεύαμε τα παράθυρα
λαχτίζαμε όταν προφταίναμε τα φοβητσιάρικα ψωρόσκυλα πριν
μας λαχτίσουνε,
σαν τρελοί τρέχαμε να προλάβομε τα ψέματα,
να αποφύγομε τη δυσοσμία όταν εκόπριζαν τις δημόσιες πλατείες
με την ανατολή του ήλιου κατά το φθινόπωρο,
ετοιμαζόμαστε να πεθάνουμε από καιρό –
τρόμο γεμάτοι επροσπαθούσαμε να μην εγκαταλείψομε τα ωραιότερα κορίτσια
μας ανύπαντρα,
ανεξερεύνητους τους ανέμους
που φέρνουν τις καταιγίδες,
κουβαλάνε ψοφίμια,
πρόωρες γέννες στις καβουρομάνες από το φόβο στο βυθό της θάλασσας,
σμίγουνε τον τυφλό με το ραβδί του,
την έχθρητα με την αναβολή,
ηθελημένα πλάθουν μαζί με τα αθέλητα,
τ’ αλάργα γίνουνται κοντά μας
και στοιχειωμένα σπίτια παραριγμένα στον ανήφορο, χρόνια χωρίς γιατρό
και ευαγγέλιο, εκείνες τις νύχτες του χαμού
διατάζουνε γιορτές.

Ναι. Πρέπει ο άνθρωπος να τα προλάβει όλα
πριν
φύγει
με κόπο και υπομονή το δρόμο της ζωής
δηλαδή το θάνατο.

Τι δηλαδή παιδάκι μου, να με πότιζες σπάνια, ήθελες, δύσκολη θλίψη,
να μην εγνώριζες… να μην ήξερες –

κι εκείνο το ανατολικό παράθυρο που είχαμε που ήτανε καμωμένο για την
απογεματινή μελαγχολία τα βράδια
ααα! ήταν δύσκολο πράμα η αγάπη,
αλλά εμείς… την αγαπούσαμε –
εκεί
γριές παράξενες ασκημομούρες κουκουβάγιες θεόστραβες με πολλά ζευγάρια γυαλιά
πετούσανε να ’ρθουν να μας ξετάσουνε και τι απαίσια μηνύματα μας φέρνανε –
ζυγώσανε λέει τα καράβια, εκείνα τα μεσάνυχτα, στον ταρσανά, οι καρένες τους
καπλαντισμένες απολιθωμένες γοργόνες,
γυναίκες χρόνια τα υπομονέψαμε με τα σκέλια ανοιχτά – άλλοι τα παραδώκανε για
ένα χουνί προσδοκίες,
εμείς φράζαμε με τα δάχτυλα τα αυτιά μας δυνατά, να μην τα ιδούμε, να μην
ακούσομε
τι θα μας λέγαν
για
τα βρέφη κάτω απ’ τη βροχή
τα βρέφη που οδηγούνε τους τυφλούς με σοφία και με τόση προσοχή
για τα άσπρα κουρτινάκια στα παράθυρα, όταν καλύβουνε ύπουλες αστένειες ή
μεγάλα οράματα
τα ατέλειωτα έργα
τα ατέλειωτα σπίτια των ανθρώπω
φύγανε, πάνε οι άνθρωποι,
δε φτάσαν την αγάπη τους,
αγάλματα μαρμάρινα αγκαλιάζοντας γλείφαν την πίκρα από τα χέρια τους,
οι μουσμουλιές ρίχτανε χάμω κίτρινα φύλλα τα φτινόπωρα σκεπάζοντας με όλη τους
την εξάντληση τη γη
εμείς όλο και φράζαμε με τα δάχτυλα τα μάτια μας να μην τα ιδούμε, να μην
ακούσομε
χτύπους που ανοίγανε τους λάκκους να κατεβούνε οι φίλοι μας,
ήλιοι κατάντησαν φεγγάρια,
χτίρια τρομαχτικά τα ξημερώματα με τη βροχή σα μαδημένες κλώσες από
την αγωνία,
την επιθυμία τους,
χτίρια ψηλά ως τον ουρανό σαν την αγάπη, που παράδωκεν όλη της τη ζωή και τα
ξεκρεμασμένα της βυζιά
στον ίδιο αγαπητικό –
και ανάμεσά μας ήταν πάντα κάτι πράματα
σε τι καιρούς εφτάσαμε αδερφέ
ανάμεσά μας ήταν πάντα κάτι πράματα
που δεν μπορούσαμε να τα μιλήσουμε.

Κύματα μας τα φέρνανε κύματα μας τα παίρνανε τα όνειρά μας,
πέστε μου, σε όλα τούτα εμείς τι να κάνομε,
εμείς είμαστε γυναίκες.
Πέστε μου τι μπορούσαμε εμείς να κάνομε, κι όταν νομίζαμε ότι είμαστε πουλιά,
αλλά εμείς είμαστε γυναίκες ˙
για μας τα χρόνια δεν περνούσανε, ήτανε πάντα καλοκαίρι,
δεν αγοράζαμε παπούτσια για να μπορούμε να σου πούμε σ’ αγαπώ,
όταν δεν είχαμε αληθινά – τίποτα εμείς! βγάζαμε ψεύτικα γαρύφαλλα στο παράθυρο
κι ας ήθελε να μας είχαν ξεφυτρώσει αγκάθια
ωσάν αγριόγατοι ανάμεσα από τα μεριά – τίποτα! – εμείς σας αγαπούσαμε.
Σούρουπο εγκαταλείπαμε τις κλινικές και τα παιδιά μας τότε πια να μη
μας γνωρίζουνε,
εμείς, τι άλλο θέλατε από μας
εμείς είμαστε γυναίκες –
πολύ μας πικράνατε.

Συχνά το φύλο μας προσφέραμε σαν πιάτο
μέσα σε φύλλα μουριάς
και ωστόσο
καθαρίζαμε μήλο.

Ωχ, αφέντη, και να ’ξερες τι μεγάλο πράμα που είναι να τα ’χεις όλα μες
στο σπίτι σου ˙
μας το ’μαθεν εμάς η μάνα μας –
50 χρόνια θέλει ο άνθρωπος ύστερα από τη γέννησή του
να γεννηθεί
τώρα πηγαίνετε – μας είπε η μάνα μας ˙
έτσι,
σαν ήρθε και πεθάναμε, δεν πήραμε άλλο τίποτα στις χούφτες μας
τα φιλιά του κόσμου.

Με τόση προσοχή διατηρήσαμε μέσα στο σπίτι μας τιποτένια αντικείμενα που
θα χρειάζονταν μια φορά μόνο σε όλη τη ζωή,
κι αυτό ήτανε κι εμάς το
κέφι μας ˙
και είχαμε πει μόνο – τις υγρασίες της άνοιξης
τώρα που βρέχει μάλιστα τόσο πολύ συχνά,
ότι
να μην τις περπατούσατε τόσο πολύ γυμνοί.

Ήταν μια νύχτα του Δεκέμβρη που μας ήρθατε πίσω,
που είχαμε ανάψει τα κεριά,
κόσμος δεν ήτανε κανένας
τα σκολειά δεν τα βγάλαμε
είμαστε ορφανοί,
το φως της νύχτας εκείνη την ώρα όλα τα θεράπεψε
και η αδερφή μας είπε: – Φέξε του αδερφή να διαβεί.
Πέρασες με τα ρούχα σου υγρά μέσα απ’ το σπίτι μας εκείνο το βράδυ
δεν σε αγγίξαμε,
όσο που στα χωράφια πέρα σκύλοι γαβγίζανε ολομόναχοι, αφρίζανε τα κάστρα,
ένα τραίνο ξεκινούσε τη νύχτα κι ερχόνταν καταπάνω μας και μας διαπερνούσε την καρδιά, στα βάθη του ορίζοντα, χωριστά από μας,
απ’ τους πολλούς λησμονημένος, πολύ μακριά μας,
με τέτοιο τρόπο μια φορά…
τότε μας ήρθες πίσω με το θάνατό σου.

Κύριε τώρα
ιλάσθητι – τις αμαρτίες μας τις δικές μας –
απ’ όλα τούτα τι μας έμεινε ˙
γιατί βλέπετε εμείς είπαμε τώρα το τραγούδι μας
οι
άλλοι
θα το γυρίσουν σε χορό.

Μέλπω Αξιώτη (Αθήνα 15 Ιουλίου 1905-22 Μαΐου 1973 [καταγωγή από Μύκονο])

Σύμπτωση, 1939

Αναδημοσίευση από το Διαδικτυακό Περιοδικό: Ο Αναγνώστης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου