Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Ανέστης Ευαγγέλου-Η επίσκεψη


Νύχτα ήταν, περασμένες δύο, χειμωνιάτικη,
έξω χιονιάς λυσσομανούσε κι έκανε φριχτά
να τρίζουν τα παραθυρόφυλλα, σαρώνοντας
των δέντρων τα γυμνά κλαδιά, όταν χτύπησε
το κουδούνι της πόρτας.
Ποιος να ’ναι τέτοιαν
ώρα, σκέφτηκα, και με τέτοιο διαβολόκαιρο,
και την καρδιά μου να φτεροκοπάει σαν τρομαγμένο
πουλί, νιώθοντας μέσα μου, προς την εξώθυρα
κίνησα αφήνοντας στη μέση τα χαρτιά μου.
Στ’ άνοιγμά της,
κατάκοπος από μακριάν οδοιπορία, ως φαίνεται,
με τους ώμους σκυφτούς, κάτασπρος απ’ το χιόνι,
το βαλιτσάκι του κρατώντας στο ζερβί του χέρι,
είδα να στέκεται ο Γιατρός και πριν προλάβω
λέξη ν’ αρθρώσω την είσοδο να δρασκελάει
και βαρύς να σωριάζεται στην πρώτη πολυθρόνα
καρφώνοντας το βλέμμα του μ’ επιμονή
πότε στα μάτια μου και πότε στο ρολόι του
σαν να ’λεε: άργησα.
Κύριε Καθηγητά,
δώστε μου ακόμα μια παράταση, τραύλισα τότε,
από πόνον οξύ μορφάζοντας στα σωθικά μου,
δώστε μου ακόμα μιαν ελάχιστη παράταση.
Το ξέρω,
είναι ένα ζώο κακό, μ’ έχει ρημάξει
με τα γαμψά του νύχια, μου ήπιε το αίμα,
ρούφηξε το μεδούλι από τα κόκαλά μου
μεθοδικά, μ’ έχει γεράσει πρόωρα.
Τις νύχτες,
ωστόσο, με την απαλή του γούνα μου σκεπάζει
συχνά τις πληγές και με ζεσταίνει, είπα,
κι όπως αυτός συνέχιζε να με κοιτάει στα μάτια
μειδιώντας τώρα αινιγματικά κι ένιωσα ξάφνου
τα μέλη μου να παραλύουν και κρύος ιδρώτας
να περιρρέει το σώμα μου, θα μπορούσα, ικέτεψα,
να γίνω σκλάβος σας στο υπόλοιπο του βίου μου,
να γράφω ωδές νυχθημερόν για τη δόξα και το μεγαλείο σας,
να βράζω ταπεινά και να ετοιμάζω τα νυστέρια σας,
μόνο μη μου το βγάλετε το ζώο αυτό απ’ το στήθος–
δεν έχω, Κύριε, υπάρχοντα, δεν έχω φίλους,
δεν έχω τίποτα δικό μου σ’ αυτό το παγωμένο
άστρο.
Αν είναι ανάγκη να επέμβετε οπωσδήποτε,
τα χέρια θα δεχόμουν να μου κόψετε ή τα πόδια
κι αν αυτό δεν αρκεί, με τις σοφές ενέσεις σας,
δώστε μου τότε ένα γαλήνιο τέλος.
Έτσι είπα
και στα μάτια τον κοίταξα εκλιπαρώντας,
όλος λαχτάρα, μιαν απάντησή του.
Όμως εκείνος
αμίλητος σηκώθηκε τότε και πήγε
προς την κουζίνα και τον είδα να βγάζει
από το βαλιτσάκι του και να φοράει
με τελετουργικές κινήσεις τη λευκή του μπλούζα,
απρόσιτος και ανεξιχνίαστος, τρομερός,
με το γιγάντιο τώρα σώμα του γεμίζοντας όλο το χώρο,
και να ετοιμάζει τα νυστέρια του χαμογελώντας.
(Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου