Η ΑΛΗΤΕΙΑ ΜΟΥ
κ’ ήταν το πανωφόρι μου, κ’ εκείνο, ιδανικό·
λαμπρότατο, ω λα λα! έκανα όνειρο ερωτικό,
κ’ ήμουν κάτω απ’ τους ουρανούς ο εκλεκτός σου, ω Μούσα!
Θεοτρύπητο και το βρακί μου το μοναδικό.
Ρεμβάζων Κοντορεβιθούλης, εραγολογούσα
ρίμες. Σε πανδοχείο, στη Μικρή Άρκτο, κατοικούσα.
Φρ! Φρ! Τ’ αστέρια μου έτριζαν γλυκά στον ουρανό,
και τ’ άκουγα, όπως καθόμουν σε μια των δρόμων άκρια,
τις όμορφες του Σεπτεμβρίου βραδιές, που ένιωθα δάκρυα
δροσιάς να ρέουν στο μέτωπό μου ως σφριγηλό κρασί·
κ’ εκεί όπου ρίμες εύρισκα σε σκιές αναμεσής
φανταστικές, τα λάστιχα απ’ τα τρύπια πέδιλά μου
τράβαγα, σα λύρας χορδές, πατώντας πάνω στην καρδιά μου.
ΒΡΑΔΥΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ζω καθιστός, σαν Άγγελος στα χέρια ενός μπαρμπέρη,
κάτω από τους ουρανούς μιας τέντας τους χοντρούς,
κ’ ένα ποτήρι, που αύλακες τριγύρω έχει βαθιούς
και την κοιλιά σαν έγκυας, με μπύρα, έχω στο χέρι.
Σαν κουτσουλιές περιστεριού που γέρασε, μπουλούκια
ονείρων δίνουν μέσα μου μια ζέσταν αλαφρή.
Μετά, για λίγο, γίνεται η καρδιά μου η τρυφερή
μια κάνουλα που κίτρινον στάζει χρυσό από λούκια.
Κι όταν κατάπια τα όνειρα, με μια έγνοια περισσή
πηγαίνω, μια σαρανταριά ποτήρια έχοντας πιει,
να βρω για την ανάγκη μου έναν τόπο:
γλυκός καθώς ο Κύριος του κέδρου και των υσσώπων,
κατουρώ τώρα μακρυά, προς το ύψος των ηλίων, –
κ’ έχω τη συγκατάθεση ψηλών ηλιοτροπίων.
ΑΙΣΘΗΣΗ
Τα μονοπάτια μια κυανή θα πάρω εσπέρα θερινή,
τα στάχυα ενώ θα με τσιμπούν, πατώντας το χορτάρι·
θα ’χουν τη γυμνή μου κόμη τα κύματα του ανέμου πάρει.
Θα νιώθω, μες στη ρέμβη μου, στα πόδια τη δροσιά.
Δε θα ’χω σκέψεις στο μυαλό, δε θα μιλώ… Δε θα μιλώ,
μα την ψυχή μου η άπειρη αγάπη θα ’χει ξεχειλίσει.
Θα πάω μακρυά, πολύ μακρυά, καθώς αλήτης, μες στη Φύση,
με την καρδιά μου ευτυχισμένη, – σάμπως μαζί με αγαπημένη.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου