Τ’ όνομά της ήταν Ακτή και Κυριακή. Είχε μαύρα μάτια μαύρα μαλλιά μαύρα φορέματα μαύρα μεσοφόρια κι ένα άλογο κατάμαυρο. Όμως τη λέγαν Ακτή και Κυριακή. Το σπίτι της ήταν σ’ ένα νησί κι ήταν γεμάτο πιστόλια πορφύρες σημαίες άστρα στα δίχτυα πολυβόλα σκάφανδρα αγκίστρια κιβώτια με όνειρα, κιβώτια με σφαίρες νησιώτικες φορεσιές λάμπες με γυαλιά χρωματιστά μαντίλια χρωματιστά κι ένα παλιό σκουριασμένο κανόνι. Σα βράδιαζε στο παράθυρο άναβε ένα φανάρι. Άναβε έσβηνε άναβε έσβηνε κι αμέσως μια έρημη βάρκα άραζε πλάι στη σιδερένια πόρτα του σπιτιού κι ένας ένας πέντε άντρες γλιστρούσαν μέσα στο σπίτι. Σε λίγο από ένα κρυφό πορτόνι σκεπασμένο από τ’ αθάνατα ο Πρώτος άντρας έβγαινε νεκρός. Ο Δεύτερος με το πρόσωπο γεμάτο αίματα κρατώντας ένα πεντάμορφο βρέφος σφιχτά στην αγκαλιά του. Ο Τρίτος κι αυτός γεμάτος αίματα κρατώντας ένα αυτόματο σφιχτά στην αγκαλιά του. Ο Τέταρτος σερνάμενος τυλιγμένος από την κορφή ώς τα νύχια σ’ ένα βαρύ σκούρο πράσινο ύφασμα. Ο Πέμπτος κι αυτός νεκρός. Όμως η πιο εξαίσια νεκρή ήταν η κοπέλα μέσα στο κάτασπρό της φόρεμα κατάχαμα ξαπλωμένη στη μέση του δωματίου πλάι στο σκοτωμένο μαύρο άλογό της πλημμυρισμένη κι αυτή στο αίμα τα χέρια σταυρωτά ψηλά στο στήθος και μ’ ένα χαμόγελο και μ’ ένα πράσινο κλωνί στο στόμα ενώ οι πέντε Γερμανοί αδύναμοι μπροστά της χαιρετούσαν σε στάση προσοχής.
Παραλογαίς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου