Δεν ήξερα τι να πω
στον άντρα που καθόταν
κι έβλεπε τα χέρια του να καίγονται.
Αποχαιρέτησα τα παιδιά
γιατί αύριο θα μεγάλωναν,
τα κρεβάτια τους θα γέμιζαν
με χλωρές επιθυμίες που εγώ
θα πρόδιδα, θα πρόδιδα.
Η σιωπή είχε πιάσει
τις γωνίες στο σπίτι
και ύφαινε, ύφαινε
όσο κι αν την ξεπάτωνα
με φονικά τσιτάτα.
Μια ετυμηγορία βλάσταινε
στα δέντρα της μακρόσυρτης άνοιξης.
Περιμέναμε μπρος στον καθρέφτη
τον αναπόδραστο θερισμό.
Οι γρίλιες μου κοιτούσαν
σε σένα, στο ανέσπερο κορμί σου
που τις κοινοτοπίες διέλυε της ευτυχίας
κι έχυνε την ορμή του
στις άδειες κόγχες της ημέρας.
Ήσουν η ρίζα της ζωής,
ερήμην σου.
Ήσουνα το παράλογο
που θα ξανάφτιαχνε τον κόσμο.
Δώρα Κασκάλη, Κάπου ν’ ακουμπήσεις, Μελάνι 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου