Α. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΝ (από την ποιητική συλλογή ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ, Εκδόσεις Εγνατία Σειρά ΤΡΑΜ/λογοτεχνία 1978)
γ
Είμαι η λυκοπαγίδα κι είμαι ο λύκος
που πιάστηκε σ’ αυτή
Κανένας δεν το βλέπει δεν το ξέρει
Ούτε εκείνοι που με χαιρετούν από μακριά
Ούτε αυτοί που μ’ αγκαλιάζουν ή μου σφίγγουνε το χέρι
Τόσο έντεχνα έχω πνίξει μέσα μου το ουρλιαχτό
Του θριάμβου το ουρλιαχτό του πόνου
Κυκλοφορώ ανάμεσά τους μ’ άνεση φορώντας
Το πιο αδιάφορο χαμόγελο το πιο καθημερινό
Ενώ οι δαγκάνες μου χώνονται βαθιά
Όλο και πιο βαθιά μες στα πλευρά μου
στ
Είμαι δυστυχισμένος γύρω μου
Συμβαίνουν ποιήματα συμβαίνουν άστρα
Συμβαίνουν λουλούδια κι άλλα
Ουράνια σώματα κι επίγειοι γαλαξίες
Κι υπόγειοι ποταμοί κι εγώ δεν είμαι
Παρά ένας ψαράς στην όχθη του εαυτού του
Ρίχνω τ’ αγκίστρι και δε βγάζω
Παρά τ’ αγκίστρι ούτε ένα ψάρι
Ψάρι πίστη ψάρι σύμβολο ούτε ένα
-Κι αυτό’ ναι το χειρότερο –
Ψάρι ελπίδα για την πείνα μου
ζ
Ο κυνηγάρης σκύλος όταν
Δεν έχει τίποτα να κυνηγήσει
Κυνηγάει την ουρά του
Όταν την πιάσει γίνεται ένα
Μηδενικό που όλο μικραίνει
Γιατί την τρώει την ουρά του
Κι ύστερα αρχίζει το κορμί να τρώει
Ώσπου να φτάσει στο λαιμό στην κεφαλή και στο μουσούδι
Ο κυνηγάρης σκύλος όταν
Δεν έχει τίποτα να κυνηγήσει
Τελειώνει μέσα στις μασέλες του
η
Μέσα στη μοναξιά μου είναι ένα σπίτι
Όπου κατοικώ εγώ
Με μέσα μου τη μοναξιά μου
Όπου βρίσκεται το σπίτι
Όπου κατοικώ εγώ κι η μοναξιά μου
Β. ΤΕΡΑΤΑ (από την ποιητική συλλογή ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ)
α
Τα κόκαλά μας είναι κάτι
Πίφερα φλάουτα φλογέρες που ένας
Κακός θεός τα ’φραξε με μεδούλι
Τα ’θαψε κάτω από στρώματα πολλά
Σάρκας και λίπους και είναι
Μια θλίψη τώρα τ’ άκουσμα των ήχων
Που βγαίνουν απ’ τα πλαδαρά κορμιά τους
Μια θλίψη ανυπόφορη όταν ξέρεις
Πως μέσα μας βαθιά υπάρχει τόση
Πνιγμένη μουσική
β
Βλέφαρα δεν έχουνε τα μάτια μας
Κοιτάμε κοιτάμε αδιάκοπα κοιτάμε
Ακόμα κι όταν τίποτα δεν βλέπουμε
Ήχο δεν έχουν τα λαρύγγια μας
Μιλάμε αδιάκοπα τα χείλια μας κουνάμε
Λαλιά καμιά δεν βγαίνει από το στόμα μας
Είμαστε ψάρια δίποδα σε τούτο τον επίγειο βυθό
γ
Είμαστε κάτι πτωματόμυγες
Απάνω στο κουφάρι του καιρού μας
Γεννηθήκαμε
Μες τα ρουθούνια μες στα άδεια μάτια του
Θρεφόμαστε
από τις σαπισμένες σάρκες του
Η σκέψη μας είναι βούισμα φτερών
Η ομιλία μας είναι βούισμα φτερών
Το κλάμα μας είναι βούισμα φτερών
Το γέλιο μας είναι βούισμα φτερών
Το τραγούδι μας είναι βούισμα φτερών
Προορισμός μας
Η μετάδοση των μικροβίων
δ
Είμαστε καραμέλες
Πάνω στης αιωνιότητας τη γλώσσα
Λιώνουμε και τελειώνουμε
Μέσα στο σκοτεινό της καταπιώνα.
Είμαστε σαν το γρασίδι των δημόσιων κήπων, κάθε τόσο μας κουρεύουν σύρριζα τη σκέψη χάριν συμμετρίας
στ
Αν τα μαλλιά δεν παίρναν δύναμη
Απ’ το κορμί μας μα του δίναν
Θα ’τανε ρίζες κι εμείς θα ’μασταν
Δένδρα αντεστραμμένα
Θα ’μασταν κάτι
Τώρα δεν είμαστε άλλο από μια θέληση
Να ’μαστε κάτι
ζ
Μέσα στο έγκλημα νιώθω όπως το ψάρι στο νερό
Όπως ο αστός μες στο κουστούμι του
Σκοτώνω αδιάκοπα σκοτώνω μόνο και μόνο
Για τη χαρά του σκοτωμού χωρίς αιτία
Χωρίς λογική μίσος εκδίκηση ή πείνα
Σφαγές παράλογες όπως της χορτασμένης τίγρης
Τα πτώματα τα παραχώνω βέβαια σε μέρος σίγουρο
Μες στο κεφάλι μου στο στήθος μου είμαι ένα
Νεκροταφείο κινητό θυμάτων
Ένας Άδης σκοτεινός την είσοδό μου
Φυλάει ακοίμητο ένα γέλιο –Κέρβερος
Γ. ΙΣΚΙΟΙ (από την ποιητική συλλογή ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ, Εκδόσεις Εγνατία Σειρά ΤΡΑΜ/λογοτεχνία 1978)
α
Τι το ’θελα αυτό το κατακόρυφο ταξίδι
Δεν θα ’ταν πιο καλά να μείνω εκεί
Μέσα στη σιγουριά του λαβυρίνθου
Μέσα στης μοίρας τ’ άντερα που με χωνεύαν
Αργά αργά κι ανώδυνα τι το ’θελα
Τα μάτια να σηκώνω προς τον ήλιο
Με κέρινο μυαλό να κάνω όνειρα φωτιάς
β
Τα μεγάλα όνειρα που είχαμε κάποτε
Ήταν κάτι πολύχρωμα μπαλόνια που μας χάριζαν
Αφού υποσχόμασταν να τρώμε όλη τη σούπα μας
Δεμένα στο σπαγγάκι τα κρατούσαμε
Κι εκείνα μας τραβούσαν ελαφρά το δάχτυλο
Σα να επιχειρούσαν να μας πάρουνε
Μαζί τους για μια πτήση στον αγέρα
Πολύχρωμα γκαζιού μπαλόνια που ’σκαγαν
Κάθε φορά που συναντούσαν το μοιραίο τσιγάρο
Αφήνοντας να κρέμεται στο δάχτυλό μας το σπαγγάκι
Και στην άκρη του τον απαγχονισμένο τους λαιμό
ε
Ας κλείσουμε τα μάτια κι ας κρυφτούμε
Κάτω απ’ τα βλέφαρά μας στο σκοτάδι
Πιο σίγουρο κρησφύγετο δεν έχει
Για να γλιτώσουμε απ’ τους κυνηγούς μας
Η νύχτα είναι η μοναδική καταφυγή μας
Μα δε φτάνει πάντα φτάνει
Η μέρα φέρνοντας μαζί της
Τους κυνηγούς με τα σκυλιά και τη θηλιά
Ας κλείσουμε τα μάτια μας λοιπόν
Κάτω απ’ τα βλέφαρά μας ας κρυφτούμε
Να διαιωνίσουμε τη νύχτα
θ
Είπες βαθιά θα σκάψεις μες στον εαυτό σου
Να τον γνωρίσεις να τον καταχτήσεις ίσως
Μα τι νόμισες πως είναι ο εαυτός σου ορυχείο
Στοές ν’ ανοίγεις και να αναζητάς
Φλέβες χρυσάφι φλέβες κάρβουνο
Ή μήπως νόμισες πως είναι χώρος αρχαιολογικός
Που κρύβει μέσα του στρώματα στρώματα
Πολιτισμούς χαμένους
Ένα κομμάτι πονεμένη σάρκα είσαι
Κι όσο κι αν σκάψεις μέσα σου δε θα ’βρεις
Παρά αίμα σκοτωμένο κι αίμα ζωντανό
Και τρόμο για το σκοτωμένο αίμα
ι
Τίποτα μην κοιτάς από κοντά
Κι η πιο γερή αλήθεια έχει ρωγμές ψευτιάς
Κι η πιο λαμπρή αλήθεια έχει σκιές βλακείας
Τα νύχια του περιστεριού είναι αρπαχτικά
Ο ύπερος του ρόδου είναι μια κάμπια
Μείνε καλύτερα στο πέταγμα
Μείνε στο χρώμα και την κίνηση
Μείνε στη γενική αρμονία
Ποτέ σου μην κοιτάς από κοντά
Ό,τι κοντά σου θέλεις να κρατήσεις
Ακόμα και το πιο αγαπημένο πρόσωπο
Το πιο ωραίο έχει πόρους
Μπορεί να σου φανεί τοπίο σεληνιακό
Μπορεί να απομακρυνθεί πολύ αν πλησιάσεις
ιβ
Είμαι μια τελεία μια ελάχιστη τελεία
Πάνω σ’ ένα άσπρο άγραφο χαρτί
Τέλος μιας πρότασης νοητής
Αρχή μιας άλλης το ίδιο νοητής
Αυτός που μ’ έβαλε σαν με είδε μόνη
Έγραψε γύρω μου ένα κύκλο
Τώρα εδώ είναι η απορία
Το ’κανε για να με προστατέψει
Απ’ όλο αυτό το απέραντο άσπρο
Φοβήθηκε μην του το σκάσω
Ή μήπως θέλησε να δείξει
Ότι δεν είμαι ένα σημείο στίξης
Και να καλύψει έτσι την ανημποριά του
Να γράψει μια ή δυο προτάσεις
ιστ
Πέρασα τη ζωή μου όλη να κοιτάζω αυτό το σπίτι
Τις σκοτεινές κλειστές του πόρτες
Τις ατέλειωτες σειρές παράθυρα
Και πίσω από τα τζάμια και τις μισοδιάφανες κουρτίνες
Τους ίσκιους που άλλοτε θαρρείς χορεύουν
Στον ήχο μουσικής αόρατης
Κι άλλοτε πάλι σαν να σμίγουν μέσα στη σιωπή
Ερωτικά ή θανάσιμα
Ίσκιοι που άλλοτε αυξαίνουν γίνονται αμέτρητοι
Κι άλλοτε λιγοστεύουν λες και θα χαθούν
Πίσω απ’ τα τζάμια πίσω απ’ τις κουρτίνες
Ετούτου του σπιτιού που το κοιτάζω
Μια ολόκληρη ζωή κι ακόμα
Δεν είδα ούτε έναν άνθρωπο να μπαίνει
Ούτε έναν άνθρωπο να βγαίνει
Δ. ΚΟΥΦΟΝ ΓΑΡ ΧΡΗΜΑ ΠΟΙΗΤΗΣ (Πλάτων) (από την ποιητική συλλογή ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ, Εκδόσεις Εγνατία Σειρά ΤΡΑΜ/λογοτεχνία 1978)
α
Πρέπει αν είμαι ποιητής τώρα να τ’ αποδείξω
Δεν ξέρω αν θα ’χω άλλη ευκαιρία
ο τεχνητός ετούτος ήλιος ο καιρός μας
Γρήγορα εξατμίζει τους ανθρώπους
Πιο γρήγορα τους ποιητές
Πρέπει τώρα πριν εξατμιστώ
Ν’ απασφαλίσω τον εκρηκτικό μηχανισμό
Που κουβαλάω κρυμμένο στο κρανίο μου
Ν’ ανατινάξω τα τοιχώματα της σκέψης
Να ξεχυθούνε τα μυαλά μου σα ροδιού ρουμπίνια
Σαν πυρωμένα θραύσματα υπέροχης οβίδας
Σφυρίζοντας μες στον αγέρα απειλητικά
Όπως σφυρίζει η ποίηση όταν ποίηση είναι
β
Είναι κάτι πρεσβυωπικά γερόντια οι ποιητές
Μονάχα μακριά μπορούν να δουν
Μακριά στο παρελθόν μακριά στο μέλλον
Τα πράγματα τα κοντινά δεν τα διακρίνουν
Παραπατούν σκοντάφτουνε τρεκλίζουν
Τα χέρια απλώνουνε ψαχουλευτά πασχίζουν
Σαν την τυφλόμυγα που βρίσκονται να βρουν
Το σήμερα μαντίλι γύρω απ’ τα μάτια τους δεμένο
γ
Κραυγάζω ήσυχα απαλά σχεδόν ψιθυριστά
Θα μπορούσα βέβαια να πνίξω ακόμα
Κι αυτή την ήσυχη κραυγή να βουβαθώ
Να κάτσω σιωπηλός και να κοιτάζω
Ετούτη την αργή καταστροφή
Κι ίσως να ’ταν καλύτερα μπορεί
Έτσι βουβός να τραγουδούσα πιο ωραία
Πιο σωστά την τήξη του καιρού μου
δ
Η ποίηση πρέπει να ’ναι
Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
Πάνω που θα ’χεις γλυκαθεί
Να σπας τα δόντια σου
ε
Σου ’δωσα δυο πόδια ποίησή μου
Για να πορευτείς προς τους ανθρώπους
Σου ’δωσα δυο χέρια να τους αγκαλιάσεις
Σου ’δωσα κι ένα γυμνό διάφανο κορμί
(διάφανο δέρμα για να φαίνεται η σάρκα,
διάφανη σάρκα για να φαίνονται τα κόκαλα,
διάφανα κόκαλα για να μην κρύβουν το μεδούλι)
Για να μπορούν να βλέπουν οι άνθρωποι
Όλο το μέσα κόσμο σου κι ακόμα
Τον κόσμο που ’ναι πίσω σου και πέρα
Και μοναχά το πρόσωπό σου ποίησή μου
Σκέπασα μ’ ένα πέπλο μισοδιάφανο
Να φαίνεται και να μη φαίνεται
Στα μάτια σου ο πόνος
Να φαίνονται και να μην φαίνονται
Τα χείλια σου όταν τραγουδάς.
στ
Τα ποιήματά μου θα επιζήσουν
Του χεριού μου που τα γράφει
Είναι πιο δυνατά απ’ το χέρι μου που τρέμει
Κάθε φορά που εκτελεί τις εντολές τους
Τα ποιήματά μου με ποιούν δεν τα ποιώ
Το πρόσωπό μου αδιάκοπα αλλάζουν
Λες και είμαι ζύμη και με πλάθουν
Τα μόνα ποιήματα που ποίησα εγώ
Τα μόνα που ήταν πιο αδύναμα από μένα
Είναι όσα τόλμησα να σκίσω ή να μην γράψω
E. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΕΣ (από την ποιητική συλλογή ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ, Εκδόσεις Εγνατία Σειρά ΤΡΑΜ/λογοτεχνία 1978)
α
Το πιο ωραίο δένδρο
Φυτρώνει κάτω από τη γη
Κάτω απ’ τα πόδια μας βαθιά
Μέσα στο χώμα μες στην πέτρα
Ωριμάζουν οι καρποί του
Θρεμμένοι απ’ έναν άλλο ήλιο
Πάντ’ αναφτό στης γης το κέντρο
Ωραίοι καρποί οι πιο ωραίοι
-διαμάντια και ρουμπίνια και αμέθυστοι-
Μεγάλος πειρασμός για όσους ξέρουν
Πως είναι εκεί το δένδρο
Για όσους δεν βαδίζουν πάνωθέ του ανυποψίαστοι
Κι είναι πολλοί αυτοί που σκάβουν
Αυτοί που ανοίγουν σήραγγες και σέρνονται
Στης γης τα σπλάχνα για να βρούνε
Τους υπέροχους καρπούς και επιστρέφουν
Φέρνοντας στο φως μια χούφτα πέτρες
Σκουριασμένες πέτρες ή δεν επιστρέφουν
Μα χάνουν το μυαλό τους και το δρόμο
Και μένουνε στης γης τα σπλάχνα αρουραίοι
Ασπάλακες ασβοί σκουλήκια
γ (ο δαμασμένος δαμαστής)
Με το μαστίγιο στο χέρι πέρασε
Όλη του τη ζωή μες τα κλουβιά
Παρέα με θηρία αιμοβόρα
Τίγρεις λιοντάρια λιόπαρδους
Θηρίο φοβερό και ο ίδιος
Ουρλιάζοντας στη γλώσσα τους
Τους δίδασκε τη γλώσσα τη δική του
Τη δική του θέληση κατάφερνε
Να κάνει βασιλειάδες να χορεύουν
Σα μαϊμούδες σα τζουτζέδες
Να χοροπηδούν να υποκλίνονται στο πλήθος
Που τους πέταγε φιστίκια
Τώρα στον ήλιο καθισμένος λιάζει τ’ αχαμνά του
Ενώ οι μύγες μπαινοβγαίνουν άφοβα στο στόμα του.
στ
Με τα πόδια χωμένα ως τον αστράγαλο
Μέσα στη νιοσκαμένη γη
Με τους μηρούς σφιγμένους για να κρύβουν
Τη φωλιά του φύλου της
Με τα μπράτσα σηκωμένα σ’ ικεσία
Έλεγε με φωνή που μόλις ξεπερνούσε
Το θρόισμα του ανέμου μέσα στα μαλλιά της
Δεν είμαι δένδρο είμαι Γυναίκα
E. ΕΣΥ (από την ποιητική συλλογή ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ, Εκδόσεις Εγνατία Σειρά ΤΡΑΜ/λογοτεχνία 1978)
β
Πάντα μες στο σκοτάδι σου μιλώ
Μέσα στο φως ποτέ δεν θα μπορούσα
Θα ’βλεπα πως η πολυθρόνα που σου πρόσφερα
Έμεινε άδειο το ποτήρι το νερό ανέγγιχτο
Μες στο σκοτάδι η απουσία σου περνάει
Απαρατήρητη μπορώ να σε ρωτώ να σε ξαναρωτώ
Και να φαντάζομαι ότι σωπαίνεις
Όχι γιατί δεν είσαι εκεί αλλά γιατί
Οι ερωτήσεις μου σου είναι αδιάφορες
Ύστερα όταν η ομιλία εξαντλείται
Όταν στεγνώνει το μυαλό κι γλώσσα
Μπορώ να καταφύγω πάντα στις αισθήσεις
Μπορώ να γυμνωθώ και μέσα στο σκοτάδι
Τα χέρια μου δανείζοντας σου την αφή μου
Να σπαρταρήσω κάτω απ’ το άγγιγμά σου
γ
Τ’ αγκάλιασμα σου είναι φοβερό μ’ εκμηδενίζει
Σκοτώνει το αίμα μου νεκρώνει μέσα μου
Την ηδονή τον πόνο γίνομαι μόνο
ένα σημείο όπου συγκεντρώνεται ο σπασμός σου
Όπως στο κέντρο του φακού η φλόγα του ήλιου
η
Απ’ τη φωτιά στ’ αμόνι κι απ’ τ’ αμόνι στο νερό
Κι ύστερα πάλι στη φωτιά στ’ αμόνι στο νερό
Ατέλειωτες φορές ο ίδιος κύκλος
ακούραστος δουλεύεις τη μορφή μου αδιάκοπα
Αλλάζοντάς την
Κι εγώ πυρός ή παγωμένος δέχομαι
Αδιαμαρτύρητα το σφυροκόπημά σου
Δίχως να ξέρω
Τι σκεύος θες να φτιάξεις τι εργαλείο
Μα και δίχως να ρωτώ
Γιατί είμαι σίγουρος πως ό,τι και να βγει από μένα
Χρήσιμο θα ’ναι στη βουλή σου
Ζ. ΕΞΟΔΟΣ (από την ποιητική συλλογή ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ, Εκδόσεις Εγνατία Σειρά ΤΡΑΜ/λογοτεχνία 1978)
α
Μέσα στον κόσμο ανάμεσα
Σ’ εκατομμύρια άστρα τ’ άστρο Γη
Πάνω στη γη τριγυρισμένη
Από στεριές και θάλασσες τριγυρισμένη
Από χιλιάδες χώρες μία χώρα
Μέσα στη χώρα ανάμεσα
Σε πολιτείες και χωριά μια πολιτεία
Μέσα στην πολιτεία κυκλωμένο
Από χιλιάδες σπίτια ένα σπίτι
Μέσα στο σπίτι ανάμεσα
Στα έπιπλα μια γυάλα
Μέσα στη γυάλα ένα χρυσόψαρο
Ένας άνθρωπος κάθεται και το κοιτά
β
Κάποτε πρέπει τ’ απαραίτητο να βρούμε
Κουράγιο ν’ αντιμετωπίσουμε το μπόι μας
Να πάψουμε προέκταση να είμαστε
Όλων αυτών των μπαλκονιών και των βημάτων
Κι όχι μονάχα να κατέβουμε από αυτά
Αλλά και να επιτρέψουμε στα γόνατά μας να λυγίσουν
Να διπλωθούμε και να κάτσουμε κατάχαμα
Κι έτσι με σιγανή φωνή και δίχως χρώμα
Να πούμε ιστορίες για όσους πέρασαν
Κάτω απ’ το χώμα αφού πρώτα
Σύρανε τις ξεκοιλιασμένες τους ψυχές
Επάνω σε μπαλκόνια και σε βήματα
Να πούμε ιστορίες για όσους πολεμήσανε
Και χάσανε τη μάχη γιατί ήταν
Πιο ήσυχος ο εχθρός κι ακόμα
Για όσους νικηθήκαν επειδή δεν πολεμήσανε
Τέτοια κοινά τέτοια καθημερινά διηγώντας
Με σιγανή φωνή και δίχως χρώμα
Ν’ αφήσουμε η βροχή των ημερών
Να κάνει τη δουλειά της πάνω μας
Πηγή: http://ai2avatongar.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου