Ορυμαγδός που λήστεψε τ' αφτιά μου στα χιλιοστά τους…
Αλύχτησα για τους αμέτοχους ησυχασμούς μέσ' από μυριάδες
έντρομα
κι αγιάτρευτα στις Τράπεζες δισεκατομμύρια
εκείθε κιόλας ενιαύσιοι νεκροί στ'αγέρι να σιγοσφυρίζουν
ενεοί και απόντες απ' τα οστά τους
κ' εγώ ο αύτανδρος τραγουδώντας κι απαγγέλοντας
αγριοχόρταρα
στα κοιμητήρια σας μια για μια πάντα εφτασύλλαβος
μυρίζομαι την καταστροφή μου σε κατάσταση μοναρχίας όπως
η νύχτα η θεόμουρλη
φορεί ξανά και χαίρεται των άστρων τις χειροπέδες –
κοιτάχτε τη
γαλαζώνει της αυγής η αλήτισσα την ελευθέρωση
ξεθυμαίνοντας με γηραλέους χαζοφιλόσοφους
ασπρομάλληδες
νοερά δηώσιμους όρθρους.
Καλά λοιπόν… Ήρθ' ο καιρός ν' ανοίξω τ' αχαλίνωτα κ' εγώ
πανιά μου
οπού φταρνίζονται πυκνά και τεντωμένα στο Αδύνατο
να μη λιμνάσω πια σε κανένα ροχάλισμα, όχι,
να μην τα αποπάρω πια
τα τρωκτικά -: τη Θλίψη και τη Ματαιότητα
χωρίς να κολακέψω σήμερα ή αύριο το παλιόβροχο
οπού θέλει – για σκέψου… - να με κάνει κάπως ανθρώπινο.
Ο ΖΗΛΟΣ ΤΟΥ ΜΗ-ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΜΕ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου