Αλλά και αν έπρεπε, σας έλεγα, να με προσέχετε
που μετατόπιζε μέσα σας φωνές πνιγμένων.
Κι αν πικρός μονίμως γυρνούσα
είναι γιατί μια καρδιά είχα σαν το θήραμα τρομαγμένη
που, ενώ το περίμενες πρηνής,
αυτό από την πίσω ήδη μεριά του θάμνου
αναγκασμένο ήταν να φύγει.
Όσο γι' αυτά που έκανα τα πλήρωσα όλα,
πιστέψτε με, ακριβά, μια ζωή μένοντας μόνος.
Σαν το κερί που το ξέχασε ο καντηλανάφτης στο μανουάλι
και σαν το κρασί που δεν ήπιε, στο τραπέζι,
ο αλκοολικός γιατί τον προσέβαλαν.
Σαν τη ζυγαριά
σε αποβάθρα σταθμού χρόνια καταργημένου
και σαν το κλειδί που μήνες το βλέπαμε στην άκρη του δρόμου,
πλην όμως κανείς δεν το έπαιρνε
γιατί κανένας δεν ήξερε,
γιατί κανένας δεν ήξερε την πόρτα του.
Γι' αυτό και έπρεπε, σας έλεγα, να με προσέχετε.
Διότι το λάδι μπορεί να ήμουν
που γιάτρευε την πληγή σας, αλλά και ο καρπός
που τον πάτησε το ζώο ήμουν, και την τελευταία στιγμή
σωριάστηκαν, τσακίστηκαν όλα στον γκρεμό,
το φορτίο μαζί και το κάρο.
Ο άνεμος ακόμη που έδενε το στάρι σας,
αλλά και αυτός που ρίξατε
όταν κάνατε την πιο μεγάλη στον κόσμο
της ευτυχίας τη μοιρασιά ήμουν,
δεν είπα τίποτα σε κανέναν σας τότε,
πλην όμως αιώνια ορκίστηκα, σαν το κατάλαβα, εκδίκηση
και άκτιστη έμεινε η ψυχή μου σαν ένα σπίτι, μισή έμεινε
και σαν την εκκλησία που την γκρέμισε ο σεισμός
και στάθηκε το καμπαναριό άθικτο,
η φωλιά του πελαργού στάθηκε,
η φωλιά του πελαργού και η καμπάνα.
Πηγή: Κρυφός κυνηγός, Κέδρος 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου