Το στίγμα
«Σ’ έναν νεαρό φασίστα που βρέθηκε σκοτωμένος, πάνω σε μια Ρούσικη χιονισμένη στέπα»)
Και μες στα χιόνια θησαυρούς το άρπαγο μάτι βλέπει;
Ξανθέ φονιά, τι σ’ έφερε σ’ αυτήν εδώ τη στέπη;
Μέσα στη νύχτα, φονικό ποιανού έστηνες καρτέρι;
Ποιος σ’ έβλαψε τόσο μακριά; Ποιον ξέρεις; Ποιος σε ξέρει
εδώ που χρόνια εμόχθησε το εργατικό το χέρι
να χτίσει την καλύβα του και μια ζωή να φτιάσει;
Νυχτερινέ διαγουμιστή, πώς θες να σε δικάσει
το χέρι αυτό που του γκρεμνάς ό,τι από χρόνια χτίζει;
Ποια καταδίκη στο φονιά και στο φασίστα αξίζει;
Τώρα φωλιάζουν στ’ άσαρκο κρανίο σου σκοτάδια
κι απ’ της φυλής σου τα όνειρα είναι τα στήθια σου άδεια.
………………………………………………………………………………………….
Κι ίσως μια μάνα, ένα παιδί κάπου να σε προσμένει,
μα εσύ θα μένεις πάντοτε ξένος σε χώρα ξένη,
κι η μνήμη σου που της ζωής το νόημα θα λερώνει
θα ‘ναι ένα στίγμα, ένας λεκές μες στο κατάσπρο χιόνι…
Στοιχειωμένη νύχτα
Τι καταραμένη νύχτα… στοίχειωσε κι η πόλη λες,
και στα ρημαγμένα σπίτια και στις άνανθες αυλές,
τα στοιχειά γλεντοκοπώντας, κρουταλούν τις πόρτες τους,
σαν φασίστες που περνούνε και χτυπούν τις μπότες τους.
Πάνω αφ’ του σπιτιού τη στέγη, μ’ ένα καύκαλο μωρού
πεθαμένου από την πείνα, φτιάχνει η Φρίκη μια μπουρού,
και φυσά και ζωντανεύει των πνιγμένων τις λαχτάρες,
τ’ αγκομαχητά των γέρων, των μανάδων τις κατάρες,
και φυσά, κι από τη νύχτα που την έθαψε το χιόνι,
πιότερο η ψυχή στης Φρίκης τους αλαλαγμούς παγώνει.
Τα γυμνά κλαριά των δέντρων τρίζουν και στενάζουνε,
κι οι τριγμοί τους μες στη νύχτα με βλαστήμιες μοιάζουνε.
Τι καταραμένη νύχτα… Στοίχειωσε κι η πόλη λες,
κι απ’ τα κλειδωμένα σπίτια κι απ’ τις έρημες αυλές
άκουσε… σφυριές χτυπάνε, μακρινές και ρυθμικές,
σαν να σπάζουν αλυσίδες, σαν ν’ ανοίγουν φυλακές.
(Από τη συλλογή Οπτασίες στην έρημο, Κάιρο 1943)
Γαλήνη:
Κάρμα μπουνάτσα. Με καθρέφτη [Κάρμα = κάλμα]
μοιάζει ο γιαλός που εγαληνέφτη
και μήτε μια ζαρωματιά
δεν βλέπει η πένθιμη ματιά,
στο γαλαζί κρουστάλλι ως πέφτει.
Κρίμα που δεν μπορεί να γίνει
και στην καρδιά μου έτσι γαλήνη.
Επιστροφή
Νάμαι, ξανάρθα πίσω.
Κι έχω τραγούδια να σας πω πολλά
μα πριν σας τραγουδήσω,
που είν’ τα κρίνα;
Που είν’ τα γιασεμιά;
Έχω μια θλίψη να κοιμίσω.
Αρμυρίκια
Αγάπη, από την έρημο, σου φέρνομε αρμυρίκια
κι είναι φτωχά, μα ωστόσο
σκέψου με πόση τσιγγουνιά
μαζέψανε σταλιά-σταλιά την αυγινή τη δρόσο
και φτιάξανε τ’ ανθάκια τους κατάσπρα και μελιτζανιά.
Αγάπη, από την έρημο σου φέρνομε αρμυρίκια…
Αν δεν ανθούσανε κι αυτά, δε θάρχονταν ο Μάης
στην έρημο. Στην έρημο πού να τα βρούμε τα Εντελβάις;
(από τη συλλογή «Εντελβάις»)
Πρωτοχρονιά 1956
Κι εφέτος η πρωτοχρονιά στη φυλακή με βρίσκει,
κι άδειο κανίσκι είν’ η καρδιά και μαύροι γύρω μου ίσκιοι.
Κι έτσι καθώς σε σκέφτομαι Χαρά που μούχεις λείψει,
μου σιγοτραγουδά η βροχή του σύννεφου τη θλίψη.
Μην καρτεράτε
Μην καρτεράτε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή,
μήδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγά το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει.
Τα Αγριοβασιλικά
Άνθισαν και φουντώσανε τ’ αγριοβασιλικά
Κι αμύριστα θα ξαναμαραθούνε
Αγάπη, αγάπη πέρασε κι από το Μάι-Χαμπάρ
Τα νιάτα σε καλούν με περικάλια
Θα σου μαζέψουν αγκαλιές να σου γεμίσουνε ανθογιάλια
Πηγή: https://sarantakos.wordpress.com/2024/03/31/aggoules-2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου