[Μια κρύα πνοή μαρμάρωσε...]
Μια κρύα πνοή μαρμάρωσε
στην όψη μου την άνθηση της νειότης.
Και τ᾿ απαλά της χρώματα
και της χαράς της πρώτης
τη μέθη και τ’ αρώματα
τα σφάλισεν η μνήμη στη ματιά μου.
Στο σκοτεινό φυλάκιο
την περιέργεια ο θησαυρός τραβάει,
που σιωπηλά ιστορεί
κι’ ανίδεα που πλανάει.
Ποιος να το πει μπορεί
πως έχω μια νεκρή καρδιά βαθιά μου!
Χθες η βραδυά ήταν άγγιγμα
στου Απρίλη την καρδιά, που ’χε μαντέψει
γλυκά το μυστικό.
Ήταν μια ωραία σκέψη,
ήταν ερωτικό
βλέμμα που διαπερνά και μαγνητίζει.
Πώς ήμουν έτσι ανάρμοστα
βαλμένη εγώ στην πλάση σα ριγμένη.
Να μου μιλή ένας νέος μ’ έρωτα
και το Φεγγάρι ν’ ανεβαίνει
απ’ τ’ άδυτα κι’ απ’ τ’ αφανέρωτα,
πώς μπόρειε το μηδέν να με κερδίζη!
[Εκείνη που είναι λησμονημένη…]
Εκείνη που είναι λησμονημένη,
εκείνη που ήρθε περαστικά
κ’ έφυγε αγνώριστη κ’ έφυγε ξένη,
τόσο θλιμμένη καρτερικά,
είχε στο βλέμμα κλείσει ένα αστέρι
που όλο ζητούσε τον ουρανό,
που σαν τον έρημο ήταν φανό
μέσα σε νύχτα και σ’ άγρια μέρη.
Αγρίων ανέμων μάχη τιτάνεια,
η μαύρη θύελλα, η τρικυμία
και στου μετώπου της η ηρεμία
την ασημένια την επιφάνεια!
Στ’ ωραίο στόμα η γραμμή γυρνούσε
σαν ένα φίλημα ερωτικό,
μα της σιωπής του δεν ξεπερνούσε
το πικραμένο το μυστικό.
Ανάμεσό μας στάθη θλιμμένη.
Κάτι ζητούσε, ποιος ξέρει τι;
Πώς ήρθε; Κ’ είναι λησμονημένη;
Τι να ζητούσεν η ξένη αυτή;
Από τη συλλογή «Ηχώ στο χάος» (1929).
Πηγή: «Μ. Πολυδούρη - Ποιήματα», εκδ. Γ. Οικονόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου