Κάποτε ναι. Στιλπνό και νέο
το κορμί μου.
Οι επισκέπτες – κι ήσαν πολλοί – της κουζίνας
μάτια δεν είχαν
παρά μόνον για μένα.
Όλοι μου πρότειναν τα χείλη τους.
Όλων τα χέρια μ' έψαυαν
ακριβώς στην καρδιά.
Και γινόμουν κρουνός.
Υδάτινος έρως. Σώμα γυμνό
διάφανο σαν το νεράκι.
Τραγουδώντας διέσχιζα όλα τα στόματα.
Ερωτόλογα ψιθύριζα σε κάθε λαρύγγι.
Που, αλίμονο, τα 'πνιγε
η κωφάλαλη δίψα.
Ήμουν ανεκτική σε όλους τους τρόπους.
Και με ποτήρι και με το χέρι
και με το λάστιχο, ενίοτε, το μακρύ
της βεράντας.
Δίοτι ήθελα να νιώσω όλα τα σώματα.
Σε κανέναν δεν αρνήθηκα τα φιλιά μου.
Και με είπαν εύκολη, πόρνη, ξεδιάντροπη.
Άρχισαν σκληρά να μου φέρονται.
Με σφίγγαν με δύναμη στο λαιμό.
Με κάποια περίεργα σίδερα
μου τραβούσαν τις πλάτες.
Ενώ εγώ, μια αθώα βρυσούλα
έσβηνα όλων την κάψα.
Τώρα, ούτε ένας λόγος καλός.
Μονάχα βλαστήμιες ακούω.
Το κορμί σκουριασμένο.
Και το ρίχνω στο κλάμα τα βράδια.
Τα βράδια που η κουζίνα ερημώνει
αφήνω να μου πέφτουν τα δάκρυα.
Οι σταγόνες της βρύσης (που στάζει)
Ως λεν οι πολλοί
που δεν ξέρουν...
Τάσος Καπερνάρος ( 1958 - )
Πηγή: «Ακελδαμά», Εκδόσεις: Ηριδανός 1987.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου