Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Κώστας Καρκαβίτσας- Ο Διαολής

 


Α΄
- Στο ψαχνό, μωρέ! Αν κάνη πως φεύγει, ρίχτε του στο ψαχνό!
Ο αποσπασματάρχης Ραΐζης, αφού ετοποθέτησε στο χαντάκι τους τέσσερους ευζώνους του, τυλίχτηκε με μια κάπα και ξάπλωσε κοντά τους.
- Κακή βραδυά! εμουρμούρισε. Κουτσοφλέβαρος, βλέπεις!...Και θέλει, ακόμα, ώρα να φέξη...Με το χάραμα, λέει, θα περάση από δω ο Διαολής! Τώρα θα σε ιδώ, υποδεκανέα Κασβίκη! Αμ' για; Έτσι τα βάνουν τα γαλόνια πλάκα;...Για να γίνω , ορέ, εγώ ανθυπασπιστής, έφαγα τη ζωή μου στα "πεδία των μαχών" με τους νταλματζήδες!
Ανασηκώθηκε λίγο ν' αφουγκραστή.
- Τίποτα μωρέ, τίποτα! Μπορεί και να μας γέλασαν όμως! Ξέρεις τι σούν' οι Μωραΐτες;
Ο Ραΐζης, άκακος Ρουμελιώτης, αλλά φοβερός πολυλογάς, είχε κληρονομήσει την πατρογονική αντιπάθεια για τους Μωραΐτες και γύρευε αφορμή να τη φανερώνη, μιλώντας με περιφρόνηση για την πονηράδα τους.
- Ξέρεις τι σούν' οι Μωραΐτες; ξανάρχισε. Φως - φανάρι τον γράπωσα πέρσι το Φρεζάδο το Νταλματζή στο παζάρι. Σα μ' είδε να τον ζυγώνω, τράβηξε το κουμπούρι. " Θα πεθάνη ο Χάρος", μου λέει, κι' έκαμε να ρίξη· μα χραπ!...πρόφτασα και τον άρπαξα από το λαιμό! Κυλιστήκαμε χάμου! " Συτρομή, Πολίτες!" φωνάζω, μα πού;!...Κρύφτηκαν ούλοι οι αφιλότιμοι! Ξέρεις τι σούν' οι Μωραΐτες; Ωστόσο, τον κατάφερα! Του πήρα το κουμπούρι και του το κόλλησα στο ριζάφτι! " Γκιχ! του λέω...Γκιχ! κερατά, και στα τίναξα!" Κόκκαλο ο κανάγιας! Μαζεύτηκε σαν αρνάκι.
- Αντίσταση κατά της Αρχής! είπε ο υποδεκανέας. Πέντε χρονάκια!
Ο ανθυπασπιστής εξερόβηξε.
- Μωρέ τι χρονάκια λες εσύ; Ούτε ωρίτσα! Ξέρεις τι σούν' οι Μωραΐτες...Ξουραφάκονο φάνηκε στο δικαστήριο ο Φρεζάδος και βγήκε λάδι λαπάντε..." Κύριε Πρόεδρε, είπε, δεν έκαμα αντίσταση! Δεν είπα " Θα πεθάνη ο Χάρος". Άμα είδα να χυμάη πάνω μου ο κύριος ανθυπασπιστής, τρόμαξα. Προσβλήθηκα! Σαν παλιογελάδα να με πιάση;...σκέφτηκα! Τράβηξα λοιπόν το κουμπούρι ν' αυτοχτονιστώ! Γι' αυτό, κύριε Πρόεδρε, και φώναξα: " Ας με πάρη ο Χάρος".
Ο Ραΐζης σώπασε ξαφνικά και στριμώχτηκε στο χαντάκι.
Το βαρύ ποδοβολητό αλόγου ακούστηκε που ρχότανε από μακρυά, και σε λίγο στο σύθαμπο ξεχώριζε να πλησιάζη ένας καβαλάρης τυλιγμένος ως κάτω με μακρυά κάπα.
Οι εύζωνοι, σα ζύγωσε, επρότειναν τους γκράδες:
- Αλτ!
Μια γυναικεία φωνή, στρίγγλικη, απάντησε στο πρόσταγμα:
- Μη! Συφορά μου! Μη!
- Βρε ζωντόβολο, είπε ο Ραΐζης βγαίνοντας μπροστά και τη νύχτα εσένα  στέλνουν για τα ψάρια;
- Τι να κάνω, καπετάνιε;...Ο άντρας μου ψοφολογάει τάπα στο μεθύσι! Νοτιάς, βλέπεις και οι Γανιοί με τσ' ανεμότρατες λυσσάξανε! Οχτώ μέρες τώρα κάνουν σκαβατσόνι! Για το Διαολή φυλάτε;
- Ναι!
- Χίλιοι διαόλοι να τον πάρουνε τον κερατά! Δε θα προφτάσω, μου φαίνεται, στο γυρισμό το σιδερόδρομο! Γεια σας!
- Γεια σου, Τερέζα!
Η Τερέζα εκέντησε το άλογο και προχώρησε τραγουδώντας:


Τώρα το γλυκοχάραμα
στου ύπνου τα κανάκια!

...............................................................................................................

Σε μισή ώρα ζύγωσε στο γιαλό. Λίγα μέτρα πριν φτάση στον όρμο, όπου η ψαροπούλα, με το πανί σηκωμένο, περίμενε να παραδώση τα ψάρια και να φύγη για να γαντζώση στις ανεμότρατες που την περίμεναν κάνοντας βόλτες κατά τις Σκρόφες, σταμάτησε το άλογο πίσω από ένα ανεμοκούλουμο και άνοιξε την κάπα της.
- Φτηνά τη γλύτωσες, Διαολή! εμουρμούρισε. Κατέβα τώρα!
Ο Διαολής, που είχε κολλήσει σαν βδέλλα, καθισμένος πισοκάπουλα, στις πλάτες της Τερέζας, γλύστρησε κάτω.
- Λίγο ακόμα και θα ξύλιαζα, είπε, κουνώντας χέρια και πόδια για να ξεμουδιάση. Έβγαλε αμέσως από το ταγάρι που τούδωκε η Τερέζα δύο πιστόλια, τα ζώστηκε, εφόρεσε το κασκέτο του και ξεκίνησε να φύγη.
Η Τερέζα επήδησε  σύγκαιρα από το άλογο, αγριεμένη, και τον άρπαξε από το στήθος.
- Έτσι μ' αφίνεις, μωρέ; Αλήθεια είναι λοιπόν πως ξεμυαλίστηκες με τη Ρουμπίνα; Δε σούφτανε η γυναίκα σου, ξεμυάλισες κι' εμένα! Τώρα ρίχτηκες αλλού; Μα...έγνοια σου! Αυτό τόχω για κείνη και για σένα άτιμε,είπε, και την ίδια στιγμή έβγαλε ένα μαχαίρι από τον κόρφο της και το κρατούσε πάνω του, απειλητικά.
Ο Διαολής ξαφνιασμένος έκανε να χαμογελάση. Αμέσως όμως ο χαραχτήρας του ο σκληρός και βίαιος ενίκησε! Το σταρένιο παιδιάτικο πρόσωπό του έγινε χαλκοπράσινο και τα μικρά σαν κουμπότρυπες μάτια του πέταξαν σπίθες. Μανιασμένος, ξετύλιξε απ' τη μέση του ένα χοντρό πέτσινο λουρί κι' άρχισε να χτυπάη με λύσσα την Τερέζα.
Εκείνη τον έβλεπε σαν αποκαρωμένη, κρατώντας ακόμη ψηλά το μαχαίρι. Στην ορμή του όμως, ο Διαολής την έρριξε χάμου κι' άρχισε να την ποδοπατάη, ενώ το λουρί, σφυρίζοντας σαν οχιά, εκουλουριαζότανε πότε στο λαιμό και πότε στα μπράτσα της, που άφωνη τα σήκωνε να προφυλαχτή.
- Μπούουου! Μπούουου!Μπούουου!
Η τρόμπα - μαρίνα της ψαροπούλας που βιαζότανε να φύγη, τράνταξε με το βαθύ σφύριγμά της την πρωινή σιγαλιά κι' έκαμε το Διαολή να συνέρθη και να δείξη άλλη μια φορά τον άστατο χαραχτήρα του.
Επέταξε το λουρί, εσήκωσε την Τερέζα στην αγκαλιά του, τη φίλησε και την έβαλε στο άλογο.
- Η ψαροπούλα φεύγει, της είπε. Τρέχα να προφτάσης και το βράδυ θα ρθώ! Μην αμπαρώσης!.
Εκείνη έσκυψε, έπιασε το κεφάλι του και το φίλησε με κλάψες και γέλια μαζί:
- Συχώρα με, Μήτσο μου! Συχώρα με, καλέ μου!
Εκόλλησε στη γλώσσα της τα δύο πρώτα δάχτυλα του αριστερού χεριού της, κλεισμένα σα δαχτυλίδι, κι' έστειλε ένα τρεμουλιαστό, δυνατό σφύριγμα, γνώριμο στην ψαροπούλα, ενώ με το λυτάρι χτυπούσε το άλογο της, που έτρεχε σα δαιμονισμένο, σκορπίζοντας πίσω του σύγνεφα την αμμόσκονη.


Β'

Εικοσιπέντε χρόνια πριν.
- Δεν είναι παιδί αυτό, έλεγε μια μέρα στη γυναίκα του ο Κώστας Δημάκης, εκεί που δειπνούσανε στο παραγώνι. Είπε ο διάολος κ' εγεννήθηκε! Σωστός Διαολής! Να λοιπόν!
Κι' όπως τον είχε δίπλα του, τον πεντεχρονίτη Μήτσο, το γυιόκα του, του τις έβρεξε στα καλά, αγαναχτισμένος για την κακοκεφαλιά και το δύστροπο χαρακτήρα του.
Σε κάποια στιγμή όμως που έσκυψε στο τζάκι ν' ανάψη το τσιγάρο του, ο μικρός, με απίστευτη δύναμη για την ηλικία του, εσήκωσε το πιάτο και του τόσπασε στο κεφάλι με ξεφωνητά.
- Να και συ...τσελατά!
Η μάννα του, που τον άρπαξε να τον γλυτώση και κλειδώθηκε μαζί του στο μαγερειό, τράβηξε μαρτύρια. Της ξερρίζωσε τα μαλλιά, της ξέσκισε τα μάγουλα με τα νύχια του και της πετσόκοψε τα χέρια με δαγκωματιές, ως που αναγκάστηκε να τον πετάξη χάμου φαρμακοποτισμένη, λέγοντας:
- Σκάσε και πλάνταξε, ξυνό κοψίδι!
Έτσι μεγάλωνε ο Διαολής· με το καλό και με το άγριο, με το ξύλο και με το χάδι, χωρίς ούτε το ένα ούτε το άλλο να καλυτερέψη το χαραχτήρα του.
- Εγώ είμαι ο Διαολής! έλεγε σε μικρούς και μεγάλους, άμα ήθελε να μαλλιοτραβηχτή.
Και συχνά γύριζε σπίτι του ξεσκλιάρης και με γδαρμένο πρόσωπο.
Ο πατέρας του, οξωμάχος αλλά καλονοικοκύρης, σαν μονάκριβο που τον είχε, ωνειρευότανε να τον μάθη γράμματα για να γίνη άνθρωπος. Αυτός όμως έφτασε δεκαπενταχρονίτης κι' ακόμα ήτανε στο Δημοτικό. Ένα χρόνο αργότερα, ο Δήμαρχος κατώρθωσε με τα πεσκέσα του πατέρα του να τον βάλη στην πρώτη του Ελληνικού. Εκεί όμως ο Πράπας, ο δάσκαλος, δεν εχωράτευε. Άμα διάβασε στον κατάλογο και το παρατσούκλι, τον σήκωσε από το θρανίο και προστά στη δασκαλοκαθέδρα τού είπε χαϊδεύοντας μια μακρυά βέργα από αχλαδιά:
- Εδώ λέγεσαι Δημάκης! Το Διαολής δεν περνάει! Πήγαινε στη θέση σου! Και του έδωσε μια τσουχτερή με τη βέργα.
Το άλλο πρωί, αφού κάθησε στην έδρα του κι' επιθεώρησε μισή δωδεκάδα βέργες, ο Πράπας εχτύπησε το κουδούνι κι' άρχισε να διαβάζη τον κατάλογο.
- Σταύρος Πικρός.
- Παρών!
- Κώστας Τσουγδής!
- Παρών!
- Μήτσος Δημάκης!
-........
- Μήτσος Δημάκης!
-........
- Μήτσος Δημάκης ή Διαολής! εφώνακε αγαναχτισμένος ο Πράπας.
- Παααρών!
Ένα χαχανητό ακούστηκε.
Ο Πράπας είχε κοκκινίσει σαν διάνος.
- Ο Δημάκης να βγη μπροστά! φώναξε. Κανείς όμως δεν εκουνήθηκε από τη θέση του.
Ο δάσκαλος είχε φρενιάσει τώρα! Άρπαξε τη μεγαλύτερη βέργα και κατέβηκε από την έδρα.
- Ο Διαολής νάρθη εδώ! είπε με πνιγμένη φωνή.
Ένας μελανούρης, μικροδέματος, κατσαρομάλλης εβγήκε από τα θρανία και στάθηκε με αγέρωχο ύφος μπροστά του.
Αφρισμένος, ο Πράπας τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον έφερε γύρα σπάζοντας απάνω του τη μία κοντά στην άλλη τις βέργες.
- Στο φάλαγγα τώρα ως αύριο, Κατσίβελλε, του φώναξε και προσπάθησε να τον ρίξη κάτου απ' τη δασκαλοκαθέδρα, όπου ένα αμπάρι χρησίμευε για φάλαγγας.
Ο Διαολής όμως, με μια δυνατή σπρωξιά, τον έριξε χάμου και με ένα πήδημα βρέθηκε στο παράθυρο. Το αδρασκέλισε, κρεμάστηκε όξω κι' έπεσε στο κενό.
- Πιάστε τον ! φώναξε στ' άλλα παιδιά ο Πράπας.
Καμμιά τριανταριά παιδιά ξεπόρτισαν αμέσως και με αλαλητό έβαλαν στο κυνήγι το Διαολή. Αυτός όμως, αντί να φύγη, κρύφτηκε στη γωνιά του πρώτου σπιτιού, εγέμισε με πέτρες τους κόρφους του, και μόλις εζύγωσαν τα παιδιά, τους ρίχτηκε και σχιζοκεφάλιασε καμμιά δεκαριά.
Με τα πρώτα αίματα, τα παιδιά πισωπάτησαν τρομαγμένα και σε λίγο ο Διαολής τάστρωσε μπουλούκι στο κυνήγι με τις πέτρες, ως που ξαναγύρισαν με φωνές στο σχολείο.
Στην ώρα βγήκε κι' ο Πράπας στο πλατύσκαλο, να ιδή. Τότε ο Διαολής από κάτου τον σημάδεψε μ' ένα κοτρώνι και τον πέτυχε στο κούτελο.
Με βογγητό βωδιού ο δάσκαλος σωριάστηκε στην άκρη του πλατύσκαλου κι' από κει μπρούμητα κατρακύλησε τα είκοσι πέτρινα σκαλοπάτια, ως που βρέθηκε κοψομεσιασμένος κάτου στο χώμα νεκρός.
Άμα είδε το κατόρθωμά του, ο Διαολής τόβαλε στα πόδια. Πήγε σπίτι του, έρριξε σ' ένα τράστο μισό ψωμί, λίγο τυρί κι' ελιές που βρήκε στο κελάρι κι' έφυγε, λέγοντας στη μάννα του που τον έβλεπε ανήσυχη:
- Σκότωσα το δάσκαλο! Πάω στο Σούβαρδο, στο θειό μου.
- Παιδί μου! φώναξε η δύστυχη μάννα κι' έκανε να τον πιάση.
Αυτός όμως πετάχτηκε όξω, πήρε μια γκλίτσα που βρήκε στην αυλή κι' έφυγε τρεχάτος. Βουβή η δύστυχη τον είδε να παίρνη το δημόσιο δρόμο που άσπριζε σαν πλατειά κορδέλα και ξεδιπλωνότανε ως το διάσελο. Τα μάτια της τρέξανε σα βρύση. Με την ψυχή ανεβασμένη στο στόμα, σπαράζοντας ολόκληρη, ακκούμπησε στο παράθυρο κι' όλη τη δύναμη του είναι της τη συγκέντρωσε στα μάτια της, που στέρεψαν τώρα, για να τον βλέπη. Και τον έβλεπε σαν αντρούλη να προχωρή, αληθινό λεβεντόπαιδο, που με την παλληκαρίσια περπατησιά του σ' άλλη στιγμή, θα την έκανε να τον καμαρώνη και την ψυχή της ν' αναγαλλιάζη.
Τώρα όμως της έφευγε φονιάς, λέει και σε κάθε βήμα που απομακρυνότανε έφευγε μαζί του κι' από ένα κομμάτι της ζωής της! Όσο απομακρυνότανε, τόσο και μίκραινε.
Με το αίμα στο κεφάλι, τέντωνε η δύστυχη μάννα το λαιμό και γούρλωνε τα μάτια της για να τον βλέπη, να μην τον χάση. Όμως, όλο και μίκραινε, και σε λίγο τον είδε τόσο δα! σα μύγα στην κορφή του διάσελου που τη ροβόλησε και τον έχασε απ' τα μάτια της.
Τότε σωριάστηκε κι' αυτή σάψαλο χάμου, για να μη ξανασηκωθή.

Περπάτησε δυό μερόνυχτα ο Διαολής ως που να φτάση στο Σούβαρδο.
Αφού άφισε το δημόσιο δρόμο, πέρασε γιδόστρατες, ανέβηκε βουνοκορφές και ροβόλησε χαράδρες, με θολωμένο το μυαλό, χωρίς συνείδηση, χωρίς σκέψη, τρομοκρατημένος απ' την πρώτη του περιπέτεια κι' ανήσυχος σαν κυνηγημένο ερμοπούλι.
Όταν πρωτοστάθηκε να ξεκουραστή στο θρουμποβούνι, μια όμορφη ραχούλα σε σχήμα αυγού, πυκνοδασωμένη απ' την κορφή ως τη ρίζα με αγριορίγανη, που σκόρπιζε το διεγερτικό άρωμα της ώρες μακρυά, του φάνηκε πως ξύπνησε από βαθύ όνειρο. Ο Βροντός, ένας μικροκαταρράχτης, που έσκιζε στη μέση τη ραχούλα και κυλούσε από ψηλά τα γάργαρα νερά του, είχε σχηματίσει στο ριζοβούνι μια θαυμάσια πηγή, περιτριγυρισμένη από άφθονο πολυτρίχι, και χυνότανε από κει τραγουδιστά σ' ένα αυλάκι, ποτίζοντας λεύκες πελώριες και σειρές ατελείωτες από κόκκινες πικροδάφνες.
Εξεδίψασε και ξάπλωσε στη ρεματιά να κοιμηθή λίγο. Το μυαλό του όμως άρχισε να δουλεύη.
" Γιατί να φερθή έτσι; Τι θα γίνη τώρα; Να ξαναγυρίση σπίτι του;"
Αυτό όμως δε βάσταξε πολύ.
- Καλά έκαμα! είπε αποφασιστικά, δίνοντας λόγο στον εαυτό του.
Και ξεκίνησε πάλι για το Σούβαρδο.
Τώχε στο αίμα του. Από τον καιρό που, πενταχρονίτης ακόμα, έσπασε ξαφνικά το πιάτο στο κεφάλι του πατέρα του, εφανέρωσε το χαραχτήρα του σκληρό και ανυπόταχτο, το ζωηρό και τον αράθυμο, που θα τον κάμη, μεγαλώνοντας, να μαλώση, να δείρη, να σκοτώση, να φυγοδικήση, ως που να φτάση στην καρμανιόλα, ή να τον ξεβγάλουν κρυφά, σαν το σκυλί στ' αμπέλι.
Με το χάραμα έφτασε στο Σούβαρδο.
Έαν μικρό χωριουδάκι στη ριζοκαστριά, από είκοσι απάνω - κάτω χαμόσπιτα, απομακρυσμένα με φράχτες, που χωρίζανε τα μαντριά, τους λαχανόκηπους και τα μποστάνια τους. Στην άκρη του χωριού και λίγο ψηλότερα από τ' άλλα, ξεχώριζε ένα μεγάλο δίπατο σπίτι, με χαγιάτια και μεγάλες ταράτσες, το σπίτι του προύχοντας Στάθη Δημάκη, του θείου του Διαολή.
Δίπλα στο σπίτι ήταν χτισμένα τα τυροκομιά, οι σταύλοι και πέντ' έξη αποθήκες, που χρησίμευαν για φύλαξη της σιτοσποράς και γι' αποκκούμπι των δουλευτάδων. Δεξιώτερα ακόμη, στην κορφή της βουνοσειράς, φαινότανε σαν αητοφωληά, χτισμένο απάνω στο βράχο, το παμπάλαιο μοναστήρι του Άη Νικόλα και κάτω, στα πόδια του χωριού, ένας κάμπος από λειβάδια και περιβόλια, στανοτόπια και βαλανιδιές, απλωνότανε καταπράσινος, ατελείωτος, τόσο, που τα μάτια γλεντοκοπώντας δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν αν σταματούσε σε θάλασσα ή έφτανε τα ουρανοθέμελα.
- Και χωρίς γράμματα μπορείς να γίνης καλονοικοκύρης εδώ, του είπε ο θείος του. Όρεξη νάχης για δουλειά!
- Έχω!
Ο κυρι Στάθης Δημάκης, ένας λεβεντόγερος, με τα ψαρρά ανασηκωμένα μουστάκια του, το πρόσωπό του το ροδοκόκκινο και την κυπαρισσένια κορμοστασιά του, θα ζύγωνε τα εξηνταπέντε του χρόνια. Κι' αυτός από μικρός, δεκαχρονίτης, έτσι τόσκασε απ' το χωριό του το Λεβεντοχώρι και ξέπεσε στο Σούβαρδο τσοπανόπουλο· μα με τη δούλεψή του, τη σβελτοσύνη του, την τόλμη του και την παλληκαριά του ακόμη, αφού απόχτησε τα λίγα, ξεπέρασε γλήγορα όλους τους άλλους μικρονοικοκυραίους κι' εγίνηκε χοντρονοικοκύρης και τσέλιγκας μέγας και τρανός.
Ήταν έτοιμος να καβαλλικέψη για να κάμη το γύρο του υποστατικού του, αρχίζοντας από την αργατιά πρώτα και κατόπι τις στάνες, για να τα κατασταλάξη στο "βορό", που ήταν ξακουστός σ' όλο τον κάμπο με της εκατό γελάδες του και τους ονομαστούς "μπουγάδες" τους σοϊλίτικους, με τα πλουμιστά δέρματα και τα κέρατά τους τα γυαλιστερά σαν μπρούτζινα. Όπως όμως έβλεπε τώρα μπροστά του το μικρό, ξαναγύρισε, άθελα, με το νου του στα περασμένα, και, σα να βάρυναν το κορμί του οι θύμισες τόσων χρόνων που πέρασαν, άφισε το χαλινάρι στα χέρια του μικρού κι' εκάθισε στο πετρόσκαλο συλλογισμένος.
Γλυκειά μελαγχολία απλώθηκε στο πρόσωπό του και άφινε τα χαρακτηριστικά του να φανερώνουν πως δεν ήθελε να του ξεφύγη τίποτε από τα περασμένα, ότι ψαχούλευε το νου, για να φέρνη στον καθρέφτη των ματιών του μία - μία τις εικόνες μιας ζωής εξηνταπέντε χρονών.
Ο Ψαρής, που σελωμένος μασούσε το χαλινάρι από ώρα, άρχισε να χτυπάη ανυπόμονος το πόδι του στο χαλικόστρωτο.
Ο κυρ Στάθης σήκωσε σε κάποια στιγμή το κεφάλι και κοίταξε το μικρό.
- Πήγαινε να σαμαρώσης το Ντορή, του είπε. Θα ρθής μαζή μου.
Έβγαλε από το σελάχι του την καπνοσακκούλα, προσπαθώντας να σκεπάση μ' ένα λαδί μαντήλι την κουμπούρα και το λάζο το μαυρομάνικο, που του ήταν ακόμη σύντροφοι αχώριστοι και σηκώθηκε.
Σε λίγο καβαλλίκεψαν και ξεκίνησαν μαζί, μπροστά αυτός και πίσω ο Διαολής. Έσκιζαν τώρα τριποδίζοντας τον κάμπο, για να προφτάσουν να κάμουν όλο το γύρο του υποστατικού.

...............................................................................................................

Δεκοχτώ χρόνια έμεινε στο Σούβαρδο ο Διαολής, δεξί χέρι στην αρχή του θείου του και λίγο - λίγο σωστός νοικοκύρης. Εργατικός, ακούραστος, ρούφουλας στη δουλειά, όπως και στο γλέντι. Πρώτος σ' όλα! Δουλευτής, επιστάτης κι' αφέντης. Εφρόντιζε μόνος και όλα τα κατείχε και τα διαχειριζότανε, από το καρφί ως το βελόνι.
Ο θειός του, που στην αρχή τον συμπάθησε για το ξεχωριστό ίρτζι του, τώρα τον λάτρευε και τον θαύμαζε για την ενεργητικότητά, την εξυπνάδα του και την πρωτοβουλία που λάβαινε σ' όλες τις δουλειές κι' εκτελούσε χωρίς χρονοτριβή.
Τον χρειαζότανε! Πολύ τον χρειαζότανε! Και τούρθε μέσ' την ώρα! Οι γαμπροί του δε φέλαγαν για τίποτα! Ο γυιός του - ένα τον είχε, καλή του ώρα - ήτανε δικηγόρος στον Πύργο, μέγας και πολύς! Έγινε μάλιστα κάποτε και βουλευτής και τώρα πάει για υπουργός. Δε σου λέω κι' οι δόξες καλές είναι! Μα " τ' αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη", και το υποστατικό δεν ήταν μονάχα σπίτι κι' αμπέλι. Ήταν στάνες, βοροί, βαλμαδιά, ήταν λειβάδια με σιτοσπορές, με λιοτρίβεια και τυροκομειά. Νισάφι δεν έκανε ο κυρ Στάθης να πετσοκόβεται μοναχός του τόσα χρόνια για να τα προφτάση. Ο Θεός του τον έστειλε το Μητσέλο. Έτσι τον είπε κάποτε χαϊδευτικά και έτσι τον λέγανε τώρα όλοι.
Είχε βγη άκουσμα σ' όλα τα γειτονοχώρια τόνομα του Μητσέλου. Και στο χωριό του, που στα τόσα χρόνια δεν πάτησε ούτε μια φορά, είχε γίνει θρύλος. Όσο μεγάλωνε, τόσο μεγαλώνανε και τ' ανδραγαθήματά του. Παλληκαριές, καυγάδες, έρωτες, σκοτωμοί δεν απόλειπαν, λες και του ήταν ανάγκη για την καθημερινή ζωή του. Από τον καιρό που ζύγωσε τα είκοσι χρόνια του, οχτώ - δέκα φορές ως τώρα έπαιξε κουμπουριές με χωριανούς, με τσοπάνηδες και μ' αγροφύλακες. Το στήθος του ήταν κόσκινο από σφαίρες, - πέντε του έβγαλαν οι γιατροί και μια άλλη είχε σφηνωθή κάπου στο κορμί του, να την πάρη μαζί στον τάφο.
Ο θειός του χαλούσε τα ναπολεόντεια με τη χούφτα, κουβαλώντας τον στην Πάτρα, τρέχοντας στους καλύτερους γιατρούς για να τον σώση. Και άμα τον γλύτωνε από τις σφαίρες, έτρεχε ξανά στα δικαστήρια, πληρώνοντας όσα - όσα στους χτυπημένους να ψευδομαρτυρήσουν πως αυτοί είχαν άδικο και τον γλύτωνε από τη φυλακή.
Οι χωριανοί τον έτρεμαν και τον μισούσαν, γιατί λίγο - πολύ όλους τους είχε πελεκήσει, οι γυναίκες όμως - ούτε μια δεν του γλύτωσε - τον ελάτρευαν όλες και τον φοβόντουσαν. Αφού ερωτευότανε καλά με τη μία και περνούσε κάμποσο καιρό μαζί της, την παράταγε άξαφνα, δίδοντάς της κι' από ένα γερό ξύλο, χωρίς αυτό να σημαίνη πως δεν θα ξαναγύριζε με καιρό στην αγκαλιά της, που θα την εύρισκε πάντα ολάνοιχτη. Έτσι από μία - μία - και τόξεραν όλες και τον ζητούσαν για την απόλαυση χωρίς να πολυσκοτίζωνται για τον έρωτα - τρυγούσε τα φιλιά, ψάρευε στους κόρφους και ρουφούσε την ηδονή απ' όλες, από τις στριμένες χωριάτισσες ως τις αφράτες βλαχοπούλες. Ήταν ο λεβέντης τους, ο γλεντζές, ο παλληκαράς, ο καταχτητής κι' ο δαμαστής τους.
Μόνο μία, η Μπαρουτιά, η γυναίκα του Ντριμάλα, του βγήκε από το "χάκι".
Είκοσι ως εικοσιδύο χρόνων η Μπαρουτιά, ψηλόλιγνη, μελαχροινή, είχε έναν αέρα δικό της, που φανέρωνε αμέσως ότι τώρριχνε κάτου. Άμα κάρφωνε το μάτι της σ' άνθρωπο, δεν το κατέβαζε αν δεν το κατέβαζε πρώτος αυτός. Είχε ένα ανταμίστικο περπάτημα που οι άλλες οι χωριανές τη φοβόντουσαν και τα παλληκάρια δεν την αποζητούσαν.
Τι νάχε μαντέψει τάχα η μάννα της που από έξη χρόνων την έβγαλε Μπαρουτιά;
Ο Μητσέλος άδικα έρριχνε, χρόνια τώρα και σ' αυτή τα δίχτυα του!
- Γεια σου, Σαΐνα μου! της έλεγε όπως περνούσε, σταματώντας στην πόρτα της.
- Καλώς το Μητσέλο μου, του απαντούσε κι' αυτή γλυκομίλητα.
- Μπαρουτιά, σ' αγαπάω! Θα με τρελλάνης!
- Κι' εγώ, Μητσέλο μου. Μα αν πατάνε αλλού, δεν τρυγάνε δω!
Κι' ακκουμπώντας την παλάμη στον αριστερό γοφό της, με ζαρωμένα τα ματόφρυδα, τον εκάρφωσε με το βλέμμα της, ακούνητο, σαν έκανε να τη ζυγώση.
Ο Μητσέλος όμως, λίγο - λίγο, αγάπησε στ' αλήθεια τη Μπαρουτιά. Ο πόθος να την κάμη δική του εθέριευε μέσα του και κάποτε που την ξεμονάχιασε να ποτίζη το άλογό της στην πηγή, δε μπόρεσε να κρατηθή και ρίχτηκε να την αγκαλιάση.
Η Μπαρουτιά όμως πρόφτασε και τούδωσε μια με το λυτάρι, που το αίμα πετάχτηκε πύρος από το μάγουλό του.
- Μωρή Μπαρουτιά!
- Μώρα και σκασίλα, του απάντησε, στριφογυρίζοντας το λυτάρι, να του δώση και δεύτερη.
Ο Μητσέλος, αντί να φρενιάση, την κοίταξε με θλιμμένο χαμόγελο. Ύστερα έσκυψε στην πληγή να πλύνη το αίμα από το πρόσωπό του κι' έφυγε αμίλητος.
Τότε η Μπαρουτιά άρχισε να κλαίη.
Άμα είδε το Μητσέλο να φεύγη, σκυφτά, με τη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, η Μπαρουτιά κλονίστηκε και στα μάτια της άθελα ανέβηκαν τα δάκρυα. Τον αγαπούσε πολύ, από πριν το Μητσέλο, πάρα πολύ. Μα τόσον καιρό η περηφάνεια της και η ζήλεια την εμπόδιζαν να του δοθή, τι ήθελε; Να τη στραπατσάρη σαν τις άλλες; Όχι! Ποτές! Και κρατήθηκε καλά ως τη στιγμή που τον χτύπησε και τον είδε μπροστά της ταπεινό, να φεύγη λυπημένος και αμίλητος.
Η αγάπη της φούσκωσε τότε όπως το ποτάμι στην κατεβασιά και κιντύνευε να την πνίξη. Αγώνας τρομερός γινότανε μέσα της. Τα μάτια της είχαν θολώσει, η ανάσα της λιγόστευε και τ' αυτιά της εβούιζαν. Τι; Θα τον χάση για πάντα λοιπόν;
Το πείσμα της και η περηφάνεια ενικήσανε σε κάποια στιγμή!
- Ούθε το πρώτο μου παπούτσι! είπε σκουπίζοντας τα μάτια της.
Έβρεξε το κεφάλι της με λίγο νερό και καβαλλίκεψε να φύγη. Την ώρα όμως που έστριβε αριστερά για το σπίτι της, έρριξε την ματιά της στο δρόμο που είχε πάρει ο Μητσέλος και τον ξεχώρισε να προχωρή σιγά και να πλησιάζη στην εμπαή του υποστατικού.
Κάτι ένοιωσε πάλι μέσα της, που την έσπρωχνε σα σίφουνας, και δε μπορούσε να κρατηθή.
Έστριψε αμέσως μ' απόφαση, δεξιά. Το λυτάρι εσφύριξε χτυπώντας στα καπούλια και στο κεφάλι του αλόγου και το ζώο άρχισε να τρέχη με χλιμιντρισμούς, ενώ η Μπαρουτιά, με την παλάμη κεραμίδι μπροστά στο στόμα της, έστελνε μηνύματα στο Μητσέλο να σταθή.
- Μη-τσέ-λο! Μη- τσέ-λοοο!
Σαν τον έφτασε, κατέβηκε από τάλογο, τον άρπαξε και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του.
- Δική σου, Μητσέλο, δική σου!
Κι' ενώ αυτός την έβλεπε σαστισμένος, τον άρπαξε στην αγκαλιά της και τον έσυρε λίγο απόμερα, σε μια πατουλιά. Εκεί, σ' ένα παχύ στρώμα από φτέρες, τον έσπρωξε χάμου, εκουλουριάστηκε σα φίδι απάνω του, του ξέσχισε τα ρούχα και κόλλησε βεντούζα τα χείλη της στο στήθος του βγάζοντας στεναγμούς και ξεφωνητά.
- Δική σου! Δική σου! Δική σου!
Δυό ώρες έμειναν εκεί. Ο ήλιος βασιλεύοντας κατακόκκινος πίσω απ' το βουνό της Κεφαλλωνιάς, έστειλε σε κάποια στιγμή, μέσ' από τους θάμνους που τους έκρυβαν, τις ματωμένες αχτίνες του στα σμιγμένα πρόσωπά τους, που φάνηκαν αμέσως σα βουτηγμένα στο αίμα και τους έκαμε να τιναχτούν τρομαγμένοι. Εγελάσανε όμως αμέσως για το φόβο τους και με το σούρπωμα χωριστήκανε με όρκους αγάπης και με φιλιά ατέλειωτα.
Από τότε, κάθε φορά που ο άντρας της Μπαρουτιάς επήγαινε στο νυχτόσκαρο, ο Μητσέλος πηδούσε το φράχτη· κι' η Μπαρουτιά, που τον περίμενε στην πόρτα, τον άρπαζε φαρομανώντας στην αγκαλιά της, του ξέσχιζε τα ρούχα απ' τη λαχτάρα της, ως που να τον γδύση και τον έσπρωχνε κολλημένη βδέλλα απάνω του στο κρεβάτι, που τα μαξιλάρια της μοσχοβολούσαν από βασιλικά και μαντζουράνες.
- Ρουφήχτρα Μπαρουτιά! της έλεγε ο Μητσέλος σαν έφευγε.
- Καϋμός μου, Μητσέλο μου, του απαντούσε κι' η Μπαρουτιά μ' ένα σφίξιμο στην αγκαλιά της που έκανε τα κόκκαλά του να τρίζουν.

...............................................................................................................

Περάσανε όμως τα χρόνια. Δεκαοχτώ χρόνια αν ήτανε μια ζωή ολόκληρη για το Μητσέλο, για το θειό του ήταν το τέλος μιας ζωής.
Είχε περάσει τα ογδόντα του χρόνια ο κυρ Στάθης και βαστιότανε ακόμα για καλά στο μυαλό του. Τα κότσια του όμως άρχισαν να μη ακούνε κι' όταν έμαθε το θάνατο του αδερφού του, - του πατέρα του Μητσέλου - σε μια βδομάδα τον ακολούθησε.
Είχε φροντίσει για το Μητσέλο όπως και για τα παιδιά του. Από την πρώτη χρονιά που τον πήρε, του ξεχώριζε πέντε- δέκα  πρόβατα κάθε Λαμπρή. Και τώρα βρισκότανε ο Μητσέλος με το δικό του κοπάδι από εκατό πενήντα πρόβατα και αρκετά γελάδια. Κι' όταν κατάλαβε πως ζυγώνει το τέλος του, εκάλεσε το Μητσέλο και τούδωσε κρυφά ένα καλό κομπόδεμα με την ευκή του.
- Άμα πεθάνω, παιδί μου, ξέρω πως δεν θα μπορέσης να κάτσης εδώ.
- Δε θα πεθάνης! αποκρίθηκε ξαναμμένος ο Μητσέλος, κάνοντας ασυνείδητα κίνημα να τραβήξη την κουμπούρα!
Αμέσως όμως τον πήραν τα δάκρυα.
Ο κυρ Στάθης, που δεν του ξέφυγε το κίνημα του Μητσέλου, αναγάλλιασε κι' έκαμε να χαμογελάση.
- Σύχασε παιδί μου. Ο Θεός ξέρει την ώρα και την στιγμή, Άνθρωποι δεν είμαστε; Σου έλεγα λοιπόν, πως δε θα μείνης εδώ. Τα ξέρω τα συγγενολόγια. Περιουσία έχεις καλή στο Λεβεντοχώρι. Εκεί να πας, στον τόπο σου. Να την αυγατήσης, να φρονιμέψης και να παντρευτής! Μ ετην ευκή μου, παιδί μου!
Και σε λίγο έκλεισε τα μάτια του για πάντα.
Πρώτη φορά ο Μητσέλος ένοισε τόση λύπη και τόση ορφάνια στην ψυχή του. Το Σούβαρδο δεν τον χωρούσε πια! Τα τριγύρω βουνά, που τόσα χρόνια δεν τάχε προσέξει, τώρα του κάθονταν στο στήθος μολύβι. Τ' απόσκια τους τού φαντάζανε σα μαύρα κιλίμια απλωμένα  κι' ο αέρας που σφύριζε περνώντας τις ρεματιές, του φαινότανε σα μοιρολόγι που ερχότανε από μακρυά.
Αποφάσισε να φύγη το γληγορώτερο. Θυμότανε τώρα το Λεβεντοχώρι και νοσταλγούσε τον ανοιχτό του κάμπο, με τ' αμπέλια και τις σταφίδες, τη γαλάζια θάλασσα με τα πλεούμενα, την αμμουδιά και τα φύκια που φτάνανε ως τον τράφο που άρχιζαν τα χωράφια του κι' έστηνε το καλοκαιρινό του τσαρδάκι.
Σκέφτηκε να πάη εκεί πρώτα για λίγες μέρες, να ιδή και να ταχτοποιήση το κάθε τι κι' ύστερα να κουβαληθή οριστικά.
Καβαλλίκεψε ένα πρωΐ την Κίτσα του, την αγαπημένη του φοράδα, που του είχε χαρίσει ο θειός του και σε πέντε ώρες έφτασε στο Λεβεντοχώρι.
Ξαναγυρίζοντας εκεί, ύστερ' από δεκαοχτώ χρόνια, λιποψύχησε σαν αντίκρυσε τα πρώτα χαμόσπιτα. Κι' όταν ξεπέζεψε στο πατρικό του σπίτι, τον πήρανε για μια στιγμή τα δάκρυα, αυτόν που τόσο σκληρός ήτανε στη ζωή από τα μικρά του χρόνια.
Οι λιγοστοί συγγενείς του, τον δεχτήκανε μ' αληθινή χαρά κι' αγάπη, ενώ οι άλλοι χωριανοί και συνομήλικοί του τον κοιτούσανε με φθόνο και θαυμασμό για τη λεβεντιά και την προκοπή του.
Πρώτα γύρεψε και πήγε στο νεκροταφείο να κάμη μνημόσυνο στους γονιούς και στο θείο του. Την ίδια μέρα τράβηξε για το χτήμα του μ' ένα συγγενή του.
Καθώς ζυγώνοντας, αντίκρυσε τη θάλασσα, ανάσανε βαθειά απ' το στήθος του, μ' ευχαρίστηση, λες και ξαναγεννιότανε. Του φαινόταν πως κι' αυτή τον γνώρισε και τον καλοχαιρετούσε με τα χιονάτα μαντήλια της, που τάστελνε και σκάζανε αφρούς στην αμμουδιά.
Το χτήμα τώρα του φάνηκε μικρό. Αγόρασε αμέσως και τα γειτονικά του χωράφια, έδωσε σχέδια και χρήματα να σηκωτραφήσουν και να ενώσουν, να διορθώσουν τη χαμοκέλα, ως που νάρθη αυτός να τη μεγαλώση. Εκανόνισε πού να γίνουν τα μαντριά, ο σταύλος, ο ποτισώνας, εφρόντισε να ξαριστή η στέρνα και το πηγάδι κι' έφυγε σε δύο μέρες για το Σούβαρδο, με απόφαση να γυρίση μια και καλή, όσο μπορούσε γρηγορώτερα.
Πόσο τον τραβούσαν τώρα το χωριό του, τα χωράφια του, τα στανοτόπια, η θάλασσα, ο καλαμιώνας που θρόιζε χαϊδευτικά στ' αυτιά του! Όλα, όλα τ' αγκάλιαζε με τα μάτια του φεύγοντας, με αγάπη και λυπότανε που τάφινε και για λίγες ημέρες.
Σα γύρισε στο Σούβαρδο, του φάνηκε πως τον βάλανε φυλακή. Επούλησε τα βώδια του, ξεχώρισε το κοπάδι του και πήρε μαζί του το μόνον απ' τους τσομπάνηδες που τον αγαπούσε, το Βίνια με το παιδί του και τους έστειλε μπροστά με τα πράματα στο χωριό του, όπου θάφταναν σιγά σιγά, σε τρεις ημέρες.
Εταχτοποίησε κι' αυτός με το συγγενολόι του τους λογαριασμούς του υποστατικού και τους κατατόπισε σε ό,τι δε γνώριζαν καλά.
Την παραμονή που θάφευγε, επήγε κι' αποχαιρέτησε, στα σπίτια τους, όλους τους χωριανούς και τους τσοπάνηδες, όλους πέρα - πέρα, οχτρούς και φίλους.
- Ψωμί κι' αλάτι, κουμπάρε.
- Ψωμί κι' αλάτι.
Οι χωριανοί έμεναν ευχαριστημένοι γιατί έφευγε το αγκάθι, όπως τον έλεγαν. Ενώ οι γυναίκες - πονόψυχες όπως πάντα - λυπηθήκανε και δάκρυσαν.
Η Μπαρουτιά που είχε να τον ιδή ένα μήνα σχεδόν, από το θάνατο του θειού του, εμαρμάρωσε στο ξαφνικό άκουσμα και το βράδυ που τον δέχτηκε στην αγκαλιά της, μαζί με τα φιλιά τα ατέλειωτα, τον έλουζε και με πύρινα δάκρυα, τα δάκρυα του ζωντανού χωρισμού.
- Πάρε με μαζί σου! Δούλα σου, σκλάβα σου, τούλεγε με λυγμούς που την έπνιγαν και την έκαναν να σπαρταράη σύγκορμη.
- Όχι ακόμα! της έλεγε κι' αυτός πονετικά. Παραπέρα...θα ιδούμε.
Την άλλη μέρα, με το σκάσιμο του ήλιου, ο Μητσέλος άφισε για πάντα το Σουβάρδο. Η Κίτσα είχε πάρει το δρόμο σιγοπερπατώντας βήμα - βήμα, σα συλλογισμένη, λες και καταλάβαινε κι' αυτή τι γινότανε μέσα στην ψυχή του αφέντη της.
Σε μισή ώρα, περνώντας τη νεροτριβή όπου λεύκαιναν οι βλάχισσες τα κιλίμια τους, αναγκάστηκε να σταματήση ξαφνιασμένος, ενώ μια ανατριχίλα απλώθηκε στο κορμί του κι' ένα δυνατό τράνταγμα της ψυχής κιντύνευε να του κόψη την αναπνοή.
Καμμιά τριανταριά χωριάτισσες και βλαχοπούλες είχαν μαζευτή στη νεροτριβή και σαν τον είδαν να ζυγώνη, βγήκαν όλες μπροστά στο δρόμο και τον χαιρετούσανε με τα μαντήλια τους και με φωνές.
- Στο καλό, Μητσέλο!
- Στο καλό, αφέντη!
Ο Μητσέλος τις έβλεπε σαστισμένος. Έβγαλε την πλατειά ψάθα του και χαιρετούσε, ενώ με τα μάτια ψαχούλευε να ξεχωρίση μία - μία όλες εκείνες τις γυναίκες, που του φανέρωναν τόσο συγκινητικά, την αγάπη τους.
Τελευταία, σε μιαν άκρη, είδε τη Μπαρουτιά να τον κοιτάη, ακούνητη, κιτρινισμένη κι' αμίλητη.
Δεν μπόρεσε να κρατηθή άλλο. Εκέντησε την Κίτσα κι' έφυγε βιαστικά, στέλνοντας χαιρετισμούς με την ψάθα του.
- Ευχαριστώ, κουμπάρες! Ευχαριστώ!
- Στο καλό, ασίκη! Στο καλό!
 Όταν σε λίγο επήρε τη στροφή του δρόμου και κατέβηκε για να περάση τη λαγκαδιά, σταμάτησε το άλογο και με την τρεμουλιαστή γλυκειά φωνή του άφισε την ψυχή του να ξεσπάση στο τραγούδι, που τόσες φορές ως τώρα άσκοπα είχε τραγουδήσει:

Αφίνω γεια, ν' υγειά στις ΄όμορφες
και γεια στις μαυρομάτες...

............................................................................................................................................................................................................................................................................................................................................

Οι πλαγιές της λαγκαδιάς έστελναν με τον αντίλαλό τους το παθητικό τραγούδι ως τη νεροτριβή, όπου οι βλάχισσες ακούγανε με δακρυσμένα μάτια....


Γ'

- Και το όνομα αυτής;
Ο δάσκαλος του χωριού, που τον άρπαξαν από το δρόμο για να βαφτίση ένα μισοπεθαμένο εφταμηνίτικο κοριτσάκι, σαν το πήρε στα χέρια του, πετσί και κόκκαλο, ένα νιάνιαρο, δυσκολεύτηκε ν' απαντήση αμέσως στο ρώτημα του παπά.
- Αυτό είναι από κείνα που πετούσαν οι σπαρτιάτες απ' τον Ταϋγετο, είπε βλέποντας τον παπά στα μάτια.
- Και το όνομα αυτής; ξαναρώτησε με αυστηρό τόνο ο παπάς.
- Ταϋγέτη! Τάγια! αποκρίθηκε ο δάσκαλος, κολλημένος στην αρχική του σκέψη.
Και το βούτηξε στο νερό.
Με το βούτημα όμως, το νιάνιαρο έβαλε φωνές αγριμιού, εζωήρεψε αμέσως, έζησε, μεγάλωσε κι' εθαυματούργησε.
Από πέντε χρονών, η Τάγια, λες και τα λόγια του νονού της είχαν μπάσει στις φλέβες της αίμα σπαρτιάτισσας, εμεγάλωνε με καμώματα αγορίστικα! Ένα κουβάρι από νεύρα, μικροδέματη αλλά μεστωμένη, δυνατή, όλο ζωή, ποτέ δεν πήγαινε με τα κορίτσια να παίξη. Κούκλα δεν έπιανε στα χέρια της. έτρεχε όλο με τ' αγόρια και τάβανε κάτω. Στο πήδημα πρώτη. Στο λιθάρι πρώτη. Σ' όλα τα αγορίστικα παιγνίδια βρισκότανε πρώτη και καλύτερη!
Όταν παίζανε τους κλέφτες και χωρίζανε σε δυό μπουλούκια, γινότανε αρχηγός στην παρέα της κι' έτρεχε ξετρελλαμένη μπροστά με χειρονομίες και ξεφωνητά.
- Απάνω τους, μωρέ και τους φάγαμε!
Το κυνηγητό και το μαλλιοτράβηγμα ήταν το πανηγύρι της.
Η μάννα της την έδερνε κάπου - κάπου, όπως δέρνει η μάννα μια μοναχοκόρη, μα δεν έβγαινε τίποτα. Μπήκε στη μέση κι' ο πατέρας με το άγριο, πως θάφερνε καλύτερο αποτέλεσμα. Όλα όμως μάταια και οι φοβέρες και το ξύλο.
- Δεν θέλω να φορώ φουστάνια! εφώναζε.
- Μ' αφού είσαι κορίτσι
- Όχι, θέλω νάμαι παιδί!
Σιγά - σιγά όμως, όσο μεγάλωνε, με την επιμονή της μάννας της, έμπαινε στον κοριτσίστικο δρόμο. Πιάστηκε με κεντήματα, καθόταν στον αργαλειό, ετοίμαζε προίκα, χωρίς και να ξεχνάη και τ' αγορίστικα καμώματα που είχε συνηθίσει από μικρή.
Δεκαοχτώ χρονών κοπέλλα τώρα, καστανομαλλούσα, καλοδεμένη, με ζωηρά μεγάλα μάτια και τροφαντά στήθεια, εκεί που ύφαινε στον αργαλειό, πετιότανε ξαφνικά στο δρόμο και κυνηγούσε το Μουρλοβασίλη τον Κιπαρδή, έναν κουρελή με πέντ' έξη ματσούκια στα χέρια, και τον έβανε να τραγουδήση τα νησιώτικα τραγούδια της τρέλλας του:

Μην είδατε τον Τσίπαρδο με μία φορτωτήρα
που προβατεί στις γειτονιές και δεν αφίνει χήρα;

Εγελούσε με την καρδιά της κι' έτρεχε από κοντά του λαχανιασμένη στις γειτονιές, βάζοντας τα σκυλιά να τον κυνηγούνε, όπως έκανε τον καιρό που ήταν οχτωχρονίτρα.
Τις προάλλες, πάλι, Λμαπρή μέρα, κει που ψένανε στην αυλή της, με τρεις άλλες γειτονικές φαμίλλιες, το πασχαλινό αρνί, άφισε το γύρισμα της σούβλας, άρπαξε το δίκανο κι' άρχισε να σκοτώνη αράδα κιρκινέζια, για το Χριστός Ανέστη. Της ήταν δύσκολο να υποταχθή απόλυτα στο φύλο της.
Ξυπνούσε με το χάραμα, άρχιζε με το τραγούδι την ετοιμασία του σπιτιού κι' έτρεχε αμέσως να ξυστρίση το άλογο, να του βάλη φάκνα, να το ποτίση, βοηθούσε τον πατέρα της να ζέψη το κάρρο και τον καλόστελνε πρόσχαρη, σαν ξεκινούσε για τη δουλειά του.
- Στο καλό κι' ο νους σου εδώ!
Άμα γύριζε πάλι, βοηθούσε στο ξεφόρτωμα, ταχτοποιούσε το κάθε τι και αν ήταν νωρίς, καβάλαε κι' έτρεχε στο αμπέλι μόνη της, να φέρη κουτσούρια για το τζάκι και χεροβότανο για το άλογο.
Όσο μεγάλωνε, γινότανε πιο ζωηρή και φανέρωνε μια τρελλοπερηφάνεια επικίνδυνη. Έπρεπε να κάνη εκείνο που ήθελε. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το άπρεπο απ' αυτό που της άρεσε. Όλα κι' όλα όμως! Ψεγάδι δε βρέθηκε στόμα να της κολλήση. Αν έκανε τα τρελλοκαπρίτσια της, την υπόληψη την κρατούσε κορώνα ψηλά στο κεφάλι της. Ήτανε μάλιστα πολύ αυστηρή στις φιλενάδες της, που της μπιστευόντανε τις ερωτοδουλειές τους.
- Ντροπή σου, μωρή Λούλα! Θα βγη τόνομά σου βούκινο.
- Τσιμπήματα, φιλήματα, πάρε νερό και πλύνε τα, της απαντούσε η Λούλα ξεκαρδισμένη στα γέλια.
Ο πατέρας της, που τον κρατούσε πάντα σε ανησυχία ο ζωηρός χαραχτήρας της Τάγιας, αποφάσισε πολλές φορές, μαζί με το συγγενολόι του να την παντρέψη το γρηγορώτερο. Αυτή όμως δεν ήθελε ν' ακούση για γάμο. Και κάθε φορά που της έλεγε η μάννα της για κανένα καλονοικοκύρη, είχε εύκολη την απάντηση.
- Δεν έχω ανάγκη από βερέμηδες!
Όταν πάλι της έλεγε για κανένα λεβεντόπαιδο, η Τάγια άλλαζε το χαβά:
- Αυτό το ξεμπέχαλο θα πάρω εγώ;
Εκείνη τη χρονιά ξαναγύρισε στο χωριό κι' ο Διαολής - έτσι τον ξέρανε κι' έτσι τον λέγανε πάλι.
Ο ερχομός του, για πολλές βδομάδες, ήταν το γενικό κουβεντολόι σ' άντρες και γυναίκες. Οι γριούλες, τα καφεκούτια, γυρίζανε από πόρτα σε πόρτα και ξεμυαλίζανε τα κορίτσια με παραφουσκωμένες ιστορίες για τους έρωτές του, τις παλληκαριές του, τα πλούτη και τα άθλα του.
Τους πρώτους μήνες, ο Διαολής είχε πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Το χτήμα του ξαναζωντάνεψε όλη την περιοχή. Αγόρασε κι' άλλα χωράφια, διπλασίασε τα πρόβατά του, έσπειρε στάρια, κριθάρια και καλαμπόκια, φύτεψε καπνά, έφτιασε δυό 0 τρεις χαμοκέλες ακόμα, έστησε τσαρδάκια, φύτεψε δέντρα και όλα μαζί, ζευγολάτες, αργατιά, άλογα και τσοπανόσκυλα έδωκαν στο χτήμα όψη μεγάλου υποστατικού.
Άμα τα ταχτοποίησε όλα, ο Διαολής, που δεν είχε λείψει ούτε μια μέρα από την εξοχή, άρχισε να πηγαίνη κάπου - κάπου και στο χωριό, ως που συνήθισε λίγο - λίγο, και κλέβοντας απ' τη δουλειά του καμμιά ώρα, καβαλλούσε την Κίτσα και πετιόταν ως εκεί κάθε μέρα.
Έτσι, ξαναβρήκε τους παλιούς φίλους, έκαμε νέες γνωριμίες με νοικοκυραίους από τα γειτονοχώρια. Έκανε κουμπαριές, στεφανώνοντας και βαφτίζοντας, πρόθυμος όπου τον καλούσαν.
Είχε πάρει τον αέρα της αρχοντιάς από το θειό του και βοηθούσε τη φτωχολογιά. Περνούσε επίτηδες από τα ρακοπουλειά, τις ταβέρνες, τα καφενεία, για να τρατάρη και ν' αφίση χρήματα στα μαγαζειά, να ευκολύνη τον καθένα στη δουλειά του. Γι' αυτό, όλοι οι χωριανοί τούχανε μια ξεχωριστή αγάπη και τον ελάτρευαν, γιατί σε κανένα δεν αρνιόταν ποτέ τη συνδρομή του.
Στο πανηγύρι του Άη Θανάση, στις 2 του Μάη, επειδή το μοναστήρι συνώρευε με το χτήμα του, ο Διαολής είχε τάξει κι' έφτιαξε πεντάρτους για την εκκλησιά και κουλούρες, που θα τρέχανε τα καλύτερα άλογα του δήμου, ποιο να τις κερδίσει.
Είχε προσκαλέσει τρει-τέσσερις γνωστές του φαμίλιες, έψησε αρνιά, έφτιασε γαλατόπητες και χωριστά απ' όσα είχε κανονίσει για τους προσκαλεσμένους του, έδωσε στον ταβερνιάρη ένα αρνί και αρκετό κοκορέτσι για να τρατάρη κάθε φτωχό και ξένο στρατηλάτη.
Κάτω απ' τις πελώριες λεύκες και τα ευκάλυπτα είχαν φτιάσει οι πανηγυριώτες, με τα κάρρα τους, πρόχειρες σκιάδες και τα μικρομάγαζα, τα τσαρδάκια τους.
Σε μια μεγάλη τσαρδάκα, με καμμιά εικοσαριά τραπέζια και πάγκους, είχε πιάσει τη μια γωνιά ο Διαολής με τους καλεσμένους του και τάλλα τραπέζια χωριανοί καλονοικοκυραίοι με τις φαμίλλιες τους. Πιο πέρα, σ' άλλα μικρομάγαζα, με ταβούλια και τις πίπεζες, τα βιολιά και τα κλαρίνα είχε μαζευτή η λεμπετζουριά, παιδαρέλια, ψαράδες και τσομπάνηδες, που γλεντοκοπούσαν και χόρευαν, μεθυσμένοι πριν ακόμα πιούνε καλά- καλά κρασί.
Στη μεγάλη τσαρδάκα, τρώγανε και πίνανε με την ησυχία τους και διασκεδάζανε, στην αρχή, από μακρυά με τους χορούς και τα τραγούδια των μεθυσμένων. Λίγο - λίγο όμως, άρχισαν κι' εκεί να μπαίνουν στο κέφι· και τα τραγουδάκια, σιγανά στην αρχή, με τις κοριτσίστικες δροσερές φωνές, εδυνάμωσαν με τα αντρικά λιανοτράγουδα.
Ο Διαολής, που στην αρχή είχε όλη τη φροντίδα να περιποιείται τους ξένους του, μπήκε κι' αυτός στο τέλος, χωρίς να το καταλάβη, στο κέφι. Με τη γλυκειά, τρεμουλιαστή φωνή του είχε αρχίσει το τραγούδι που τελείωνε σε κάθε στροφή με το ίδιο δίστιχο:

Έλα μ' οδώ! Έλα μ' οδώ,
βρυσούλα με το κρύο νερό!
Έλα μ' οδώ...

Σα νάσκασε κανένα φυσέκι από δυναμίτη, όλες οι παρέες σωπάσανε κι' ο Διαολής έμεινε με το τραγούδι κομμένο και το στόμα ανοιχτό.
Από ένα τραπέζι,στην άλλη άκρη της τσαρδάκας, μια χαρούμενη, δυνατή, γλυκειά φωνή είχε ξαφνικά κόψει και συμπληρώσει το τραγούδι του Διαολή:

Έλα μ' οδώ! - Δεν έρχομαι,
μικρούλα είμαι και ντρέπομαι!

Γέλια σκαστά και κρουσταλλένια ακολουθήσανε το τέλος της ρίμας. Η Τάγια είχε κάμει κι' εδώ το θάμα της.
Όλες οι παρέες και πρώτη του Διαολή, γελούσανε τώρα με την καρδιά τους και σηκωθήκανε ορθοί, άντρες και γυναίκες, με τα ποτήρια γιομάτα.
- Στην υγειά σου, Τάγια!
-Στις χαρές σου Τάγια!
Τ' απομεσήμερο, ύστερ' από το φαγοπότι, σκόρπισε ο κόσμος στην αμμουδιά. Δυό χιλιάδες, απάνου - κάτου, άντρες και γυναικόπαιδα, είχαν σταθή μονόπλευρα στο δρόμο, για να παρακολουθήσουν το τρέξιμο των αλόγων για την κουλούρα.
Ο Διαολής, με δυό -τρεις απ' την παρέα του, πήραν την κουλούρα και πήγαν στο τέρμα, ένα μικρό ψήλωμα, χίλια μέτρα μακρυά απ' την αρχή, όπου ο αστυνόμος προσπαθούσε να κανονίση το ξεκίνημα. Δέκα απ' τα καλύτερα άλογα του δήμου, ράτσες αράπικες και ουγγαρέζικες, τριγυρίζανε εκεί με τους καβαλλάρηδες, όλα λεβεντόπαιδα, ανυπόμονα να ξεκινήσουν.
Ο αστυνόμος τούς έβαλε στη γραμμή κι' ετοιμαζόταν να δώση το παράγγελμα του ξεκινήματος, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένα ποδοβολητό, και τρέχοντας, μπήκε στη γραμμή η Τάγια, καβάλλα στη Σμαραγδή της, μια πρωτοκαβάλλητη κουρεμάδα.
Κάποιο σούσουρο ακολούθησε το τόλμημα της Τάγιας. Φωνές απ' τον πατέρα της, κακό και παρακάλια απ' τη μάννα της, που προσπαθούσε να την εμποδίση να τρέξη. Η Τάγια όμως έμεινε αμετάπειστη. Με το θαλασσί γελεκάκι που φορούσε κι' ένα άσπρο μαντήλι δεμένο στο κεφάλι σα σκουφάκι, με τα μπράτσα ελεύθερα και τις γάμπες γυμνές, κολλημένες στην κοιλιά της Σμαραγδής, κόκκινη - κόκκινη σαν παπαρούνα από το πείσμα και την ντροπή που την κυρίευε βλέποντας να καρφώνη τα μάτια απάνω της τόσος κόσμος, φαινότανε σα νεράιδα ανάμεσα στους άλλους καβαλλάρηδες, που την είχαν περικυκλώσει και τη βλέπανε με θαυμασμό.
Ο αστυνόμος, που προσπαθούσε κι' αυτός να την εμποδίση, αναγκάστηκε να υποχωρήση στην παιδιάστικη επιμονή και τη δροσερή ομορφιά της.
- Θα σκοτωθής, βρε κορίτσι μου, της είπε, προσπαθώντας για τελευταία φορά να την πείση.
- Κυρ αστυνόμε, να χαρής το στεφάνι σου! Τόχω τάμα να δοκιμάσω τη Σμαραγδή μου.

Ο αστυνόμος, αφού τους τοποθέτησε όλους στη γραμμή, έβαλε και την Τάγια τελευταία δεξιά, επίτηδες για να κιντυνέψη λιγώτερο αν συνέβαινε κανένα στρίμωγμα κι' έδωκε το πρόσταγμα.
- Εμπρός!
Ξεκινήσανε όλοι μαζί, ανακατωμένοι και φωνάζοντας σα διαβόλοι.
Η Σμαραγδή, για μια στιγμή, έμεινε ακούνητη. Η Τάγια αμέσως έσκυψε, χάιδεψε τη χαίτη της, κολλημένη απάνω της σαν τσιμπούρι, και της έβγαλε το χαλινάρι. Η Σμαραγδή χύθηκε τότε ίσα εμπρός σα βόλι κι' εχάθηκε όπως η αστραπή. Έφτασε πρώτη στο τέρμα, αφίνοντας πολύ πίσω απ' όλα τ' άλογα. Δεύτερη έφτασε η Κίτσα, που ο Διαολής την είχε δώσει σε κάποιον για να τρέξη.
Ο Διαολής με τους φίλους του δεν επίστευαν τα μάτια τους βλέποντας την Τάγια σαν ξωτικό, που γελαστή, ροδοκόκκινη, άρπαξε απ' τα χέρια τους την κουλούρα. Ύστερα τους πήρε μαζί της και σιγά - σιγά πήγανε στον αστυνόμο, που τη δέχτηκε χαρούμενος, ενώ όλο εκείνο το πλήθος άρχισε να φωνάζη φρενιασμένο τώρα:
- Ζήτω η Τάγια!
-Ζήτω η Σμαραγδή!
Σαν άρχισε να σουρπώνη και οι πανηγυριώτες γυρίζανε τραγουδώντας στα σπίτια τους, ο Διαολής τράβηξε μόνος με την Κίτσα, αργά - αργά, για το χτήμα του, σκεφτικός και λυπημένος, όπως όταν έφυγε απ' το Σούβαρδο. Η θλιμμένη μορφή της Μπαρουτιάς, τότε, τον παρακολουθούσε κλεισμένη στην ψυχή του. Τώρα η χαρούμενη, η δροσερή, η εξωτική μορφή της Τάγιας είχε ξαφνικά στήσει το θρόνο της στην καρδιά του.

Το βράδυ, η Τάγια στριφογύριζε στο στρώμα της ανήσυχη και ξαναμμένη, σα να την έκαιε δυνατός πυρετός κι' επαράδερνε, ψάχνοντας με το μυαλό της να βρη μια εξήγηση, για την κατάστασή της. Αντί να γυρίση από το πανηγύρι χαρούμενη για το θρίαμβό της, εγύρισε σκεφτική, ανόρεχτη και λυπημένη, σαν κάτι να την είχε φαρμακώσει στο λίγο διάστημα που μεσολάβησε.
Ρωτιότανε και ξαναρωτιότανε μόνη της στις ατελείωτες ώρες της νύχτας, τι έχει, ποιος της φταίει. Και πάντα άθελα σταματούσε στο ίδιο σημείο. Στο πρόσωπο του Διαολή.
- Αυτός! Αυτός! μουρμούρισε κάποτε, κρύβοντας το πρόσωπο στο μαξιλάρι που το ράντισε, για πρώτη φορά στη ζωή της, με δυό σταλαγματιές δάκρυα.
Το πρωί σηκώθηκε χλωμή και πιάστηκε στη δουλειά, χωρίς το συνηθισμένο τραγούδι της. Κάθησε στον αργαλειό, μα κάθε τόσο σηκωνότανε κι' έφερνε βόλτες, βλέποντας από το παράθυρο, στο δρόμο, με την ψυχή βαρειά και το πρόσωπο θλιμμένο, σα συννεφιασμένος ουρανός.
Κατά το μεσημέρι, άκουσε μακρυνό ποδοβολητό αλόγου και βγαίνοντας στο παράθυρο, είδε το Διαολή που ρχότανε απ' το δρόμο και κράτησε λίγο το χαλινάρι, για να περάση αργά από μπροστά της και να την κρυφοχαιρετήση, βλέποντας την κατάματα, με τη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
Η Τάγια, στο αντίκρυσμά του, αναστυλώθηκε· τα μάγουλά της βρήκανε αμέσως το ροδοκόκκινο χρώμα τους. Έσκυψε βιαστική στο παράθυρο και μόλις πρόφτασε στο διάβα του να τον χαιρετήση, κουνώντας γελαστή το κεφάλι της.

Κι' ο Διαολής είχε περάσει πολύ άσχημα τη νύχτα του πανηγυριού. Φωτήθηκε πίνοντας και καπνίζοντας, ενώ κουβέντιαζε ζωηρά με τον εαυτό του.
Ποτέ ως τώρα δεν τον είχε αγγίξει στ' αληθινά ο έρωτας. Όσα μπλεξίματα είχε κάμει με τις βλάχισσες, του είχαν αφίσει απείραχτη την καρδιά. Και με τη Μπαρουτιά ακόμα, μόνο το πείσμα το δικό του και το φλογερό πάθος εκείνης, τον είχαν κρατήσει δεμένο μαζί της τόσον καιρό.
Τώρα όμως, η δροσερή, η χαρούμενη, η παιδιάστικη μορφή της Τάγιας, η κρουσταλλένια φωνή της, τ' αγορίστικα φερσίματά της, τον είχαν μαγνητίσει κι' είχαν κυριέψει την ψυχή και το νου του.
- Θα την πάρω γυναίκα μου, είπε, δίνοντας τέλος στις σκέψεις που χοροπηδούσανε στο κεφάλι του και τόκαναν όλη τη νύχτα να βράζη σαν καζάνι.
Άμα πήρε την απόφασή του, κάπως ησύχασε. Με το χάραμα, βγήκε στις δουλειές του. Επήγε στα πρόβατα, έκαμε ένα γύρο στα σπαρτά, στάθηκε στους εργάτες που σκαλίζανε τα καλαμπόκια, και ξαναγύρισε στο κονάκι του, με το κεφάλι βαρύ ακόμα από τις σκέψεις που ξαναγυρίζανε να τον τυραννήσουν.
Ο χαρακτήρας του ο αυταρχικός, ο βίαιος και ανυπόταχτος, δεν τον έσπρωχνε μόνο όταν ήταν να επιβληθή στους άλλους. Τον χτυπούσε τώρα τον ίδιον, και τον έσπρωχνε με δύναμη ακατανίκητη, να φτάση γρήγορα στο σκοπό του. Κι' ο Διαολής έσκυψε στη δύναμη αυτή και υποτάχτηκε αμέσως.
Κατά το μεσημερι καβαλλίκεψε την Κίτσα και σε λίγο ξεπέζεψε στο σπίτι της γριάς - Μπακιούς, της χαρτορρίχτρας και κρυφοπροξενήτρας.
Η γριά, άμα τον είδε στην πόρτα της, έτρεξε χαρούμενη να τον καλοδεχτή, γιατί ήξερε από άλλες φορές πόσο ήτανε ανοιχτοχέρης.
- Καλώς το γιόκα μου! Καλώς το μπέη μου! Χώμα να πιάνης χρυσάφι να γίνεται!
Έκατσε αντικρύ του κι' άρχισε να αραδιάζη τη λιγδωμένη τράπουλα στο τραπέζι.
- Αγάπη 'λικρινή, άρχισε σε λίγο, σα να μιλούσε μόνη της. Αγάπη ' λικρινή, δυό φωτιές σμίγουνε, πολλά μπερδέματα, μα οι δυό φωτιές αγκαλιά σμίξανε.
Άφισε την τράπουλα και τήραξε το Διαολή στα μάτια λέγοντας:

- Άμα θέλ' η νύφη κι' ο γαμπρός,
τύφλα νάχη ο πεθερός!

Ο διαολής έβγαλε χαρούμενος κι' άφισε στο τραπέζι τρία ασημένια τάλληρα.
- Γριά - βάβω, της είπε, αγαπάω την Τάγια! Τη θέλω!
- Για ιερό σκοπό; ρώτησε ανήσυχη η Μπακιού.
- Ναι! Τη θέλω γυναίκα μου!
Εμείνανε σύμφωνοι να ξαναϊδωθούν την άλλη μέρα, να του δώση απάντηση, αφού το απόγευμα θα πήγαινε να μιλήση πρώτα με την Τάγια.
Ο Διαολής, φεύγοντας από κει, ελογάριαζε να γυρίση στο χτήμα του. Άλλαξε όμως γνώμη την τελευταία στιγμή κι' έστριψε τον άλλο δρόμο, να περάση από το σπίτι της Τάγιας, με την ελπίδα να την ιδή, όπως κι' έγινε.
Η Μπακιού, το βραδάκι, αφού πήγε πρώτο στα γειτονικά σπίτια της Τάγιας - έτσι για να μη παραξηγηθή - ρούφηξε δυό - τρεις καφέδες, σταμάτησε φεύγοντας στην πόρτα της Τάγιας κι' άρχισε δυνατά να τη μαλώνη τάχα.
- Ας είναι καλά η Λούλα μου κι' η Βενέτω μου, οι γειτονοπούλες σου! Ούτε τον καφέ σου θέλω, ούτε το γλυκό σου! Μόνο να μαθαίνω για το καλό σου ρώτημα!
Εμπήκε στο σπίτι, της δώσανε καφέ και γλυκό και μόλις βρήκε ευκαιρία, τα είπε της Τάγιας ορθά - κοφτά και παραπανιστά.
- Αν δε σε πάρη θα σκοτωθή! Μου τ' ωρκίστηκε στο ' κόνισμα, μα την ψυχή μου την αμαρτωλή!
Η καρδιά της Τάγιας εφτερούγιζε να πεταχτή από το στήθος της. Της ερχότανε να φωνάξη· τώρα αμέσως να διαλάλήση την ευτυχία που γιόμιζε την ψυχή της, να την ακούση όλος ο κόσμος. Κρατήθηκε όμως και μόλις φάνηκε η μάννα της, έκανε πως γελούσε με τη χαρτορρίχτρα.
- Κι' εγώ αν δεν τον πάρω θα φαρμακωθώ, να του πης, εσφύριξε στ' αυτί της γριάς. Αλλά να με γυρέψη από τον πατέρα μου γλήγορα. Εγώ δεν είμαι σαν τη Λούλα και δε θέλω ερωταπόκρισες!
Την άλλη μέρα, που πήγε κι' έμαθε την απάντηση της Τάγιας, ο Διαολής πέταξε απ' τη χαρά του. Έτρεξε αμέσως στο χωριό, βρήκε τον κυρ - Μανώλη, το συμβολαιογράφο - σαν πιο σεβαστό πρόσωπο  - και τον έστειλε προξενητή στον πατέρα της Τάγιας.
- Καλός και άξιος είναι, είπε στο συμβολαιογράφο ο γέρος σαν τάκουσε. Μα το κορίτσι είναι μικρό ακόμα. Ένα τόχω. Δε βιαζόμαστε να το χωριστούμε. Και - μεταξύ μας, κυρ - Μανώλη μου - δε θέλω να μπάσω στη φαμελιά μου τον Οξαποδώ!
Από τα μασημένα λόγια του συμβολαιογράφου, ο Διαολής κατάλαβε την άρνηση του γέρου και το παράγγειλε της Τάγιας, με την πρόταση να την κλέψη.
Η Τάγια, από τα μυστικοσυμβούλια που έβλεπε να κάνουν ο πατέρας κι' η μάννα της με το συγγενολόι τους, χωρίς να της πούνε λέξη, είχε μπη καλά στο νόημα. Δεν ήταν όμως από κείνες που σκύφτουν το κεφάλι εύκολα! Ούτε καιρό να χάση μπορούσε, έπειτα από το φούντωνα που είχε κάμει μέσα της η αγάπη. Αποφασιστική και πεισματάρα, έσπρωξε μόνη της τα πράματα στη λύση που της άρεσε.
- Να τα έχη έτοιμα όλα! Στεφάνια, παπά και κουμπάρο στο σπίτι σου, είπε στη Μπακιού. Τη Δευτέρα το βράδυ, τα μεσάνυχτα, θα' ρθώ μοναχή μου!
Έτσι κι' έγινε.
Τα μεσάνυχτα της ημέρας εκείνης που κανόνισαν , η Τάγια εγέμισε ένα δισάκι με τα ρούχα της, καβαλλίκεψε τη Σμαραγδή, και τράβηξε μόνη για το σπίτι της χαρτορρίχτρας, που ήταν τελευταίο, στην άλλη άκρη του χωριού.
Μόλις άκουσε το σταμάτημα του αλόγου, ο Διαολής, που τον έτρωγε κάποια αμφιβολία για το τόλμημα της Τάγιας, πετάχτηκε όξω και την άρπαξε στην αγκαλιά του, καθώς εκείνη πήδησε από τη Σμαραγδή.
Ο κουμπάρος, ο παπάς κι' η χαρτορρίχτρα δακρύσανε βλέποντας το Διαολή να φέρνη στην αγκαλιά του την Τάγια.
Άμα τελείωσε το μυστήριο, γλήγορα - γλήγορα, φιλήσανε το χέρι του παπά, καβαλλίκεψαν την Κίτσα και τη Σμαραγδή, και φύγανε, πλάι ο ένας στον άλλον, τρέχοντας αγκαλιασμένοι για το χτήμα, όπου τους περίμενε έτοιμο, με όλα τα χρειαζούμενα το σπιτικό τους.

Ούτε μήνα δε βάσταξε το χόλιασμα της μάννας και του πατέρα της Τάγιας. Και στις σαράντα μέρες από το γάμο, γινήκανε τα "πιστρόφια" στο πατρικό της, με καλεσμένους και το γλέντι κράτησε ως το πρωί.
Μόνος που έλειψε ήταν ο ξάδερφος της Τάγιας, ο Σπύρος ο Λέβεντος, ένας μαχαιροβγάλτης, που μόλις τρεις μήνες τώρα είχε τελειώσει το στρατιωτικό του και γύρισε με μπουμπουνιασμένα τα μυαλά από την Αθήνα, με ιφικλίκια και καμώματα χασικλή.
Ο Λέβεντος τριγύριε και διπλάρωνε, στ' αστεία τάχα, την ανυποψίαστη Τάγια, σαν ξάδερφος, αλλά με σκοπούς που αυτός είχε βάλει στο χαλασμένο του μυαλό, τσιμπημένος και από την ομορφιά της.
Ξαφνικά όμως έμαθε το κλέψιμο, όπως έλεγε, της Τάγιας, και τούρθε ταμπλάς.
Άρχισε τότε να φοβερίζη το Διαολή.
Σε άλλη περίσταση, ο Διαολής, άμα το μάθαινε, θάτρεχε πρώτος να τον καταχερίση, για να του κόψη το βήχα. Τώρα όμως, βουτηγμένος στην ευτυχία του με την Τάγια, εγέλασε σαν τάκουσε.
Ξεχωριστά απ' αυτό, είχε πνιγή απ' τις δουλειές. Θέρος, αλωνάρης, τρύγος, έρχονταν όλα μαζεμένα, και τρέχανε μαζί με την Τάγια πού να πρωτοφτάσουν. Είχανε μοιραστή τις δουλειές και η Τάγια τον βοηθούσε σε όλα, γυρίζοντας απάνου - κάτου, χωρίς ανάπαψη, σαν τ' αλόγου την ουρά.
Άμα βγήκε ο Σεπτέμβρης, που τελείωσε η φουρτούνα της δουλειάς, τότε η Τάγια κι' ο Διαολής ξεκουραστήκανε κανένα μήνα. Ψαρεύανε ολημερίς - στα πόδια τους ήταν η θάλασσα - με το καλαμίδι, με ψαροβότανο, με κοφινέλα και συχνά παίρνανε μαζί τους κανένα γοπολόγο και ρίχνανε το παραγάδι με τη βάρκα.
Έτσι ζήσανε το πρώτο εξάμηνο, ευτυχισμένοι χωρίς τίποτα να ταράξη τη ζωή τους, που περνούσε, μαζί με τη δουλειά, χαροκόπα σαν αληθινό πανηγύρι.
Απ' τις αρχές του Δεκέβρη, ο Διαολής πήγαινε κάθε μέρα στο χωριό, για να παραδίνη το γάλα στα τυροκομειά και να καθαρίζη τους λογαριασμούς του.
Ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνα, εκεί που καθότανε κατά το βραδάκι στον καφενέ, μπήκε ξαφνικά κι' ο Λέβεντος να πιη καφέ. Όταν όμως το παιδί πήγε μπροστά του με το δίσκο, ο Λέβεντος έδωκε μια και τίναξε δίσκο και καφέδες απάνου στο Διαολή.
Δυό πιστολιές ακουστήκανε μονομιάς.
Ο Λεβέντος σωριάστηκε χάμου, με μια σφαίρα στο ριζάφτι. Κι' ο Διαολής, με το αριστερό χέρι τρυπημένο πέρα - πέρα στο ψαχνό, τράβηξε για το σπίτι του γιατρού κι' από κει, με δεμένο χέρι, κρύφτηκε στο διπλανό σπιτάκι της Τερέζας, όπου ήταν εύκολο να τον βλέπη ο γιατρός χωρίς να δώση υποψίες.
Σε λίγες μέρες ο Διαολής είχε γίνει καλά. Κρυβότανε όμως, πότε στο ένα σπίτι, πότε στ' άλλο, όπου έπιανε φιλενάδες τις σπιτονοικυρές, με την ευκαιρία της μοναξιάς.
Επήγαινε συχνά και στο χτήμα του, με πολλές προφύλαξες, γιατί εκεί ήταν ο φόβος μη τον μπλοκάρη ξαφνικά το απόσπασμα.
Σ' ένα τέτοιον πηγαιμό τον βρίσκουμε στην αρχή, με την Τερέζα, να πηγαίνη προφυλαγμένος κάτου απ' την κάπα της και να ξεγελάη το Ραΐζη με τους ευζώνους του, που φύλαγανε να τον πιάσουν.

Η Τερέζα, γυρίζοντας με τα ψάρια, θυμότανε, βλέποντας τα μελανιασμένα μπράτσα της, τις βουρδουλιές και τις κλωτσιές που της έδωκε ο Διαολής και την έπνιγε η αγανάχτηση. Περισσότερο όμως, συλλογιζότανε τον τρόπο που την άφηνε κι' έφευγε, χωρίς να της πη μια λέξη. Αυτό της έφερνε το αίμα στο κεφάλι και της ερχότανε τρέλλα.
Σε τέτοια κατάσταση βρισκότανε όταν, ζυγώνοντας στο χωριό, πρόφτασε το Ραΐζη με τους ευζώνους που φεύγανε και τους σταμάτησε.
- Καπετάνιε! Στο γυρισμό είδα το Διαολή που πήγαινε στο χτήμα του!
- Μωρέ μίλα καλά!
- Όπως σε βλέπω και με βλέπεις! Μόνο, αν θέλετε να τον πιάστε, να μη γυρίσετε πίσω. Να πάτε στο σιδερόδρομο τάχα πως φεύγετε και να βγήτε στην πρώτη στάση, στη Ρετούνη. Ύστερα να κόψετε μέσα στη Δροσελή και να βγήτε, κρυμμένοι στο μεγάλο καλαμιώνα, διακόσια μέτρα από το σπίτι του. Από κει, κατά το μεσημέρι σκυφτά, ανάμεσα στα σφερδούκλια και στις βουρλιές, θα ζυγώσετε και θα τον πιάσετε, που θα κοιμάται σαν τον σκαντζόχερο.
Ο Ραΐζης ακολούθησε τη συμβουλή της Τερέζας και κατά το μεσημέρι βρέθηκε κρυμμένος με τους ευζώνους του στον καλαμιώνα και σε λίγο αρχίσανε την παγάνα ανάμεσα στις βουρλιές, ίσα για το σπίτι του Διαολή.

Το πρωί που χώρισε απ' την Τερέζα, ο Διαολής, τράβηξε γραμμή για το σπίτι του. Η Τάγια, σαν τον είδε, κρεμάστηκε χαρούμενη στο λαιμό του, όπως έκανε πάντα.
- Λίγες μέρες ακόμα, του είπε και τελειώνουν τα βάσανά μας. Το βούλευμα βγαίνει απαλλαχτικό. Καθαρή άμυνα. Είχα γράμμα από τον Πύργο.
- Απ' το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! είπε ο Διαολής, σφίγγοντας την στην αγκαλιά του.
Εφάγανε καλά κι' ο Διαολής έπεσε να κοιμηθή, ενώ η Κίτσα κι' η Σμαραγδή, έτοιμες, περίμεναν στο παράθυρο, που ήταν στην άλλη πλευρά από τον καλαμιώνα.
Η Τάγια, που φύλαγε σκοπός άγρυπνος και κάθε τόσο ανέβαινε στο σκαμνί κι' εψαχούλευε με τα μάτια της τον κάμπο, κατά το μεσημέρι είδε ανάμεσα στα πυκνά σφερδούκλια και τα τσιμποκάλαμα, πρώτα τον ένα κι' ύστερα τους άλλους ευζώνους, που, αραιωμένοι σερνόντανε και προχωρούσαν κατά το σπίτι.
Μόλις θα είχαν ξεκινήσει απ' τον καλαμιώνα και ήταν μακρυά ακόμα, καμμιά διακοσαριά μέτρα. Έτρεξε στο Διαολή και τον σήκωσε:
- Το απόσπασμα! του είπε. Απ' τον καλαμιώνα!
Ο Διαολής πετάχτηκε απ' το παράθυρο και καβάλησε την Κίτσα.
- Όπως ξέρεις, του φώναξε η Τάγια. Αριστερά στη Σούδα θα σου φέρω τη Σμαραγδή.
Μόλις προχώρησε διακόσια μέτρα ο Διαολής, οι εύζωνοι τον είδαν που έφευγε σαν αστραπή! Άρχισαν τότε κι' αυτοί να τρέχουν φωνάζοντας και σαν περάσανε το σπίτι, έρριξαν με τους γκράδες τους μια μπαταριά.
Με το σκόρπισμα του καπνού, ενώ έτρεχαν ακόμη, ξεχώρισαν την Κίτσα σταματημένη μέσα στα τσιμποκάλαμα, χωρίς καβαλλάρη.
Κοντοστάθηκαν φοβισμένοι μήπως τον σκότωσαν, ο Ραΐζης τούς έβαλε πάλι αραιωμένους κι' επροχώρησαν, σιγά τώρα, με προσοχή και με τα όπλα έτοιμα προς το μέρος της Κίτσας, ψάχνοντας μήπως βρούνε το Διαολή πληγωμένο ή σκοτωμένο...
Η Τάγια, μόλις προσπέρασαν το σπίτι οι εύζωνοι και πυροβόλησαν, μπήκε σ' έναν τράφο και χύθηκε σα βόλι με τη Σμαραγδή, ως που σε λίγα λεπτά βρέθηκε στην άκρη του τράφου, που βρισκόταν ίσα απέναντι απ' τη θέση που ήταν σταματημένη η Κίτσα.
Ο Διαολής είχε μόλις φτάσει σουρτά - σουρτά εκεί, αφού, όπως είχε προμελετήσει, έπεσε από την Κίτσα με την πρώτη τουφεκιά.
Εκαβαλλίκεψε τώρα τη Σμαραγδή, φίλησε την Τάγια κι' άρχισε να τρέχη προς τη Γλαρέντζα, ενώ οι εύζωνοι ακόμα έψαχναν φοβισμένοι, με τα όπλα έτοιμα, γύρω απ' τη θέση που ήταν σταματημένη η Κίτσα.
Ο Διαολής είχε μόλις φτάσει σουρτά - σουρτά εκεί, αφού, όπως είχε προμελετήσει, έπεσε από την Κίτσα με την πρώτη τουφεκιά.
Εκαβαλλίκεψε τώρα τη Σμαραγδή, φίλησε την Τάγια κι' άρχισε να τρέχη προς τη Γλαρέντζα, ενώ οι εύζωνοι ακόμα έψαχναν φοβισμένοι, με τα όπλα έτοιμα, γύρω απ' τη θέση που στεκόταν η Κίτσα.
Η Τάγια, γυρίζοντας στο σπίτι, άμα έφτασε στη μέση του τράφου, άρχισε να τρέχη προς το μέρος των ευζώνων με φωνές:
- Τον σκοτώσατε, κακούργοι!!
Σε κάποια στιγμή, ουποδεκανέας Κασβίκης εφώναξε στο Ραΐζη:
- Καπετάνιο, μας έφυγε! Νάτος!
Κι' έδειξε προς το δρόμο της Γλαρέντζας, όπου ένας καβαλλάρης έτρεχε σα δαιμονισμένος.
Ο Ραΐζης, αφού τήραξε με τα γυαλιά του, εκούνησε το κεφάλι, μουρμουρίζοντας άλλη μια φορά:
- Ξέρεις τι σούν' οι Μωραΐτες;

Το βούλευμα βγήκε απαλλαχτικό κι' ο Διαολής, ελεύθερος, ξαναρρίχτηκε στη δουλειά, μένοντας ολημερίς στο χτήμα του.
Είχε όμως μπολιαστή απ' το ρεμπελιό που του καλλιέργησε η φυγοδικία του τέσσερους μήνες, ώστε γλήγορα, σαν να μη τον χωρούσε το χτήμα, άρχισε να πηγαίνη συχνά στο χωριό και να γυρίζη αργά τη νύχτα, βρίσκοντας πάντα μια πρόφαση για να δικαιολογηθή στην Τάγια, που άρχισε να τον μαλώνη.
Ούτε συνηθισμένος, ούτε στο χαραχτήρα του ήταν ν' ακούη παράπονα και να δέχεται μαλώματα. Εκρατούσε όμως το θυμό του για χατήρι της Τάγιας, που ήταν και στο "μήνα της" και φοβότανε να τη στενοχωρήση.
Σε κάμποσες μέρες η Τάγια έκαμε διπλάρια, δυό κοριτσάκια σαν αγγελούδια.
Το σπίτι της τώρα είχε γιομίσει από τη μαμή, τα πεθερικά και τις κλαψάρικες φωνίτσες που έβγαζαν τα μωρουδέλια.
Ο Διαολής είχε γίνει άλλος άνθρωπος.
Έμπαινε κι' έβγαινε στο δωμάτιο της Τάγιας, γλυκομίλητος και γελαστός, καρφώνοντας τα μάτια του στα μωρά με περιέργεια και καλωσύνη.
Άμα τ' άκουγε να κλαίνε, έσκυφτε και παρατηρούσε από κοντά τα μουτράκια τους, ανήσυχος και όταν εσώπαιναν και του χαμογελούσαν, αναγάλλιαζε η ψυχή του και όση αγαθότη κρυβότανε μέσα του, τη φανέρωνε με παιδιάτικους παραλογισμούς και θαμαστικά:
- Βρε τα ζλάπια! Αμέσως με γνωρίζουνε!
Στο χωριό έπαψε να πηγαίνη και βγαίνοντας για τις δουλειές του στο χτήμα, ξαναγύριζε γλήγορα - γλήγορα, ρωτώντας για τα μικρά.
Η Τάγια, που τον έβλεπε έτσι τρυφερό κι' άπραγο, σαν παιδάκι, ήταν όλο χαρά και δόξαζε το Θεό.

Είχε σαραντίσει η Τάγια και μια Κυριακή μεσημέρι, εκεί που τρώγανε κάτου στην ισκιάδα της κληματαριάς, με τη θάλασσα αντικρύ τους καταγάλανη και παιχνιδιάρα και δεξιά τους σωρους σωρούς χρυσάφι τις θημωνιές, που αστράφτανε στου ήλιου το καυτερό αγκάλιασμα, φάνηκε στην εμπατή της στρατωνάδας νάρχεται μια μαυροφορεμένη χωριάτισσα, με μαντηλοδεμένο το κεφάλι, καβάλλα σ' ένα γέρικο άλογο.
Άμα ζύγωσε, ξεπέζεψε, και σέρνοντας τ' άλογο στάθηκε ντροπαλή μπροστά στο τραπέζι τους.
- Γεια σας, κουμπάροι!
Στο άκουσμα της φωνής εκείνης, ο Διαολής ένοιωσε μιαν ανατριχίλα στο κορμί του. Και σαν αντίκρυσε την αστραψιά των ματιών της Μπαρουτιάς - γιατί αυτή ήτανε - να πέφτη περαστική απάνω του, μόλις κατώρθωσε να κρατηθή και να μη φωνάξη.
Συνήλθε αμέσως απ' την ταραχή του κι' εσηκώθηκε να τη δεχτή.
- Η κουμπάρα η Ντριμάλαινα, είπε στην Τάγια και την έβαλε να καθήση στο τραπέζι τους.
Κλαίγοντας, η Μπαρουτιά τούς διηγήθηκε τότε πως ο άντρας της πέθανε εδώ κι' έξη μήνες, πως το καλύβι τους το άφισε χρεωμένο και της το πήρανε, και πως έφυγε απ' το Σούβαρδο, όπου δεν μπορούσε να βγάλη το ψωμί της.
- Απ' το Θεό και στα χέρια σας, κουμπάροι, έλεγε με τα δάκρυα ποτάμι. Να σας δουλέψω θέλω για ένα κομμάτι ψωμί!
Η Τάγια πρώτη τη λυπήθηκε έτσι που την έβλεπε, κακοτράχαλη και στυμένη απ' τη φτώχεια.
- Να την κρατήσουμε, Μήτσο μου, είπε στο Διαολή.
- Και δουλειές έχουμε και ψωμί δε μας λείπει, απάντησε μ' αδιαφορία ο Διαολής. Όπως θέλεις κάμε!
Την έβαλαν να φάη. Αλλά η Μπαρουτιά μόλις άγγιξε το φαΐ. Μόνο νερό έβγαλε μόνη της απ' το πηγάδι και ήπιε.
Της δώσανε μια χαμοκέλα που βρέθηκε αδειανή, λίγο μακρυά από το σπιτικό τους, κοντά στο δρόμο, φροντίσανε για ρούχα, και τη στείλανε να ξεκουραστή ως που να συνέλθεη.
- Ο Θεός μάς την έστειλε, είπε ο Διαολής στη γυναίκα του άμα έμειναν μόνοι τους. Μικρομάννα είσαι και συ τώρα και χέρια μάς χρειάζονται.
Την άλλη μέρα, πριν ακόμα χαράξη, η Μπαρουτιά είχε σκουπίσει την αυλή του σπιτιού, την περγουλιά, είχε ποτίσει τ' άλογα και περίμενε να της δείξουν τι και πώς για ν' αρχίσει τη δουλειά.
Η Τάγια, για το σπιτικό, δεν την πολυχρειαζότανε. Την πήρε λοιπόν ο Διαολής και την πήγε στις θημωνιές που αλωνίζανε, να την κατατοπίση στα μποστάνια και στα καλαμπόκια, στα πρόβατα και στις αργατιές.
- Καϋμός μου, Μητσέλο μου! του είπε με λαχτάρα, σα βρεθήκανε απόμερα.
- Ρουφήχτρα Μπαρουτιά! αναστέναξε κι' ο Διαολής.
Το ίδιο βράδυ, ο Διαολής, βγαίνοντας τάχα να ρίξη μια ματιά για το νυχτόσκαρο, ετρούπωσε για μια ώρα στη χαμοκέλα της Μπαρουτιάς που τον περίμενε στην πόρτα ολόγυμνη και τον άρπαξε στην αγκαλιά της όλο φωτιά και λαύρα και τον ξέσκισε με τη λαχτάρα της και τον έκαψε με τα φιλιά της.
- Ρουφήχτρα Μπαρουτιά!
- Καϋμός μου, Μητσέλο μου!

Απ' την άλλη μέρα, η Μπαρουτιά είχε πάρει απάνου της όλες τις δουλειές. Έτρεχε παντού, στους τσοπάνηδες, στους ζευγολάτες, εζύμωνε, έκαιγε το φούρνο, κουβαλούσε κουτσούρια, ακούραστη και προκομμένη, εφρόντιζε να μη λείπεη τίποτα.
Άρχισε λίγο - λίγο να καλοντύνεται και να καλοχτενίζεται και η γερμένη πριν κορμοστασιά της ξαναδείχτηκε κυπαρισσένια κι' η ματιά της βρήκε την πρώτη της δύναμη, να καρφώνη εκείνον που κοιτούσε.
Η μεγάλη χαρά της ήταν η θάλασσα που για πρώτη φορά γνώρισε τόσο κοντά.Το μεσημέρι, ενώ οι άλλοι ξεκουραζόντανε για λίγην ώρα, αυτή έτρεχε να βουτήξη στην άκρη και φαρομανούσε παιγνιδίζοντας μονάχη της στην αμμουδιά. Το βραδάκι όμως, αφού τελείωνε όλες τις δουλειές της, ξαναπήγαινε και ώρες ολόκληρες έπεφτε μέσα, να χορτάση την αγκαλιά και την αρμύρα της, όπως τη νύχτα εχόρταινε την αγκαλιά του Διαολή.

Ένας χρόνος είχε περάσει χωρίς η Τάγια να υποψιαστή τίποτα. 
Είχε προσέξει βέβαια πως ο άντρας της την παραμελούσε, αλλά δεν άφινε τον εαυτό της να το σκεφτή, δοσμένη στα παιδιά της μέρα και νύχτα.
Καλοκαίρι - ζαμάνι τώρα, καθότανε μόνη της το βράδυ και περίμενε το Διαολή να γυρίση απ' το χωριό.
Ήταν καθάρια αστροφεγγιά και νομίζοντας πως άκουσε περπάτημα αλόγου, ανέβηκε λίγο τον τράφο να ιδή. Στην άκρη του δρόμου, που ήταν η χαμοκέλα της Μπαρουτιάς, της φάνηκε πως είδε  το κεφάλι αλόγου. Κατέβηκε, επέρασε τη στρατωνάδα κι' επήγε ως εκεί. Η Κίτσα ήταν δεμένη σε μια βουρλιά κι' 'εβοσκε.
Χωρίς να το καταλάβη, η Τάγια προχώρησε σιγά ως τη χαμοκέλα, όταν ξαφνικά άκουσε κουβέντες, σκαστά φιλιά κι' αναστενάγματα!
Τα γόνατά της άρχισαν να λυγίζουν!
Δεν ήθελε να πιστέψη τ' αυτιά της, όταν κάποτε άνοιξε η πόρτα κι' άκουσε τη φωνή της Μπαρουτιάς και του Μητσέλου:
- Καϋμός μου, Μητσέλο μου!
- Ρουφήχτρα Μπαρουτιά!
Έφυγε τρέχοντας, σα να την είχε δαγκώσει οχιά κι' έπεσε στο κρεββάτι, βρέχοντας με δάκρυα το μαξιλάρι της...
Σαν μπήκε, σε λίγο, στο δωμάτιο κι' ο Διαολής, τη βρήκε να χτυπιέται και να ξερριζώνη τα μαλλιά της.
- Τα ξέρω ούλα, του φώναξε. Είδα με τα μάτια μου κι' άκουσα με τ' αυτιά μου. Δεν τη θέλω τη ζωή μου!
Κι' έτρεξε να πάρη το πιστόλι, που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο.
Ο Διαολής πρόφτασε και την άρπαξε κατακίτρινος και την έβαλε να καθήση.
Δεν ήξερε πώς να της μιλήση. Ποτέ ως τώρα δε μάλλωσε με τη γυναίκα του, γιατί την αγαπούσε και ήταν το μόνο πρόσωπο που σεβότανε στον κόσμο, ύστερ' από το θάνατο του θειού του.
- Εσύ'σαι η γυναίκα μου κι' η κορώνα μου, της είπε με χαμηλή φωνή, σκύφτοντας το κεφάλι στο στήθος του με συντριβή, δείχνοντας όλη τη γενναιοψυχία που έκρυβε μέσα του.
- Θα φύγη αμέσως απ' το σπίτι μας, εφώναξε η Τάγια.
- Ό,τι θέλεις εσύ θα γίνη, της αποκρίθηκε με γλύκα ο Διαολής.
Την άλλη μέρα, η Τάγια, μόλις αντίκρυσε τη Μπαρουτιά, της είπε ορθά - κοφτά:
- Θα φύγης απ' το σπίτι μου σήμερα. Πάρε και τους κόπους σου!
Και της έδωκε ένα μαντήλι με λεφτά.
Η Μπαρουτιά μπήκε αμέσως στο νόημα.
- Δεν έχω να πάω πουθενά, της απάντησε μ' αγέρωχο ύφος και της πέταξε το μαντήλι κατάμουτρα.
Αρπαχτήκανε αμέσως στα χέρια, σα λυσσασμένα σκυλιά, ποια να πετσοκόψη την άλλη, όταν φάνηκε μπροστά τους και μπήκε στη μέση ο Διαολής.
Έβαλε τη γυναίκα του στο σπίτι κι' άρπαξε τη Μπαρουτιά απ' τα μαλλιά.
- Να φύγης αμέσως! επρόσταξε
- Όχι! του απάντησε αδιάντροπα.
Άρπαξε το βούρδουλα κι' άρχισε να τη χτυπάη και να την ποδοπατάη με λύσσα, τόσο πολύ, που η Τάγια, βγήκε και τον εμπόδισε, φέρνοντάς τον μέσα στο σπίτι.
- Ας τηνε λίγες μέρες, τον παρακαλούσε. Ας τηνε λίγες μέρες να το χωνέψη πρώτα.
Η Μπαρουτιά κλείστηκε όλο το απόγιομα, με το κορμί κατάμαυρο από το ξύλο. Πονούσε πολύ, αλλά το μυαλό της ήταν στο Διαολή κι' έλεγε πως άθελα αναγκάστηκε να τη χτυπήση, για να δικαολογηθή στην Τάγια.
Επίστευε ότι γλήγορα - αν όχι απόψε, αύριο το βράδυ σίγουρα - θα πήγαινε στη χαμοκέλα της, να τη σφίξη στην αγκαλιά του.
Το πρωί βγήκε και σα να μην είχε συμβή τίποτα, καταπιάστηκε στις δουλειές και περνώντας κάποια στιγμή φορτωμένη μπροστά απ' το Διαολή που παράστεκε στον ποτισώνα, του σφύριξε χωρίς να σταθή:
- Καϋμός μου, Μητσέλο μου!
Ο Διαολής εγύρισε αγριεμένος και μπροστά στους τσοπάνηδες, της φώναξε δυνατά:
- Να ξεκουμπιστής από δω το γληγορώτερο! Τ' ακούς;
Φαρμακωμένη η Μπαρουτιά εξακολούθησε τη δουλειά της και το βράδυ,αφού περίμενε μάταια το Διαολή, εβγήκε και σύρθηκε με προσοχή ως το παράθυρο της Τάγιας κι' έμεινε μια ώρα κρυφακούγοντας τι έκανε και τι έλεγε τ' αντρόγυνο.
Αν μπορούσε να δη το πρόσωπό της την ώρα κείνη η Μπαρουτιά, θα φοβότανε η ίδια. Εκοκκίνιζε κι' εκιτρίνιζε, ανάλογα με κάθε λέξη αγάπης που άκουε· και κάθε φιλί και χάδι του Διαολή στη γυναίκα του, της περνούσαν σαν κοκκινισμένα περόνια την καρδιά. Οι τρίχες των μαλλιών της αναδεύονταν κάθε στιγμή και μουσκεύανε από κρύο ιδρώτα, για να στεγνώσουν αμέσως στο κεφάλι της.
Τα στήθεια της φουσκώνανε και ξεφουσκώνανε κι' ένας πόνος δυνατός σφυροκοπούσε τα μηλίγκια της, που την έκανε να τρίζη τα δόντια για να μη φωνάξη.
- Αν δε φύγη ως την Κυριακή, θα την κρεμάσω στο δέντρο, άκουσε σε κάποια στιγμή να λέη ο Διαολής στην Τάγια.
Εγύρισε στη χαμοκέλα σάψαλο κι' έπεσε στα ρούχα της, με την ψυχή φουρτουνιασμένη, χτυπώντας τα στήθεια της και σκίζοντας με τα νύχια της το κορμί της, ενώ καυτερά δάκρυα - δάκρυα μίσους τώρα για το Διαολή - αυλάκωναν τα μάγουλά της.
Κατά το μεσημέρι, την άλλη μέρα, αφού είχε κάμει τις δουλειές της, επήγε στ' αχούρι και ξεκρέμασε ένα καλάθι όπου ο Διαολής έκρυβε το δυναμίτη που μεταχειριζότανε  για το ψάρεμα.
Επήρε τέσσερα φυσέκια, τα ξεδίπλωσε, τα ζύμωσε μαζί , έβαλε σ' ένα καψούλι πέντ' έξη μέτρα φυτίλι και τάκαμε κουβάρι σφιχτοδεμένο με σπάγγους· ύστερα κλείστηκε μ' αυτά στο δωμάτιό της, ως την ώρα που κόντευε ο ήλιος να πέση.
Αφού τύλιξε το φυτίλι με το δυναμίτη τριγύρω στη μέση της, αφίνοντας όσο χρειαζότανε να περισσεύη όξω απ' το μεσοφόρι της, έβαλε ένα φουστάνι και τράβηξε ίσια κατά τη θάλασσα.
Ο Διαολής κι' η Τάγια, καθισμένοι στον ίσκιο της περγουλιάς, την είδαν, χαλκοπράσινη, να περνάη από μπροστά τους και όταν έφτασε στη μέση του δρόμου που τους χώριζε απ' τη θάλασσα, εγύρισε το πρόσωπό της, που ήταν τώρα σα θειάφι, και τους εφώναξε:
- Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσοι σας!
Άμα έφτασε στα φύκια, έβαλε φωτιά στο φυτίλι, και γυρίζοντας το κεφάλι προς το μέρος που καθόταν η Τάγια κι' ο Διαολής, τους ξαναφώναξε δυνατά:
- Το κρίμα στο λαιμό σας! Το κρίμα στα παιδιά σας!
Κι' έπεσε στη θάλασσα.
Στο άκουσμα μιας κατάρας μιας μελλοθάνατης, η Τάγια ανατρίχιασε, κι' ο Διαολής, βλέποντας την Μπαρουτιά να πέφτη ντυμένη στη θάλασσα, επέταξε τα ρούχα του και με λίγα πηδήματα έφτασε στ' ακρογιάλι και ρίχτηκε να τη σώση.
Την άρπαξε απ' τα μαλλιά και την έσυρε στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να την τραβήξη όξω.
Τη στιγμή εκείνη ο ήλιος, κατακόκκινος, βασιλεύοντας πίσω απ' το βουνό της Κεφαλλωνιάς, έριξε τις ματωμένες αχτίνες του στα θαλασσοβρεγμένα πρόσωπά τους, που φάνηκαν σα βουτηγμένα στο αίμα, όπως την πρώτη φορά, στην πατουλιά με τις φτέρες που τον είχε τραβήξει η Μπαρουτιά.
Ο Διαολής το θυμήθηκε κι' εμουρμούρισε ταραγμένος:
- Όπως και τότε!
Δεν πρόφτασε όμως να τελειώση κι' ένοιωσε τη Μπαρουτιά να τον σφίγγη στην αγκαλιά της και να κολλάη, κάρβουνα αναμμένα, τα χείλη της στα δικά του.
Ένας τρομαχτικός κρότος ακούστηκε και τ' αρμυρά νερά της θάλασσας, ανακατωμένα με αίμα τινάχτηκαν σύννεφο ψηλά.
Η Τάγια, που αγνάντευε απ' την περγουλιά, έμπηξε τις φωνές κι' έτρεξε με τους τσοπάνηδες εκεί.
Η θάλασσα είχε κοκκινίσει, και τα κορμιά της Μπαρουτιάς και του Διαολή κατακομματιασμένα είχαν βγη στα φύκια.
Εκείνοι που σηκώσανε στα χέρια τη Μπαρουτιά, βρήκαν να κρατή στα δόντια της ένα κομμάτι απ' τα χείλη του Διαολή!...



Κώστα Καρκαβίτσα, Ο Διαολής και άλλα διηγήματα. Πρόλογος Χρ. Εμ. Αγγελομάτη, Αθήναι," Πυρσός" Α.Ε, 1939
















Αναδημοσίευση από: https://ofisofi.blogspot.com/2019/12/blog-post_10.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου