Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Γιάννης Γκούμας - Ποιήματα

 ΑΝΑΠΗΡΙΑ

Η αύλακα που αφήνει η βάρκα καθώς πλέει:
ένδειξη κρεσέντο στη παρτιτούρα.
Στο μπαλκόνι-βάθρο,
άντρας με δεκανίκι διευθύνει
τη μουσική που στο νερό αντανακλά.

YΨΗΛΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Μόλις είχαν ξυπνήσει οι άγιοι
όταν έφτασε στην εκκλησία
εκείνο το πρωϊ.
Άναψε ένα κερί,
έκανε τον σταυρό της,
και ήταν έτοιμη να φύγει
όταν είδε τον νεωκόρο
να κάνει φφφ! φφφ!,
καταπνίγοντας το φιτίλι εν τη γενέσει του.

Ποιά η ταχύτης του φωτός ενός κεριού,
απόρησε, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό;

1999

ΦΡΙΝΤΛΙ, Ο ΡΟΛΟΓΑΣ

Δούλευε σαν ρολόϊ,
γρήγορα για να προλάβει να τελειώσει
σε μια ωρισμένη ώρα,
και συχνά όλο το εικοσιτετράωρο –
πέρα για πέρα Ελβετός.

Πέθανε πάνω στη δουλειά,
άκαιρος θάνατος.

Παρέλειψε νʼ ακολουθήσει
το παράδειγμα των ρολογιών:
δεν συναγωνίζονται οι δείκτες
για την πρώτη θέση.

1999

ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ

Το κρεβάτι γουργουρίζει όταν ξαπλώνω.
Μένει διακριτικά σιωπηλό όταν ξαπλώνω με άλλον.
Ξαναγουργουρίζει όταν αλλάζω σεντόνια.

12.2.06

ΕΚΚΛΗΣΗ

Το τζάμι ανοιχτό: Είμαι οπτική ψευδαίσθηση.
Το τζάμι κλειστό: Είμαι αφηρημένη τέχνη.

Ω διαβάτη, ρώτα ποιά απʼ τις δυο όψεις
αξίζει πιο πολύ την προσευχή σου…

2003

ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΝΑ NIΩΘΕΙΣ ΕΝΟΧΟΣ ΓΙΑ ΚΑΤΙ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ

Κατά παραγγελία γεννήθηκα, ετοιματζίδικος μεγάλωσα΄
μα πείτε μου, πείτε μου, και μάλιστα σείς καλόπιστες ψυχές,
πείτε μου πως πρέπει – πως θαʼ πρεπε – να νιώθω σήμερα, πάλι σήμερα,
δίχως ενοχές από μια αίσθηση ανεπάρκειας΄
δίχως να μου αποδίδουν ευθύνες ή να με αποδοκιμάζουν κάποιες
κυρίες με δαχτυλίδια και βραχιόλια να βαραίνουν τα χέρια τους,
κάποιοι κύριοι που σου δίνουν το χέρι, μόνο και μόνο για να ικανοποιηθούν
πως τα ροζιασμένα χέρια σου καλώς τα απέκτησες.
Πείτε μου γιατί πρέπει να είμαι ο επόμενος πλην ενός να μιλήσω,
επειδή η σκιά μου είναι απόλυτη ηρεμία;
Δεν αρκεί μια ζωή σε ραντεβού άλογης σκληρότητας;
Τα ρολόγια κάνουν τικ-τακ χωρίς να γνωρίζουν πως,
όμως εγώ δεν δικαιούμαι ένα σώμα για να ζήσω τη ζωή μου;
Η μόνη μου επιθυμία ήταν να βλέπω πέρα από τα βλέφαρα,
για μια ελπίδα να διανυκτερεύσει. Τουλάχιστον πείτε μου
γιατί η κάθε μου στιγμή σʼ αυτόν τον κόσμο πρέπει να είναι
ένα λέξη προς λέξη φιλιππικό,
μια καταδίκη να ζω απόλυτα μουδιασμένος.

2004

Σʼ ΕΝΑΝ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΟΥ
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΕΛΝΕΙ ΕΥΧΕΣ

Ευχαριστώ για το τηλεφώνημά σου τις προάλλες.
Απροσδόκητο; Όχι αν ξέχασες
τι χρώμα είχαν τα μάτια σου χθες…
Ναι, αναρρώνω σιγά-σιγά.
Το παιδί μέσα μου απωθεί την ζοφερότητα
όπως η καμφορά τα έντομα.
Ανέκαθεν παρομοίαζα τις δοκιμασίες της ζωής μου
με μπετόν που κρατάει την νυχιά του πουλιού
μα δεν μπορεί να εμποδίσει το πουλί να πετάξει.
Αν σε σκέφτομαι καθόλου; Δεν έχει
άφθαρτη αξία ο χωρισμός;
Όσα αισθήματα απέβαλα
μου φέρνουν αμφορείς με τέφρα μυρωδάτη.
Να με επισκεφθείς; Η κατά προτίμηση ημερομηνία
στην πόρτα έληξε προ πολλού.

1997

ΚΑΝΤΕ ΠΕΡΑ!

Φίλε,
χρειάζεσαι κάτι περισσότερο
από το έμπειρο μάτι του διορθωτή
για να διορθώσεις αυτό που μέσα μου
είναι μια ραγισμένη αγάπη
ζωής.
Με το ζόρι
δεν θα βγάλεις από το στόμα μου
τον όγκο της σιωπής μου
για να γιάνεις τη φωνή σου.
Συγγενείς και φίλοι
μου απένειμαν λύπες
σε συνεχείς δόσεις.
Είχα την ευφυία να τις κάνω
καθρέφτες που αντιγράφουν
πόσο μέτριοι είναι.
Παντρειά; Ναι. Μαζί
μα χώρια σαν τα μανικετόκουμπα.
Παιδιά; Επιπλέοντα υπολείμματα
μιας νύχτας.
Βέβαια
υπάρχει η ποίηση, όπου εκρέει
η ανίκανη ελπίδα
και όλα ξαναπαίρνουν βράση
πάνω σε χαμηλή φλόγα
διαμαρτυρίας.
Μα πριν πεθάνω
θαʼ θελα να φωνάξω: «Κάντε πέρα!» –
μόνο και μόνο για νʼ ανάψω ένα τσιγαράκι
που από μακρού μου το αρνήθηκαν.

2003

ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΛΟΜΕΝΟΥΣ

Πριν περίπου σαράντα χρόνια,
όταν υπηρετούσα δόκιμος
σε φορτηγό υπό αγγλική σημαία,
κατασκευασμένο την περίοδο του πολέμου,
μην έχοντας άλλη επείγουσα δουλειά
παρά να βλέπω το φωτεινό φαινόμενο
στον νυχτερινό ουρανό
και να ποικίλλω την μονότονη ζωή
με το να το ονομάζω Βόρειο Σέλας
ή Aurora Borealis, έγραψα ένα ποίημα,
το σφράγισα σʼ ένα μπουκάλι, και το έριξα
στου Ατλαντικού τα κρύα νερά.

Μέχρι τώρα, καμιά χώρα δεν με διεκδίκησε για ποιητή της.

2003

ΥΠΟ ΤΟ ΣΕΛΗΝΟΦΩΣ

Τι χορογραφία, τι οπερατική κατευόδωση
η σελήνη σαν υψώνεται και εγκαταλείπει το βουνό.

ΟΜΟΛΟΓΙΑ

Η εξωτερική εμφάνιση του τι δεν είμαι
εγκλείει αυτό που είμαι. Εγκατέλειψα
τη προσπάθεια να κάνω ισότιμο αυτόν
τον εαυτό, όταν διαπίστωσα
ότι τα καλύτερα γραπτά μου
είναι μια λαμπρή δυσανάγνωστη αλήθεια.

AMORE – LOVE

Τα πέντε γράμματα της λέξης Amore
φλογίζουν κάθε δάχτυλό οσάκις σε χαϊδεύω.
Αλλά είμαι περαστικός. Πρέπει να συνεχίσω.
Η λέξη Love θα είναι ένα δάχτυλο λιγότερο.
ΛΕΠΤΟΛΟΓΟΣ

Ότι κολλάω σε λεπτομέρειες το παραδέχομαι.
Αλλά φαντασμένο να με χαρακτηρίσεις δεν μπορείς.
Άμα μου πεις ότι σε τσίμπησε κουνούπι
δεν θα ρωτήσω ποιο από τα τρία είδη.
Ναι, οι λεπτομέρειες με απασχολούν –
οι παραμικρότερες λεπτομέρειες.
Παράδειγμα: κάποτε είχα πατέρα.

ΠΗΔΙΟΤΑΝΕ…

Πηδιότανε με οποιονδήποτε, και το περιεχόμενό της
το ανακάτευε καλά-καλά πριν τη χρήση.
Πέθανε στη θέση του οδηγού.
Η νεκροψία έδειξε ένα σώμα
από τελείες, κόμμας, άνω τελείες, άνω και κάτω τελείες,
εισαγωγικά, αποστρόφους, παρενθέσεις, παύλες,
αποσιωπητικά, αστερίσκους, βαρείες, οξείες, περισπωμένες,
ξένους τονισμούς, αλλά θαυμαστικό κανένα…

ΕΛΠΙΔΑ

Ο χρόνος συνέχεια με μετατρέπει
από κάποιον σε κανέναν.
Η ζωή είναι στα γράμματα ζ ω ή.
Όμως τούτο το καρούμπαλο τον απέκτησα
στο ταβάνι της αιωνιότητας.

2000

ΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΠΟΤΕ

Αγαπητέ πατέρα,
μαθαίνω πως δεν είσαι καλά,
μα κι εγώ αισθάνομαι βαρύθυμος
διότι το παρελθόν είναι μοιραίο γράμμα
ανεπανόρθωτα στο γραμματοκιβώτιο ριγμένο.
Σαν γυιός
με θεωρούσες πάντα
βραβείο παρηγοριάς –
κληροδότημα,
όπως κληροδότημα του σπέρματος είναι το σώμα.
Ήμουν ποιητής ενάντια στην πολεμική σου
Ήμουν ηθοποιός ενάντια στα συνθήματά σου
Ήμουν τραγουδιστής ενάντια των κραυγών σου –
πνεύμα σαν κείμενο γεμάτο διορθώσεις.
Αν μπόρεσα να φέρω το σώμα μου στα όριά του
σε μια επίπονη τελείωση –
να
τα μάτια είναι κάποιος άλλος
τα χέρια κάποιου άλλου
πιο πολλά ναυάγια από αστέρια στʼ απόνερά μου.
Αλλά μπορώ να σημαδεύσω τα τετράγωνα ερωτηματολογίων
κι έτσι ξέρω τι αισθάνομαι.
Μου λένε
πως βασίζεσαι στη ποίηση
– τη δική μου ποίηση –
για ηρεμιστικό.
Ότι παίζω ηθοποιός για τη σωτηρία σου
ότι το τραγούδι μου θρηνεί τη δυστυχία σου
ότι το είναι μου σου έγινε έμπιστη πλαστοπροσωπία.
Ο τρόμος
πατέρα
ο τρόμος είναι
να είσαι ολομόναχος
με επαναλαμβανόμενο ήχο.
Η τραγωδία
πατέρα
η τραγωδία είναι
το κρασοπότηρο με τα σημάδια των χειλιών σου,
το μόνο που απόμεινε
απʼ ό,τι σε απογοήτευσε.

1990

ΕΥΣΕΒΗΣ ΠΟΘΟΣ

Καθώς ήμουν έτοιμος νʼ αναδυθώ
νεογνό
απʼ την κοιλιά της μάνας μου,
ας ήταν να έκανα πίσω
απʼ όλη τη διαδικασία να καταλήξω
ως ενθύμιο οργασμού
που ξόδεψε περίσσια ευχαρίστηση σε μια στιγμή
απʼ ότι ένιωσα εγώ μια ολόκληρη ζωή.

ΑΘΕΛΗΤΗ ΘΕΛΗΣΗ

Λοιπόν μητέρα, λοιπόν πατέρα,
γεννήθηκα όπως θέλατε,
μα δεν μεγάλωσα να γίνω αυτό που θέλατε.
Οχυρό σεις, χώρος ανοιχτός εγώ.
Έζησα να κάνω αθέλητη τη θέλησή σας.
Τώρα που κι οι δυό σας πια δεν υπάρχετε,
πήγα του κλόουν το ρούχο στο καθαριστήριο.
Αρχικά σκέφτηκα να το πετάξω στο κάδο απορριμμάτων,
μα αν η θέλησή σας είναι ανακυκλώσιμη;

ΖΥΓΟΣ

Πάει κι αυτή η βδομάδα,
και στην ηλικία μου σε μια βδομάδα
δε γίνεσαι πιο ξύπνιος.
Μα τι θα λέγατε αν σας έλεγα
ότι παρομοιάζω αυτό που μʼ απομένει
με σκουλήκι που,
κομμένο στη μέση απʼ το αλέτρι,
γίνεται δυο σκουλήκια.
ΟΙ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΕΣ

Στης σιφονιέρας το πάνω συρτάρι,
κάτω από στρώματα κεντημάτων,
βρήκα ένα μεγάλο φάκελο με ακτινογραφίες,
πάνω του γραμμένο τʼ όνομά σου και ο χρόνος 1999.
Τις έβγαλα και τις κοίταξα στο φως,
συνειδητοποιώντας, με τι πόνο, πως θα είσαι τώρα
στο τάφο σου.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

Η συλλογή αυτή που θα διαβάσατε
δεν είναι τέχνασμα για τη στήριξη τραυμάτων.
Δεν τρέφεται από το ευαγγέλιο
αυτοσυνείδησης και αυτοεκτίμησης.
Δεν επιθυμεί να δημιουργήσει ένα χαρακτήρα
που ελέγχει τον εαυτό του
σε μια αίθουσα όλο καθρέφτες
κάθε φορά που κάτι σκέπτεται ή νιώθει.
Τη κάθε λέξη τη βαραίνει ο πόθος
για γιατρειά και όχι πλήγωμα.
Τώρα αν ο ποιητής φαίνεται να έχει ξεμείνει
παρά τη θέλησή του σε μια αιώνια παιδική ηλικία
είναι γιατί όταν γεννήθηκε
είπαν: «Είναι αγόρι».
Κι αυτό ήταν όλο.
ΜΟΝΟΓΛΩΣΣΗ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ

Γράφεις ελληνικά ποιήματα στʼ αγγλικά.
(Γράμμα του Λώρενς Ντάρελ)

Κάθομαι στο γραφείο μου
προσπαθώντας να μάθω τα ποιήματά μου ελληνικά.
Δεν είναι πειθήνια,
μα ούτε εγώ είμαι ευχερής.
Προσπαθώ να τα μάθω
με αίσθημα παρά με γνώση.
Μπορεί ένα άυλο πνεύμα
να πάρει σωματική μορφή;
Δεν θάʼ μουν τίποτα,
ούτε σύννεφο φωναχτό,
αν δεν έγραφα στʼ αγγλικά
αποκλειστικά, με πάθος, νοσταλγία,
σʼ αυτή την άκρη του κόσμου
που είναι πάντα Αγγλία.

ΜΑΡΙΟ ΝΤΕ-ΣΑ ΚΑΡΝΕΪΡΟ*

Μάριο,
Χρόνια ερωτοτροπούσες με το θάνατο
μέχρι που ο θάνατος ανταπόδωσε το κομπλιμέντο,
με πληρωμή σε είδος πριν ενενήντα χρόνια,
στο Παρίσι, στο μέσο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Και νάʼ μαι τώρα, να παραβιάζω το βασίλειο
που ήταν το θέλημά σου,
με το να δανειστώ τʼ όνομά σου
για να βάλω τίτλο σʼ αυτό το ποίημα.

Σήμερα νιώθω τη μοίρα μου να σκουντά τα χρόνια
ρεζερβέ για την ανυπαρξία μου,
κι έτσι χρησιμοποιώντας τʼ όνομά σου, μπορώ να πω
ότι τέλειωσα πια να κρύβω διαρκώς το πρόσωπό μου
και να ξαναεμφανίζομαι αναφωνώντας «Τσα!»
για να διασκεδάσω κάτι ανακλαστικό παρά ανθρώπινο.

Βλέπεις, Μάριο, έχω μόνο τα μάτια
για να καταχωνιάσω την αλήθεια του εαυτού μου,
και της υπομονής μου τα καπόνια
χρειάζονται πώς και πώς έλεγχο αγάπης.
Οι ελπίδες μου; Ευθείες,
η απόστασή μεταξύ τους νʼ αυξάνεται
με την απόστασή της από το πόθο,
σα μερκατορική προβολή.

Ένα όνομα είναι αυτό που χρειάζομαι για να σπρώξω μακριά
τη μοναξιά μου ως το θάνατο, να μην αισθάνομαι ότι
είμαι κάποιου άλλου της ζωής το κατακάθι.
Τʼ όνομά σου, Μάριο, ήταν αυτή η ζωτική ίντσα πάνω από το ύψος μου,
λαμπερή σαν αστέρι στη κορφή Χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Σʼ ευχαριστώ που έβγαλες τη σκουριά από πάνω μου –
και ποτέ μη σκεφτείς ότι έλαβα τʼ όνομά σου επί ματαίω.

*Πορτογάλος ποιητής που αυτοκτόνησε στο Παρίσι το 1916 σε ηλικία 26 ετών.

ΕΠΙΤΥΧΙΑ

Αν ήμουν ένας στο εκατομμύριο
θάθελα νάμουν ένας στους χίλιους
προκειμένου να περιορίσω
τον φθόνο των συμπατριωτών μου.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΠΑΜΠΑ

«Μπαμπά»,
δυο συλλαβές, αίσθηση των οποίων
είχα στην πλήρη απουσία.
«Μπαμπά»,
δυο συλλαβές με οσμή
ουίσκι.
«Μπαμπά»,
δυο συλλαβές που καυτηρίαζαν
τη γλώσσα μου.

Μόνο όταν οι γυναίκες σου άνοιγαν τα σκέλη τους
αποβιβαζόσουν στο νησί της καρδιάς σου.

Από το ανάστημά σου, τα χέρια
είναι αυτά που θυμάμαι καθαρά – τα χέρια σου
που ξεσπούσαν πάνω μου
για να ικανοποιήσουν μια κακία: για την γυναίκα σου,
που ο πόνος την μείωνε σε γράμμα αρχικό.

«Μπαμπά», «μπαμπάκα», «μπαμπούλη», «πατέρα», «πατερούλη»,
χρειάστηκε να μάθω τη ζωή
πριν ακόμη μάθω τα μαθήματά μου.

Όπως η θάλασσα είναι διαρκώς στα μάτια τʼ ουρανού,
έτσι το σήμερα ή το αύριο δεν μπορούν
να ξαλαφρώσουν απʼ το χθές.

Αντίο, μπαμπά. Γεια χαρά.

Κι αφού ακόμη ζω
για όλες τις ζωές που δεν γνώρισα,
αφού ακόμη ζω για όλο τον χρόνο
που δεν έζησα ποτέ,
ε… εντάξει… ας σε συγχωρέσει ο Θεός.

ΚΑΡΜΑ

Ακόμα κι όταν – κυριολεκτικά – έβγαλα κι έδωσα το πουκάμισό μου,
δε βρέθηκε κανείς να φωνάξει: «Εύγε, Γιάννη!»
Μόνο επί σκηνής με επευφήμησαν όρθιοι,
παίζοντας ένα ρόλο ανάρμοστο, όσο κι η ζωή που αναπαριστώ.

ΧΑΝΩΝΤΑΣ ΤΟ ΝΟΗΜΑ

Φαντάσου τη χαρά ενός άνδρα
όταν η γυναίκα του γεννάει
μωρό με πέος.

Τι λυπηρό αν χρόνια αργότερα
δεν θα μπορεί να λογοκρίνει το πέος
που θέλει την αγάπη άλλου πέους.

O ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ

Ο πλοίαρχος πέθανε εν πλω.
Για το πλήρωμα ήταν σαν το πλοίο να ναυλώθηκε
για ένα ταξίδι σε λιμάνι που δεν υπήρχε.

Στο γραφείο, ο πλοιοκτήτης, για στεφάνι,
φύσηξε δακτυλίδι καπνού
να παραμένει μετέωρο.

ΚΙΝΗΤΡΟ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΦΤΕΙ ΠΟΙΗΜΑ

«Γάλα ή κρέμα;» ρώτησε η σερβιτόρα,
τα παραγεμισμένα βυζιά της να περνούν ξυστά
πάνω από το δίσκο με φλιτζάνια και ποτήρια.

Α μπε, μπα, μπλομ…
απάγγειλα μέσα μου.

Μια ρώγα κατά προτίμηση, υποθέτω…

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΜΟΥ

Όταν δεν έπινε,
ο γέρος μου ειδικευόταν στο να παράγει
παιδιά εδώ κι εκεί –
γιους, για να είμαι ακριβέστερος, διαφόρων αποχρώσεων –
εκ των οποίων όλοι πλην ενός (εμένα) ήταν εξώγαμα.
Γνώρισα τρεις απʼ αυτούς –
και καμιά αντιπάθεια.

Εγώ προσωπικά παιδιά δεν έχω.
Κληρονόμησα να είμαι η καπότα του.

ΑΝ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΖΩΗ

Αν αυτό είναι ζωή
τότε δεν ξύπνησα από τη γέννησή μου.
Αν θεωρείς ζωή
αυτό που μεταφέρει τη σκιά μου τριγύρω και πουθενά,
τότε χρησιμοποίησα λάθος μάρκες
ως τεκμήριο ζωής.

Υπάρχει μια τραγική έλλειψη μεταξύ
του Λούις Κάρολ και του Αρθούρου Σοπενχάουερ.
Αλλά όταν πάψω να υπάρχω
θα πάρω μαζί μου μια ζωή
με τα ηλιόλουστα μάτια του θανάτου.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Επινοώ ένα πουλί
που επινοεί ένα κλαδί
που επινοεί ένα φύλλο
που επινοεί έναν άνεμο
που είμαι εγώ
που στρέφομαι στον εαυτό μου
και χάνομαι.

1991

ΣΚΟΤΩΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΩΡΑ

Καφέ Delice
12 Aυγούστου
5 μ.μ.
Κονάκι ποιητάκων, βουβά πρόσωπα για ό,τι
προάγει σημασία.
Όποιος θέλει να τραβήξει μπροστά
δικαιολογημένα αυτάρεσκος εδώ
όπου βλέπεις όλους όσους είναι
ήχος των βημάτων τους
στο δρόμο.
Αλλά τώρα είναι 5 μ.μ.,
ποιητική νωθρότης,
και είμαστε μόνον δυό
ο ένας,
πατημένα τα ογδόντα
με λαμπερή φαλάκρα
τακτοποεί το ψέμα των μαλλιών του,
οι φλέβες των χεριών, κλαδιά στερημένα της μερίδας του θέρους,
τη μύτη του κουρνιάζει πάνω στο δείχτη του χεριού,
και σουλατσάρει τα μάτια του προς τον ουρανό
(Χαίρετε, παράθυρο παράθυρο παράθυρο παράθυρο!).
Κατά τʼ άλλα
γεράνια κόκκινα, άσπρα, ροζ
πνοές εσπρέσσο
ανθρακούχα δέντρα
και η κορδωτή σερβιτόρα
με δεύτερη δουλειά
να σβολιάσει την επίμονη ματιά μου.

1987

ΜΟΝΑΧΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Η ποίησή μου μπορεί να μην μου κοστίζει τόσο –
και αναμφίβολα ο ποιητικός λόγος κοστίζει ακριβά.
Μα συνεχίζω να γράφω, με κίνδυνο τη κακή ποίηση, το κόστος της επίσης βαρύ,
προσπαθώντας νʼ αφαιρέσω τη σκουριά απʼ τον σύρτη της καρδιάς,
μπας κι έρθει η ευτυχία.

SAGA

Ο κόσμος με ζηλεύει.
Με βλέπει σε σεληνόφωτο τοπίο,
το Αιγαίο για τραπεζομάντηλο,
κι ένα νησί κάθε φορά να στολίζει το τραπέζι.
Με βλέπουν αγέρωχο
ή κάτω από μια αψίδα θριάμβου
προς τιμή των επιτευγμάτων μου.

Λοιπόν, θα σας περιγράψω εν τάχει τη ζωή μου.

Όταν ακόμη ήμουν μπόμπιρας,
μου επέβαλαν να το βουλώσω με το ζόρι
και με ξαπόστειλαν σε μια χώρα του βορρά,
μʼ ένα κομπολόι να μετράω τους λυγμούς μου.
Ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο
υπήρξε η ημερομηνία γέννησης, ο τόπος γέννησης
και το καταφατικό «ναι», για να πιάνομαι στη φάκα.

Με το καιρό δημιούργησα ένα ποιητικό alter ego
και ταξίδευα τρίτη θέση (πως αλλιώς;)
σε κάθε είδους συναίσθημα.
Χαλάρωσαν τα χείλη, σάλεψε η γλώσσα,
η ζωή ζωντάνεψε στη νεκρική μάσκα,
έτοιμος τώρα για Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.
Είναι πάντα τιμή
να σε επευφημεί το παρελθόν.
Οι εντυπώσεις μάλλον βεβαιώνουν το κίνητρο για φθόνο
σε βάρος της ψυχής κρυμμένης σε θηκάρι.
Συγχωρώ τη ζήλια του κόσμου.
Σε μια χούφτα, η γαλάζια θάλασσα δεν είναι πια γαλάζια.
Αν μπορούσαν να την περιγράψουν
θα ήταν οι μεγαλύτεροι ποιητές.

FADO
στη μνήμη του Μάριο ντε Σα-Καρνέιρο*

Τα φώτα στους δρόμους δεν ήταν ποτέ φορτισμένα
με τόση μελαγχολία. Οι φωνές των μανάδων καλούν
τα παιδιά τους για το βραδινό,
γιʼ αυτά πολύ νωρίς, πάντα πολύ νωρίς.
Από ένα who-is-who σκιών
μαθαίνω μερικά ονόματά τους,
αλλά δεν πλησιάζουν άλλο.

Όλη η Λισσαβόνα πίνει
μέσα στη τούλινη φεγγαράδα.
Οι όχθες του ποταμού Τάγος
σαν συρραπτώμενα χείλη μιας πληγής.
Και σκέπτομαι τους ποιητές που αγαπώ: έναν
που θυσίασε τη βασιλεία των ουρανών
για μιά δημοκρατία.
1988

*Πορτογάλος ποιητής που αυτοκτόνησε στο Παρίσι το 1916 σε ηλικία 26 ετών.

ΠΟΙΗΜΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ

Η θάλασσα σήμερα είναι μουχλιασμένη.
Ο ουρανός έχει σβολιάσει.
Ποιος έκλεψε το αλάτι;
Ποιος έκλεψε το γαλάζιο;
Μη φωνάζεις δυνατά πως ο κόσμος είναι σάπιος.
Πες το σιγά όπως τα ψάρια.

ΣΗΜΕΡΑ, 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2004…

…έσβησα στην ατζέντα μου όλα τα γράμματα
που αποτελούν όνομα, και τα αντικατάστησα
με τελείες. Τα ονόματα ανθρώπων για τους οποίους
έχω κάνει περισσότερα από την μάνα τους
με το να τους γεννήσει.
Κιʼ έτσι γλίτωσα
να ξέρω τόσα πολλά γιʼ αυτούς
για το τι σκαρώνουν – να χωνεύω
τόσα που μου προκαλούν θανάσιμη πλήξη,
σαν να μην ήξερα ότι για δαύτους
δεν είμαι παρά ένα ασθενοφόρο.

ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ

Βλέποντας αυτόν το νεαρό με τη μαύρη φανέλα,
πάνω της οι λέξεις
ΕΙΜΑΙ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ ,
απηλλάγην από το φόβο του θανάτου.
Τι μπορεί να μου συμβαίνει
όταν εγώ ο ίδιος δεν είμαι τίποτα;

ΟΧΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ΟΥΤΕ ΖΩΓΡΑΦΙΑ, ΜΟΝΟ ΠΟΙΗΣΗ

Περπατούσα πάνω στις σκιές πλαγιασμένες στη πλατεία,
όταν ένα θηλυκό διέσχισε την πλώρη μου. Τι πάχος!
Το ένα μπούτι να λαξεύει το άλλο,
που απόρησα πως στην ευχή κάνει τσίσα. Συγκαμένα
τα σκέλια της; Όχι, μουχλιασμένα, προτίμησα.
Κιʼ όμως, όσο την πρόσεχα,
τόσο εξέφραζε πιθανότητες:
μια απορριπτική εικόνα της απελπισίας μου.

ΚΑΚΟΣ ΒΑΘΜΟΣ

Καλά δεν κουράστηκες να εκτίεις ποινή κατʼ οίκον;
Το να βλέπεις τον εαυτό σου συνέχεια στο καθρέφτη δεν είναι στέρηση πρωτοτυπίας;
Δε βαρέθηκες να δίνεις σκαστά φιλιά
και οι άλλοι να σου τείνουν σιδερένιο χέρι σε βελούδινο γάντι;
Γαντζωμένος στη μυθοποίηση του μύθου σου,
δεν ευχόσουν για ένα άνοιγμα
όπως τα ανοίγματα μεταξύ τα δάχτυλα των ποδιών;
Σίγουρα θʼ αγάπησες κάποια μέρη του σώματος
και θα θεωρητικολόγησες για τα ποιήματα της ανάγκης σου.
Μα δε σου έφτασαν οι προχειρότητες, με την ιδέα ότι αργότερα θα τα κάνεις καλύτερα;
Δεν παραείσαι σχολαστικός για μια άθικτη υπερηφάνεια;
Ξέρω ότι σε σύγκριση με τη ζωή ο θάνατος είναι το μη χείρον βέλτιστον.

Πάντως ότι δεν λες είναι μαλακίες.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΑΦΕΝΤΙΚΟΥ ΠΕΡΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΣΤΑ ΣΜΕΡΑΛΔΑ

Δική της η υπέροχη και μείζων άφιξη
μέσα από τις τετριμμένες και παράλογες ταξιδιωτικές ταλαιπωρίες.
Το Τυρρηνικό της μαύρισμα την διαύγειά του επεκτείνει,
λες για να ωχρίνει την ψυχή μου.
Ξεφλουδίζει άσπρα γάντια σε χιονόπτωση δαχτύλων.
Στο διαμαντένιο δαχτυλίδι της σπινθηροβολεί η Ελλάδα
που δεν μπορώ να υποφέρω.
Η κορμοστασιά της: ματ σε δυό κινήσεις. Όσο την πλησιάζω
τόσο πιο πνιγηρό το άρωμά της.
Θαʼ θελε κάτι να πιεί;
Οπισθοδρομεί, καταπνίγοντας ένα ρίγος,
λες κι έφαγε χαστούκι. Δόξα τω Θεώ
μερικά ένστικτα μένουν μακριά απʼ το πεδίο δράσεως.
Πουρακι Davidoff στο μανταλάκι των δαχτύλων,
και η απάντησή της πέφτει με το χνούδι του.
Κοροϊδεύω τον εαυτό μου πως είμαι ανεκτικός –
εγώ που ακολουθώ πιστά τους κανόνες συμπεριφοράς –
και ανταποδίδω την επιθυμία της σε είδος,
όλα μου τα χλωμά αισθήματα ασάλευτα μέσα στη μαύρη περιφρόνηση.

1983

ΛΥΠΑΜΑΙ, ΛΑΘΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Κάθομαι συχνά στην περιστρεφόμενη πολυθρόνα
και ρίχνω ατέλειωτες ματιές στο τηλέφωνο
χρώματος μενεξεδί
με κομψές καμπύλες
σαν γλυπτό του Αρπ

Απλώνω το χέρι μου ενστικτωδώς και το χαιδεύω
τους αριθμημένους ομφαλούς του
παρατηρώ με θαυμασμό τις διαθέσεις του
την απαράμιλλη εγγαστριμυθία του
και πόσο θαʼ θελα να σχηματίσω
άλλο αριθμό για την ζωή μου.

1971

ΛΙΣΤΑ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ, ΣΑΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Θεέ μου, ευλόγησε
τον Καπετάνιο
ο κόσμος του, εκεί που το πόδι βουλιάζει
και θαύμα δεν υπάρχει.
Ευλόγησε
τους Αξιωματικούς και τους Μηχανικούς
που γέρνουν στον αέρα με κουρασμένο βάρος,
παραμάνα τους η θάλασσα.
Θεέ μου, ευλόγησε
τον Ασυρματιστή
που ψάχνει για φωνή
στη σάρκα της σιωπής.
Ευλόγησε αυτόν τον τύπο,
τον Λογιστή
δημιουργό περισοτέρων πατεράδων
απʼ ότι ο δικός του.
Θεέ μου, ευλόγησε
τον Μαραγκό
που μεθυσμένος βλέπει το ηλιοβασίλεμα θυλή μαστού
και νηφάλιος σκέβρωμα.
Ευλόγησε
τον Λοστρόμο, τους Ναύτες, τους Λιπαντές και τους Καθαριστές
που κάνουν ακάματες προσπάθειες να κρατήσουν ανέπαφη μια εικόνα με άρωμα γυναίκας.
Ευλόγησε
τους Καμαρότους και τον Μάγειρα
που ξεφλουδίζουν ένα συμβάν
από την τελευταία απουσία.
Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό,
ευλόγησε το δεκαεξάχρονο ναυτόπαιδο Δημήτρη απʼ την Οργάνη
που τον χαρακτήρα του πρέπει να τραχύνει
ταίριασμα με τα τραχιά του χέρια
και να υπάρξει δίπλα σʼ όλα
και κοντά στο τίποτα.

1977

ΣΤΙΣ ΚΑΚΕΣ ΜΟΥ

Δουλειά δεν έχω, πόσο μάλλον μια ζωή.
Αισθάνομαι ότι και στον καθρέφτη είμαι μια παράλειψη.
Χρόνια τώρα δεν υπάρχει τίποτα αξιόλογο να κάνω,
το μόνο που αξίζει είναι νʼ αφήνω τη λάμπα πάνω στο γραφείο
να φωτίζει το μικτό βάρος της λογοτεχνικής μου επίτευξης.

Οι φίλοι ανέκαθεν ήταν ένα στρίμωγμα,
απαθείς για τι χώρο καταλαμβάνουν μέσα μου.
Ζω, σαν να προσπαθώ να τεμαχίσω ένα σχοινί
διχως νʼ αγγίξω τις ίνες.
Άραγε η ελπίδα διαπιστώνει την βεβαιότητα ελπίδας;

Δεν ξέρω. Αλλά τι σημασία έχει;

2005
ΚΑΘΕ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ ΚΑΙ «ΑΝ»

Το ρολόϊ τικ-τακ, τικ-τακ.
Δευτερόλεπτο και «αν».

Δεν ξέρω ποιό «αν» αδίκησε την ύπαρξή μου,
ποιό «αν» μου στέρησε ένα αύριο.

Είμαι καρμπόν με σχήμα ανθρώπου,
μα δεν διαθέτω αντίτυπο για ποιός στʼ αλήθεια είμαι.

ΠΡΟΣΔΟΚΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΖΩΗ

Σε όσους διάβασαν τα ποιήματά μου,
και με είδαν να παίζω ηθοποιός,
και απόλαυσαν τη μουσική μου,
θαʼ λεγα: ό,τι είχα να πω το είπα
λίγο πριν κοπεί ο ομφάλιος λώρος.

ΟΠΟΙΟΝ ΑΦΟΡΑ

Η ζωή μου διόλου καλύτερη από μια ανόητη ιστορία.
Αλλά τα ποιήματά μου δεν είναι ανέκδοτα.
Δεν άγγιξα την αληθινή αγάπη
που ξεψυχάει μʼ αγωνία στο μελάνι.

Σʼ ΕΝΑΝ ΠΛΑΣΙΕ (ΙΣΩΣ)

Ένα δάχτυλο θρέφει το κουδούνι της πόρτας.
Το μάτι μου προσφέρει όραση στο μάτι της πόρτας.
Πρόσφυγας; Άσωτος γιος; Ζητιάνος;
Δεν απαντώ, γιατί τον εαυτόν μου ποτέ δεν δανείζω,
τον δίνω και τον διανέμω αυτοβούλος.
«Όχι ευχαριστώ,» λέω, μέσα μου, αλλά ευχαριστώ
που παρεμβαίνεις σʼ όλα μου τα αντίο.
Δεν θα σʼ αφήσω να μπεις γκριζομάλλης στην καρδιά μου.

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Όταν πεθάνω, θα ήθελα να σταματήσω λιγουλάκι στον Παράδεισο
απλώς για να ρωτήσω: «Μήπως σας βρίσκεται κάνα μονόκλινο για μια βραδιά;»

ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Δεν θέλω σουίτα στον παράδεισο
ούτε σουίτα στην κόλαση.

Σπέρνω το βλέμμα μου σʼ ένα σύννεφο νωθρό
για να φυτρώσω, σταγόνα βροχής.

NON FUI, NON SUM*

Όλη μου τη ζωή
μια πλημμυρίδα κι άμπωτη προσευχές πάνω σε μια εικόνα
και τελικά τα χρώματα ξεθώριασαν.

Φαίνεται
πως ο άγιος απλώς άκουγε
έναν δίσκο.

*ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ

ΑΝΕΥ ΑΓΑΠΗΣ

Απλώς υπάρχοντας
είμαι εδώ.

Το «Κάποιος είναι στην πόρτα,»
θα με στείλει στον τάφο.

ΑΤΑΚΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Μια μέρα ο Θεός απουσίασε μια μέρα.
Μου έλειψε; Μπα, δεν θα τόʼ λεγα.
Έκανα αυτό που έκανα,
και με το δάχτυλο στη μύτη κορόιδεψα τον ουρανό.

ΔΙΣΤΙΧΑ ΚΑΙ ΤΡΙΣΤΙΧΑ

Φεγγάρι! Μην κάνεις χαλάστρα!
Νόμιζα ευτυχή τον εαυτόν μου –
αλλά πάλι με τον ίδιο τρόπο;

*

Κόκκινο τριαντάφυλλο στην μπουτονιέρα:
Η καρδιά σʼ ευωδιαστή αναπαράσταση.

*
Πόσο ανούσιος είμαι μέσα σʼ αυτό το τοπίο.
Φθονώ την πεταλούδα που δεν υφίσταται
Καμιά μείωση της ομορφιάς της.

*
Μετατοπίζοντας το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο
Για νʼ αποφύγω μια πεταμένη και πατικωμένη καπότα,
Σκέφτηκα: «Τι ενδιαφέρον που είναι ο κόσμος!»

ΙΣΟΠΕΔΗ ΔΙΑΒΑΣΗ

Κάτω από τον αλατοπιπερωμένο ουρανό,
μέσα στης νύχτας την αδράνεια,
μοιάζω μαριονέτα
που κάποτε την έστηναν για πλάκα στη ζωή
και πέταγαν πάνω της διάφορα.
Πιο πέρα, σιδηροδρομικές γραμμές.
Μα ποιος θα ξέρει ότι έπαιζα την Άννα Καρένινα.

ΠΡΟΝΟΙΑ

Το πρωί ντύνομαι για το βράδυ.
Τόσο νωρίς; Ποιός με κάλεσε;
Η δυστυχία πρέπει συνεχώς να σκέφτεται
τα πάντα και το τίποτα.

ΕΠΙΦΥΛΑΚΤΙΚΟΣ

Ορφανεμένος από χείλη, ο καπνός του τσιγάρου σου
χόρευε τον χορό της κοιλιάς σαν μπήκα στο καφενείο.
Άνοιξες το αμφιθέατρο της αγκαλιάς σου
για να παίξω κάποιο ρόλο. Κιʼ εγώ έπαιξα αυτό που παρήγγηλα.

ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ

Ατσάλινο λυκόφως.
Πέρα, ένα ψηλό πολυώροφο κτίριο
στη μέση της ανάκατης πόλις σαν πελώριο ψυγείο.

Τέσσερα εκατομμύρια Αθηναίοι,
και πάω στοίχημα ότι κανένας
δεν έχει κάνει τέτοια παρομοίωση.

Στοιχηματίζω επίσης όλη μου την αιώνια ζωή
πως τούτη τη στιγμή ουτʼ ένας άνθρωπος
δεν με σκέφτεται.

ΩΡΙΜΟΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ

Καιρό τώρα
ήθελα να γράψω ένα ποίημα
προς τιμήν του πόνου μου.
Μα η ζωή ολόκληρη δεν είναι να αισθάνεσαι
χαρά η πόνο;
Απλώς ζητώ
όταν μιμούμαι την αγάπη
να διεγείρω τον πόθο κάποιου άλλου.

ΚΛΙΣΕ

Επιστρέφει σπίτι
κάνει ένα μπάνιο ζεστό
πριν τον ύπνο.
Όταν βγάζει την τάπα
κοιτάζει το νερό που φεύγει
αφήνοντας το σώμα του έρημο
την μπανιέρα άδεια.

ΛΑΜΠΥΡΙΣΜΑ

Κατάρτι καϊκιού γαργαλάει το φεγγάρι,
αλλά αυτά που γαργαλιούνται είναι τʼ άστρα.

ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΟ

Εκτός από τα μάτια μου
ποιόν άλλον ουρανό
έχουν οι συνδετήρες;

ΣΑΒΒΑΤΟ, 2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2002

Ριπή ανέμου από διερχόμενο φορτηγό,
και τα μαλλιά μου ιστοί αράχνης
καθώς στεκόμουν στο τέλος
της εκκωφαντικής του φράσης – ένα θαυμαστικό –
πρόσωπο από πέτρα ραγισμένο ενός φιλιού χωρισμού.

Το λίγο της αρέσκειας σου
είναι ολόκληρη μουσική συμπυκνωμένη σε λίγα μέτρα.
Μα πάντα εκπλήσσωμαι (έτσι κι αλλιώς πλέον)
όταν κάποιος είναι σωστός με μένα, σωστός για μένα –
όταν γαργαλάω με το κλειδί την κλειδαριά
και όχι ένα αλλά δύο σώματα εισέρχονται
στη στιγμιαία αγνότητα του σκοταδιού –
όταν αυταπατώμαι ότι γλύτωσα
την αργή κλίση σε αχυράνθρωπο.

Μια έκπληξη, γαλιφιά κι απόψε,
έκανε την καρδιά μου παρωπίδα:
δύο λυγερές ψυχές, τσαμπιά αγάπης,
κι ο ένας να συλλογίζεται: «Ουδείς ωραίος
δίχως τη βοήθεια φωτογραφίας απʼ το παρελθόν».
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΥΨΗ

Πάνω στο γραφείο δύο μικρές φωτογραφίες.
Ένα πορτρέτο μου ως τερματοφύλακας
έχοντας μόλις αποκρούσει ένα γκολ,
και ένα ενσταντανέ με επίσημο ένδυμα
στητός στα σκαλιά της Μετροπόλιταν Οπερας.

Ποιά είναι αποκάλυψη και ποιά απόκρυψη
δεν μπόρεσα ποτέ να πω.

ΤΟ ΧΕΡΙ

Το χέρι που σήκωνε
να χτυπήσει τη γυναίκα του,
κατόπιν μακιγέζ για να καλύψει
τις μελανιές στο πρόσωπό της –

Το χέρι που τα χτυπήματά του
έπεφταν βροχή πάνω στο γιό του
που έπαιρνε τη θέση της
όταν αυτή έτρεχε να σωθεί –

Το χέρι στην αρχή απαλό
γύρω από ένα ποτήρι ουίσκι
και μετά σαν να σφίγγει ένα λαιμό –

Αυτό το χέρι ποτέ δε θα σαπίσει στο τάφο μέσα,
το χέρι που ούτε ο θάνατος
θʼ αγγίξει.
ΕΦΟΣΟΝ ΑΚΟΜΑ ΠΟΝΑΕΙ

Μιά ωραία πρωία
σε ξυπνάει μιά καρπαζιά.
Έφθασες σε μιά ηλικία ανεπιστρεπτί.
Τα χρόνια δε φοράνε πια πάνες
αλλά λιωμένα παπούτσια.
Συστέλλεσαι μέχρι να σφίξεις τη ψυχή σου.
Είσαι κολλημένος, όλως περιέργως απαθής,
μεταξύ τούτο κι εκείνο.
Οι λύπες κάνουν μεταβολή, με λασπωμένη αναλγησία.
Αίφνης αντιλαμβάνεσαι
ότι όποια γυναίκα σʼ αγκάλιασε
ήταν μιά κουλή Αφροδίτη της Μήλου΄
ότι οι φίλοι πέρασαν πλάϊ σου στα νύχια των ποδιών΄
κι εσύ στην άκρη μιάς ραφής
ανίκανος να συρραφθείς μαζί τους.
Τώρα πια μπορείς να λες την ώρα
της μιάς και μόνης σου ζωης, και πρέπει να την ζήσεις
εφόσον ακόμα σε πονάει.

Η ΚΥΡΙΑ ΜΠΑΟΥΕΡ

«Καλημέρα», «καλησπέρα» και σπανίως «καληνύχτα»
ήταν η μακρότερη συνομιλία μας,
αν και σε μια περίπτωση μου εμπιστεύτηκε –
αυτή, η κυρία Μπάουερ, παλιά μου σπιτονοικοκυρά στη Λουκέρνη –
ότι ο Καρλ Μπεμ ήταν ο αγαπημένος της μαέστρος.

Η κυρία Μπάουερ είχε κι ένα σκύλο, πιο εκδηλωτικό.
Όταν κουνούσε την ουρά του, του κουνούσε το δαχτυλό της.
Μια φορά της έφερα ένα δώρο από την Άπω Ανατολή.
Ο μήνας ήταν Αύγουστος. Μʼ ευχαρίστησε το Δεκέμβριο.
Το απέδωσα στα αντανακλαστικά των Ελβετών.

1999

Η ΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Η αγάπη είναι για τους καλοφαγάδες
Η πιο δυνατή γεύση πλην της γεύσης του θανάτου
Η αγάπη είναι για τους μεταλλοδίφεις, το χρυσάφι του χρυσού
Η αγάπη δεν έχει ψυχή να παραδώσει
Είναι σαν καπέλλο που αρπάζει ο άνεμος
Η αγάπη είναι αξιόπιστη όσο το ουράνιο τόξο
Θεωρετική όσο τα Εσπεράντο
Παράλογη όσο ένα σαξόφωνο στο Lʼestro armonico του Βιβάλντι
Είναι το τιτίβισμα μιας αρχής που δεν γίνεται ποτέ πουλί
Η αγάπη είναι ερμαφρόδιτη
Αίσθημα που κατακτάται από άλλο αίσθημα
Τρέλα που μαραίνεται
Θρύλος θνησιγενής
Ράγισμα στην καρδιά της λογικής
Η αγάπη είναι η ιδέα που την συντηρεί
Και η έννοια που την καταστρέφει
Η αγάπη είναι της εφηβείας κάμπια
Εσύ σε κανένα πλάτος ή μήκος
Η ανυπαρξία σε τρυφερότητα
Πλεονασμός στου χρόνου την αγκάλη
Η αγάπη είναι αυτό που λάμπει στο ματάκι της πόρτας
Είναι κάτι σαν τις βουβές ταινίες
Που το πιάνο κάλυπτε
Τα λόγια που δεν υπήρχαν
Η αγάπη αναβιώνει για σένα ό,τι απομένει από σένα
Ειναι μια παρατεταμένη έκθεση στο φεγγάρι
Το μόνο είδος αιώνιας ζωής
Αν η αγάπη είχε σχήμα θαʼ ταν το σχήμα του εκπώμαστρου
Η αγάπη είναι μαυροπίνακας για ό,τι σβήνεται εύκολα
Η αγάπη γνέθει και πλέκει μα ποτέ δεν κεντάει
Η αγάπη είναι αυτό το λεπτό κράτημα στην πραγματικότητα
Αυτό το απόμερο σημείο
Όπου η καψαλισμένη γη ανοίγει
Κι αναβλύζει μια κρήνη Η αγάπη πρέπει να είναι επί σκηνής
Η αγάπη αρμόζει για όλα τα σημεία στίξεως
Η αγάπη είναι χωρίς μνησικακία
Η αγάπη είναι a la prochaine fois
Η αγάπη έχει την επικύρωση του χρόνου
Μια εγκάρδια έγκριση: Αμήν.

2000

ΕΠΩΝΥΜΟ

Το επώνυμό μου προκαλεί κατάθλιψη.
Στο καμπινέ ή σε μπορντέλο
πάντα αισθανόμουν υποχρεωμένος να προσέχω τα λόγια μου.
«Έχετε καμιά συγγένεια με…»
ήταν μια χαρακτηριστική ερώτηση
που απαιτούσε μια τυπική απάντηση,
και πόσο ήθελα να είμαι λούστρος.
Όταν μετέφρασα σε γεγονός
ποιος και τι πράγματι είμαι
μου χαμογέλασαν περίεργα, σαν σε κύριο με μονόκλ –
και μάλιστα τύπου Σαρλώ!
Στο ποίημα δεν θα μακρηγορήσω
πώς διακρίθηκα στη ζωή.
Τούτο όμως θα πω:
τουλάχιστον δεν κατέληξα στοιχειό
σε οικογενειακό κήπο της Εδέμ.

ΚΑΛΩΝ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ

Σαν εραστής ήταν σαν χάρακας.
Βαθμολογημένος σε ίντσες (στη Βρετανία)
Και πόντους (στην ηπειρωτική Ευρώπη).
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Ένα τηλεφώνημα στις 8 το πρωί θα μπορούσε να εγκαινιάσει ευχάριστα τη μέρα μου
(στο αριστερό μου χερι το ακουστικό, το δεξί να κρατάει το πέος για κατούρημα),
αλλά ακούγοντας επί σαράντα λεπτά για κομμωτήρια, περιποίηση προσώπου, μανικιούρ, μασάζ το απόγευμα (η χύτρα να εκρήγνυται σαν ηφαίστειο) –
πρόβα στη μοδίστρα («Αγόρασα το ύφασμα στο Μιλάνο.»),
επίσκεψη στο σούπερμαρκετ για πατέ και χαβιάρι
(«Έχω τραπέζι αύριο βράδυ.»)
Και – «Μιάς και τοʼ φερε η κουβέντα, αγόρασα καινούργιο αυτοκίνητο, αλλά δεν αποφάσισα τι χρώμα.»
Και – «Το σπίτι στο νησί χρειάζεται καινούργια παντζούρια.»
Και – «Α, δε σούʼ πα, ο Γ παρήγγειλε δυό καινούργια βαπόρια στη Κίνα.»
Και – «Πρέπει να πάρω ένα δώρο για το γάμο της Δ.»
Και – «Η Α και ο Κ είναι σε δίαιτα. Καιρός ήταν!»
Και – «Η Σ αγόρασε ένα ωραίο παλιό σεκρετέρ στο Λονδίνο.»
Και – «Έδωσα της μαμάς τους πίνακες για συντήρηση.»
Και – ο κηπουρός… ο σωφέρ… οι υπηρέτριες… οι νταντάδες…

Τι κόσμο αρνήθηκα για χάρη της ποίησης!

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Αν δεν ήταν για το ερμητικό μυαλό μου,
θʼ άλλαζα απʼ το κυριλλικό στο λατινικό αλφάβητο
τη διεύθυνση που μʼ άφησες, και θα σουʼ γραφα στη Μόσχα.
Θα σουʼ λεγα ό,τι θυμάμαι από σένα,
ό,τι δεν είδα από σένα: π.χ. όταν πήγες στη τουαλέτα
ή όταν αποσύρθηκες στο γραφείο
νʼ απολαύσεις το πλάγιο χάδι του τηλεφώνου,
αφήνοντας με να τσιμπώ με το μεσαίο δάχτυλο τα ψίχουλα απʼ το τραπέζι,
να τα επιστρέφω στο πιάτο σου απʼ όπου προήλθαν.

Άν δεν ήταν για περηφάνεια πιο δραστική κι από καθαρτικό,
θα σουʼ γραφα… θα σουʼ γραφα τι,
όταν τα λόγια μου πιο γρήγορα στεγνώνουν κι απʼ το μελάνι;
Μπορεί να έλεγα ότι η ζωή είναι μια μονομαχία με τον εαυτό σου,
ότι τα χείλη ξεσφίγγουν για να μιλήσουν με ύφος πειστικό,
είτε «Γεια» είτε «Αντίο». Ότι πνιγω
αρσενικά και θηλυκά παιδιά μέσα σε προφυλακτικά.
Ότι μπορώ να γυρίσω ανάποδα και ναʼ χω
μια ασύνδετη μνήμη για ό,τι έχει χαθεί για πάντα.
Ότι από τη σχέση μας μόνο ένα κενό περίγραμμα έχει απομείνει.

Κι έτσι ας αλλάξουμε θέσεις. Ήλθε η ώρα που εγώ δεν είμαι πια.
Ποιος δεν έγραψε; Ποιος δεν ταχυδρόμησε το γράμμα;
ΞΥΡΙΣΜΑ

Είμαι
στο καθρέφτη
κάποιος με καλύτερη τύχη
απʼ ότι είχα εγώ.
Κάποιος
με μια παράλογη δικαιολογία
για τον τρόπο
που με χρησιμοποίησε η ζωή.

Αυτός ο κάποιος,
με ξυράφι αστραφτερό
που κόβει μια όψη
εγκαταλελειμμένη στην αλληγορία,
αποκαθιστά το χαμόγελο
για το οποίο γεννήθηκα
και έπαψα να έχω,
με διορθωτικό σβήνει
τις άχρηστες σελίδες της μνήμης,

και όντως επιπόλαια ωραίος,
σκέπτεται σύννεφα για μένα
εκεί που σύννεφα δεν υπάρχουν.

1995-6

ΒΟΛΤΑ

Τα σπίτια βυθίζονται στου δειλινού την κινούμενη άμμο,
ανάμεσα στα φθινοπωρινά φύλλα χορτάτα από καλοκαίρι.
Ανοιχτά παράθυρα, οι κουρτίνες να εγκυμονούν
και νʼ αποβάλλουν το σήμα της ώρας στα ραδιόφωνα.

Ένα παιδάκι βγαίνει τσίτσιδο στο δρόμο,
κλαμένο απʼ το κατσιάδασμα της μάνας του,
το μυτερό πουλάκι του πασπαλισμένο με ταλκ.

Ξεκολλώ από ματιά που ζητούσε περισσότερα.
Δεν είμαι ακόμη έτοιμος να γνωρίσω, όπως και όταν νήπιο,
όλα όσα είμαι.

1983

ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗ

Τη μέρα που τα μάτια μου θα κλείσω,
άτεκνος κι άνευ διαθήκης,
καθώς θα κάνω ένα βήμα αντί για πέντε,
μόνον η λήθη θα μʼ έχει κληρονόμο.
Η ζωή μου, αψιμαχία μέσα στην παράλυση.
Η καρδιά μου περίπου στο σχήμα της Ελλάδας.
Τις όποιες χάρες μου εσκόρπισα σε
Δευτέρες
Τρίτες
Τετάρτες
κ.ο.κ.

Αλλά εσείς,
φίλοι μου,
που μου μαθαίνατε τι γίνεται στον κόσμο
ήθελα ναʼ σαστε περήφανοι για μένα.
Γιʼ αυτό επινόησα ένα σώμα απʼ ανέμελα εξαρτήματα
που άριστα τα συναρμολογείτε
αν και δεν εσωκλείονται οδηγίες.

1987

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

Το ρήμα «αγαπώ» ήταν το προπαρασκευτικό μάθημα.
Το ρήμα «αγαπιέμαι», μεγαλομανία.

Έτσι αφιερώνω στον εαυτό μου
μια πίκρα για ό,τι δεν μέλλει να συμβεί.
Αποκαλύπτω ένα άγαλμα που η ζωή θερμαίνει,
με τη βεβαιότητα ότι όποιος έρθει να το δεί
για μένα δεν θα μάθει περισσότερα απʼ ό,τι λέει η επιγραφή.

1983

ΔΙΠΛΗ ΤΑΡΙΦΑ

Κουρνιάζει η νύχτα στα κοιλώματα των παραθύρων.
Ο ταξιτζής καρφώνει τη ματιά στο καθρεφτάκι
ώστε αρχίζει να υποπτεύεται ο επιβάτης.

Καλά λοιπόν. Αλλά θα δώσει φιλοδώρημα;

1987
LE TEMPS PERDU

Μια απʼ τις φιλενάδες μου ήταν κι η Νινα.
Νίνα, δικιά μου, αίμα μου, πάντα
πιασμένη στη θηλειά της αυταρέσκειας μου.
Ώσπου μιά μέρα η Νίνα
σʼ ένα ζωντόβολο προσφέροντας τη ζεστασιά της,
έσυρε τη σκιά της ως του γάμου τον ιερό βωμό
και μʼ άφησε με ανοιχτά τα πόδια –
ψαλλίδι φραγκοράφτη.

Υπάρχει αντεκδίκηση: το γράψιμο.

Όμως εάν κοιτάξετε τα μάτια μου
θα δείτε
μία μεταξωτή κλωστή σελιδοδείκτη
εκεί όπου σταμάτησε η ζωή μου.

ΕΡΓΑΤΗΣ ΝΑΥΠΗΓΕΙΟΥ

Πρόσωπο γκριζωπό, σαν τη λαμαρίνα
που επιδέξια τοποθετείς,
με δυο μάτια γαλανά,
ποικιλία μέσα τους θορύβους,
ρίχνεις το βλέμμα σου στον ερχομό μου
και μένεις σκεφτικός στην απομάκρυνσή μου,
ίσως με κάποια πίκρα
ότι εγώ μυρίζω πικνίκ
κι εσύ ρουτίνα.

1974
ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Στολισμένο πολύχρωμες διαφημίσεις,
το λεωφορειο, το εδώ κι εκεί της ζωής του.
Επιβιβάζεται, ακυρώνει το εισιτήριο σε ένδειξη
καλόπιστου ταξιδιώτη, κάθεται πίσω
και παρατηρεί τα κουρέματα των μπροστινών.
Θα κατέβει όταν η Αθήνα είναι μεζονέτες και βίλες,
κήποι και δασύλλια, όλα μετρημένα σε καράτια.

Γιʼ αυτόν, έχοντας κάπου να πάει
είναι να μην έχει πουθενά να πάει. Αλλά και που δεν έχει πάει!
Μέχρι την τελευταία πέτρα του Σινικού Τείχους,
την τελευταία σπίθα της Γης του Πυρός
στου ισημερινού τη μοιρασμένη μοναξιά…
Και δεσʼ τον τώρα, κοντά στα εβδομήντα,
ένας μπακαλόγατος σε αυτοδιανομές κόλασης.

2003

ΔΟΥΛΕΙΑ

Πλένω τα πιάτα
που έπλενε η μητέρα μου
και η μητέρα της πριν απʼ αυτήν.
Τα σκουπίζω καλά καλά
και τα τοποθετώ πίσω
στο ντουλάπι.
Πηγαίνω στο παράθυρο
και γέρνω το κεφάλι.
Η παραλία πέρα γυαλίζει
σαν κολλητική ταινία.
Με λύπη σκέφτομαι: ποιός θα υπάρξει
να συνεχίσει τούτη τη δουλειά;

2005

ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ

Όποια καλοσύνη μου, να την κάνω ποτέ δεν μπόρεσα
διαφημηστική πινακίδα που φέρει ο άνθρωπος-σάντουϊτς.
Κι όποιες χάρες μου, αράχνιασαν κι αυτές.
Πολλές φορές νιώθω ότι χρησιμοποίησα τη ζωή σε βάρος μου.
Μακρόβιος προσκοπάκος; Ίσως. Μα για νʼ αλλάξω δεν μπορώ.
Είθε να είσθε η μάσκα μου, κι εγώ η δική σας.

2005

ΟΔΗ Σʼ ΕΝΑ ΜΟΛΥΒΙ FABER

Σʼ έξυνα σύμφωνα με τις εμπνεύσεις μου,
και συνήθως για καλό. Μικρότερο το μέγεθό σου τώρα,
λεπτή οκταγώνια στήλη νʼ αποκρούει μια απουσία
μαλακιά σαν την γόμα στην άκρη, τα πέντε γράμματα σου
παραμένουν να τροφοδοτούν την καρδιά μου.

2003

ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Η ματιά είναι ανεξίτηλη΄ μα
χρειάζεται την μνήμη να την επαυξάνει,
να την κρατάει στη μόδα.

Η ματιά γίνεται
αναπόσπαστο μέρος της νοσταλγίας
διότι δεν μπορεί να πει «Συγγνώμη!»
και νʼ αποσυρθεί.

Ζεμένος σε μια τέτοια ματιά
αργοπίνω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί αναπολώντας
τι ήταν, τι είναι, και τι θάνε πάντα.

TO MEΓΑ ΦΙΝΑΛΕ

Είτε ξεγελάω το μέλλον με το να ζω,
είτε το μέλλον με ξεγελάει,
όταν φύγω θαʼ ναι σαν να φύγουν
τρείς, πέντα, δέκα εαυτοί μου,
διότι πάντα κατάφερνα να κάνω
το απλώς πλείστον.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΝΤΟΥΣ

Τρίχα κατσαρή στο πάτωμα του μπάνιου.
Δική σου ή δική μου; Δική σου ή δική μου,
η παραδουλεύτρα δεν χρειάζεται ονόματα.
Η ΚΡΕΜΑΣΤΡΑ

Την κρεμάστρα κοιτάζω και συλλογίζομαι:
είναι ο μόνος ώμος πάνω στον οποίον μπορώ να κλάψω.

ΑΝΕΠΙΤΥΧΗΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Στην ταράτσα,
μʼ ένα φεγγάρι που έχανε βάρος,
αποφάσισε να συντομεύσει τη ζωή του
που κατάντησε μονότονη,
μια επανάληψη σαν φύλλο γραμματοσήμων.
Βάδισε προς την άκρη κι έρριξε το βλέμμα του
στους οκτώ ορόφους προς το θάνατο.
Ξαφνικά, από το κάτω μπαλκόνι,
ακούστηκε ο ήχος της φωνής του τυφλού κοριτσιού.
«Σε βλέπω,» του είπε, «γιατί μου εμφυσείς
όραση, όραση, όραση
με ποίηση, ευπρέπεια, αγάπη.
Σε βλέπω να φυσάς πάνω στο τζάμι για να γράψεις Να ελπίζεις.
Πάγωσαν όλα μέσα του, σταμάτησαν τα πάντα.
Γράπωσε το κάγκελο, μουρμουρίζοντας:
«Μην αφήνεις το χέρι μου!»
ΝΑ ΖΕΙΣ ΜΟΝΟΣ Ή ΝΑ ΖΕΙΣ;

Τα μαλλιά της, χωρίστρα στη μέση,
ισορροπούσαν κάπως τον εαυτό της
όταν ο μαραθώνιος γάμος της
έφθασε στο τέρμα του.
Τη βρηκα στη κουζίνα
να ψαύει τη βέρα του.
Με ιονεί Σαιξπηρικό ύφος ρώτησε:
«Να ζείς μόνος ή να ζείς;» Και πρόσθεσε:
«Όταν είσαι νέος και ερωτευμένος,
δεν σκέπτεσαι ποτέ ότι και ο χρυσός
έχει ημερομηνία λήξις.»

Όταν την άφησα, στάθηκα για λίγο
κοιτάζοντας τις πινακίδες του αυτοκινήτου.
«Το νʼ αγαπάς είναι να ζεις βυθισμένος στο συναίσθημα,
αλλά από την άποψη θανάτου,» τόλμησα.

Ο ΤΕΜPΟRΑ …

Είναι παλιομοδίτικη καθομιλουμένη να λες «Σʼ αγαπώ;»
Δεν υπάρχει μια νεωτερίστικη λέξη να υιοθετήσει
τούτη τη δική μου ορφανεμένη αγάπη;

ΖΗΛΟΦΘΟΝΩ

Πολύπλευρος νεαρός εργάτης,
που ποτέ δεν χάνει την ερευνητική ματιά του.
Τη μια μέρα είναι κτίστης
την άλλη σοβατζής
και σήμερα μπογιατζής.
Φοράει το καπελάκι του μπρος πίσω,
η αλογοουρά του να ρέει, μικρός καταράκτης.
Πάνω στη σκαλωσιά είναι σαν γιογιό,
μα οι ακροβασίες του
δεν θα κάνουν να σειστεί το σπίτι από γέλια
ούτε από επευφημίες να γκρεμιστεί.
Να υπάρχει τίποτα μέσα του
πάνω στο οποίο να μην προσκρούσει;
Αντίθετα από μένα, ικανός και διακριτικός που είμαι,
που πασχίζω ναʼ χω συνοχή σε ποίημα.

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΔΑ ΤΟΥΡΙΣΤΡΙΑ ΣΤΗ ΠΛΑΚΑ

Το πρόσωπό της να γυαλίζει σαν αυγό τηγανιτό στην κάψα του Αυγούστου,
έσερνε τα πόδια της κατά μήκος του δρόμου
που ξεδιπλωνόταν προς το μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας.
Καθώς διέσχιζα το πλάτος της, ρώτησε
με τόνο τόσο έρρινο που θα γκρέμιζε και το δίπλα περίπτερο:
«Μιλάς αμερικάνικα;»
«Όχι, αγγλικά,» την πείραξα.
«Χα! Χα! Πολύ αστείο,» χλεύασε,
ρίχνοντάς μου μια Νότια επιτιμητική ματιά.
Τουλάχιστον μπόρεσα να χαμογελάσω σε δύο γλώσσες.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Γυμνή κάτω από τα ρούχα σου,
δε ντρέπεσαι για τη γύμνια
που αναγκάζομαι να απομνημονεύσω;

ΠΛΗΤΤΩ

Εξόριστος στο νησί Τριστάν ντα Κούνια,
καθημερινά να εκφωνώ τα ονόματα
των τρακοσίων κατοίκων.
Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΛΟΓΙΚΗ

Δεν μπορείς να είσαι δική μου πριν να είσαι δική σου.
Ανάμεσα εμένα και εσένα
στέκεται ο πόθος μου.
Εάν δε βλέπω εσένα
αλλά μόνο τον πόθο μου,
τότε δεν θαʼσαι ποτέ δική μου.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Η γειτόνισσά μου, η κυρά Μαρία,
βρέθηκε νεκρή στην μπερζέρα της,
κρατώντας ανοιχτό το μυθιστόρημα
του Τζόζεφ Κόνραντ Τυφώνας,
και το ραδιόφωνο να παίζει.

Έτσι διανοητικά τέλειωσε
η ζωή της, και μουσικά
συνέχισε η ανυπαρξία της.

ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΚΑΤΙ

Αχ και νάʼ χα στη θέση της καρδιάς μου
ένα ποίημα –
καθώς το δάχτυλο πίεζε τη σκανδάλη
σε μια γρήγορη ματιά ήταν η ζωή μου.

ΣΤΡΑΒΟΚΑΝΗΣ

Πέος σε παρένθεση:
Ίσως σαν κόμμα
Ίσως σαν υπογεγραμμένη
Αλλά τελικά
Και αισιόδοξα
Σαν οξεία ή βαρεία…

ΖΟΡΙΚΟ ΡΩΤΗΜΑ

Τι αξία ο άνθρωπος αν δεν είναι πεταλάς,
να πάρει από χάμω το πεταμένο του αλόγου πέταλο,
και να το παίξει κορόνα-γράμματα
αν θα πεταλώσει
την καρδιά ή το μυαλό του;
ΓΕΝΕΘΛΙΑ, UND SO WEITER

Τα γενέθλιά μου αιωρούνται επικίνδυνα
πάνω απʼ αυτή τη πόλη, φυρονεριά η αρχαία της δόξα.
Έφτασα σε απειλητική ηλικία, και ανακυκλώσιμο ουδέν –
σαν να κάνεις λιώμα μια γώπα με το παπούτσι.
Ξέρω πόσο μακριά πίσω μου όλα είναι,
όλα όσα θα μπορούσαν να υπήρχαν,
και όλα που χάθηκαν.
Ένας πιο αληθινός εαυτός μου να υπάρχει μετά από μένα;
Εγώ, ούτε βελονιά στης ζωής το σάκο;
Άνθρωποι ακόμη θριαμβεύουν στη ματιά μου, χάρη σε μια
απέραντη, αμέτρητη και απερίγραπτη εσωτερικότητα.
Σαν κερί που η φλόγα το ζεσταίνει,
όχι σαν ρολόϊ που σταματάει ανίκανο,
δέχομαι γενέθλια που δωρεάν ξοδεύουν τη ζωή μου,
μπάζωντας στο χρονοντούλαπο τους πόθους μου –
εγώ, όπως ένα λουλούδι είναι ολοκληρωτικά αυτό που είναι,
χωρίς προσπάθεια ή τέχνη, τίποτα άλλο από συναίσθημα.

ΑΚΤΙΝΑ ΕΛΠΙΔΑΣ

Ποτέ, κανείς, δεν ήθελε να μάθει τα προσωπικά του
ή να εισδύσει στις σκέψεις του
ή να ενδιαφερθεί τι τον χαντάκωσε, τι τον άφησε έρημο
πίσω από ένα ημισεληνοειδή χαμόγελο.
Ίσως
γιʼ αυτό σήμερα στο σνακ-μπάρ
ακούμπησε το κινητό του δίπλα σʼ ενός αγνώστου.

30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Της εκκλησίας οι καμπάνες ζητωκραυγάζουν του Αγίου Ανδρέου τη γιορτή,
με τη συνοδεία το εξαναγκαστικό τίκι-τάκ του ρολογιού.
Στον τρεμάμενο με κίνηση δρόμο,
ο άνεμος μετατρέπει σε ρόδες τα πεσμένα φύλλα,
και αυτά πάνω στα οποία ο ήλιος ακόμη ισορροπεί,
σε κατάσταση «να ζεί κανείς ή να μη ζεί;»

Το να ζείς άλλη μια μέρα είναι επάγγελμα και χόμπυ΄
είναι και εξάσκηση για την τελική έξοδο από τη σκηνή.
Με τον εαυτό μου είμαι εξήντα χρόνια και βάλε,
κάτι σαν αντικείμενο εποχής, η πραγματική αξία του οποίου
να βρίσκεται στην επίκληση μιας αξιολύπητης ζωής.

ΤΟ ΚΑΛΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Η γη δεν κολλάει στη θάλασσα, ούτε η θάλασσα στη γη,
μα πιο συνδεδεμένοι δεν θα μπορούσαν ναʼ ναι΄ σαν τα πλακάκια του μπάνιου
ή σαν το καλντερίμι.
Καλό σχέδιο έχει και για μένα
ο Θεός, που απαιτεί μόνο
τα χρόνια μου να νιώθουν το θάνατο για να τραφούν
και να απολαμβάνουν την διαδικασία, σαν το χώμα
να χρειάζεται το σώμα μου, όπως ο μαγνήτης το σίδερο.

ΤΟ ΚΑΛΟ ΠΟΥ ΣΩΖΕΙ

Ήμουν προικισμένος με σπάνια ταλέντα, δεν λέω΄
ακόμα και η φύση έπαιξε το ρόλο της πολύ καλά.
Μα όλα δεν κατέληξαν σε μη με λησμόνει;
Εν μέρει φταίω εγώ, γιατί πάντα πίστευα
πως δεν υπήρχε θάνατος για να πεθάνουν.
Βέβαια υπάρχει το καλό που σώζει,
ότι όλα αποκαθίστανται στην ποίηση.

ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΣʼΕΝΑΝ ΚΑΛΟΦΑΓΑ

Τα μενού ομοιοκαταληκτούν στα διάφορα τραπέζια,
μά από πλευράς τιμών, μη ψάχνεις για ομοιοκαταληξία σε μενού.
Αν τα ύψη σε ζαλίζουν,
άσε το καλό φαγητό και τις παραδόσεις του να καρυκεύονται στο μυαλό σου,
ώστε όταν το γκαρσόνι σου φέρει το λογαριασμό
να πείς: «Αισθάνομαι καλά, ευχαριστώ».
ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ

Ποτίζοντας τα φυτά στο μπαλκόνι,
σκέφτομαι: Έκανα χρήση μιας ζωής
που δεν έζησα ποτέ;
Ή χρησιμοποίησα μια ζωή
αδύνατον να την ζήσεις;

Το παρελθόν δεν είναι καμπινές που τραβάς το καζανάκι:
η έξοδος είναι μπλοκαρισμένη με την ιλύ
εκατοντάδων δοκιμασιών και τα υπολλείματα
εκατοντάδων απογοητεύσεων.

Δεν είναι καλή μέρα για τέτοιες σκέψεις.
Τέτοιες σκέψεις δεν αναιρούν ό,τι άρχισε η μοίρα.
Άλλωστε, με μια λιγοστή ζωή,
μόνο λίγα μπορείς να διεκδικήσεις.

ΤΡΑΓΙΚΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ

Θεέ μου, τι στομφώδης ηθοποιός!
Ακόμα και εκτός σκηνής, μελοδραματικά παρουσίαζε
την κατά σύμπτωση ζωή της.
Μπορούσε να μας μεταφέρει μέσα σʼ αυτήν
υπό το πρόσχημα ότι ήταν στʼ αλήθεια.
Κάποτε, λαχανιαστά προσπάθησε να κάνει πραγματικότητα
κάτι υποθετικό, με αποτέλεσμα
να χάσουμε το τρένο!
Ένα βράδυ
γύρισε σπίτι φέρνοντας
μαζί τον εαυτό της: κάτι
πίσω από κάτι πίσω
από κάτι – κάτι που δεν
άντεχε πλέον θεατρινισμούς,
προτιμώντας έναν έντιμο θάνατο
από μια ακόμη ψευτοανάσταση.
ΣΤΗΝ ΠΡΩΗΝ ΜΟΥ

Όπως ένα ψυγείο
έχει μια ντομάτα
για καρδιά,

έτσι ήταν
η αγάπη σου
για μένα.
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ, Ο ΓΑΤΟΣ ΜΟΥ ΛΕΕΙ:

Φέτος, κλείνεις τα εξήντα, κιʼ εγώ τα δεκαέξι.
Τετράποδοι κιʼ οι δυό μας,
τα μπροστινά δικά σου: πατερίτσες.
Για δεύτερη χρονιά,
το σκοινί για απλωμα ρούχων στο μπαλκόνι
θα είναι ο πιο προσιτός σου ορίζοντας,
τα μανταλάκια να συγκρατούν τις ονειροπολήσεις.
Φέτος πάλι,
θα έχεις πολλές ιδέες για ποιήματα:
ποιήματα για κουφούς, ποιήματα για τυφλούς,
ποίηματα για απαίδευτους, ποιήματα για ποίηση…
Επιτέλους πιστός στο εδώ και τώρα,
θα διακόψεις μια ολόκληρη ζωή νηστείας,
κάνοντας νοερά ωτοστόπ για να πας στη ζωή
που ποτέ δεν τίμησες με το να ζείς.
Όσο για μένα,
θα συνεχίσω να χτίζω τον παραδεισό μου chez toi,
ευγνώμων για την νόστιμη κουζίνα σου, την αμμοχάλικη τουαλέτα μου,
που μου επιτρέπεις να παίρνω έναν υπνάκο στην αγαπημένη μου μπερζέρα.
Θα σέβομαι τις ασυνάρτητες μεταπτώσεις σου.
Με νιάου-νιάου θα ζωντανεύω λίγο τα πράγματα.
Και το γουργουρητό μου θα σε νανουρίζει,
αντί του Λεξοτανίλ.

ΠΡΟΒΙΒΑΣΜΟΣ

Ασημένια λαδοξιδιέρα.
Κρυστάλλινες και άδειες η λαδιέρα και η ξιδιέρα.
Σαν Ρωσική εκκλησία στο βάθος του ορίζοντα.

ΒΡΑΒΕΙΟ

Η επόμενη ποιητική μου συλλογή θα λέει:
Επιμέλεια και εισαγωγή του ……
Πρόλογος του ……
Επίλογος του ……
Εικονογράφηση του ……

Θα είναι η καλύτερη ανέκδοτη συλλογή
απʼ όλες τις ανέκδοτες ποιητικές συλλογές.

ΧΕΙΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

Στρίβω ένα λαστιχάκι,
δαχτυλίδι γύρω από το δάχτυλο.
Μετά κοιτάζω προσεχτικά
την παλάμη μου:
την γραμμή της ζωής
την γραμμή της μοίρας
την γραμμή της τύχης
την γραμμή του γάμου
άπελπις που πήρα
λάθος τρένο.

SAVOIR FAIRE…

…είναι να έχεις στύση,
όταν μια κυρία δεν έχει
που να κρεμάσει τη ομπρέλα της.
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΣΦΙΓΜΕΝΑ ΧΕΙΛΗ

Πίσω από τα σφιγμένα χείλη,
είναι ο άνθρωπος που της μάνας του το γάλα
είχε ημερομηνία λήξεως τη μέρα που γεννήθηκε.

Πίσω από τα σφιγμένα χείλη,
είναι ο άνθρωπος, φοβερά μονάχος,
που ψαύει του διαμερίσματος τους τοίχους
για τα χάδια των οικοδόμων.

Πίσω από τα σφιγμένα χείλη,
είναι ο άνθρωπος που ξεπλένει το προσωπό του,
και από πνίξιμο τον σώζει
μια ματιά στον καθρέφτη.

Πίσω από τα σφιγμένα χείλη,
είναι ο άνθρωπος που πέρα-δώθε σαν το δέντρο πάει
με τα λίγα φθινοπωρινά του φύλλα,
και στην καρδιά της νύχτας σαν το δέντρο μιλάει.

Πίσω από τα σφιγμένα χείλη,
είναι ο άνθρωπος με καρδιά στριμωγμένη,
και μόνο στο απέραντο δάσος του μυαλού του
μπορεί να πετάξει της φυλακής το ρούχο.

Πίσω από τα σφιγμένα χείλη,
είναι ο άνθρωπος που τίποτα πια δεν του μένει, πλην της γάτας,
που νιαουρίζει μέσα σε ό,τι απʼ αυτόν απομένει.
ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Προσπάθησα να παρατείνω το ηλιοβασίλεμα με λόγια,
αλλά ήχος για τʼ αυτί του δεν υπάρχει.
Ένα παράξενο αντίο μου θαμποφέγγει
από την Μπετόβεν κώφωσή του.

ΕΝΑ ΣΟΥ ΚΙʼ ΕΝΑ ΜΟΥ

Τι κιʼ αν περνάει;
Αυτή εινʼ η μοίρα του χρόνου.
«Που πας;» ρωτάω.
Απαντά: «Που να ξέρω;
Εσύ ξέρεις που πας;»

ΣΥΜΒΟΥΛΗ

Δεν θα γίνεις ποτέ ποιητής
αν δεν αποφασίσεις: η πυξίδα,
τρεμουλιάζει ή τρεμοπαίζει;

ΠΟΡΤΡΕΤΟ

Πνευματικά βασανισμένος ντιλετάντης,
στο πνιγηρό του όνομα αρχειοθετημένος,
ζει σε σιγή βιβλιοθήκης
αναμένοντας να φωνάξει: «σουσάμι, άνοιξε!»

Σʼ ΕΝΑ ΠΑΙΔΑΚΙ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΕΝΑΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΦΥΓΑ

Τι είνʼ αυτό που καθηλώνει την προσοχή σου;
Η ξανθιά του χαίτη, γκλισάντο στον αέρα;
Τα διστακτικά του πέρα-δώθε,
σα να φοβάται ένα απαρτχάιντ
που του απαγορεύει να προχωρήσει
σαν τον άνεμο μέσα στον ανεμοδείκτη;
Που, χέρι στο στόμα, εμπόδισε ένα ρεψιματάκι,
έχοντας τραφεί με τον οίκτο του εαυτού του;
Που έχει την ευγένεια
να ψάχνει για κάλαθα αχρήστων
το αποτσίγαρο του να πετάξει;
Ή που με το να περιμένει το λεωφορείο
παραβιάζει τα όρια της φιλοξενίας;

Τρέχα ρώτα τον από που κατάγεται
και θα μάθεις γεωγραφία.
Ρώτα τον, και θα μάθεις να είσαι άνθρωπος.

ΜΟΝΟΣ

Τούτη η μικρή τρεμουλιαστή πυξίδα
κατεύθυνση μου δείχνει
αλλά πουθενά δεν μʼ οδηγεί.

Αξιολύπητο να είσαι μόνος,
κατʼ ανάγκη να χαροποιείς το μέλλον σου έτσι.

(ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΟΥΜΑΣ,Μετάφραση του ιδίου από τʼ αγγλικά)


Πηγή: https://www.poiein.gr/2007/05/06/aeuiico-aeiyiao-aioadhiassaiioao-oc-unc-adhssiaoniaaniissec-aaeaeiyna/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου