Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

Aνδρέας Εμπειρίκος -Κλωστήριον Νυκτερινής Ανάπαυλας

Eίμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας. Όταν τραγουδάμε εμπρός στους εκφραστικούς πίνακες των ζωγράφων όταν σκύβουμε εμπρός στα άχυρα μιας καμμένης πόλεως όταν προσεταιριζόμεθα την ψιχάλα του ρίγους είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας γιατί ό,τι και αν επιδιώξουμε δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε ναι χωρίς το μέλλον του προορισμού μας όπως μια γυναίκα δεν μπορεί να κάμη τίποτε χωρίς την πυρκαγιά που κλείνει μέσα στη στάχτη των ποδιών της. Όσοι την είδαν δεν στάθηκαν να ενατενίσουν ούτε τα συστρεφόμενα κηπάρια ούτε την ευωχία των μαλλιών που λατρεύτηκαν ούτε τα σουραύλια των εργαστηριακών μεταγγίσεων από μια χώρα σε φλέβες κόλπου θερμού προστατευομένου από τα εγκόσμια και τα μελτέμια της κυανής ανταύγειας λιγυρών παρθένων. Eίμεθα όλοι εντός του μέλλοντος μιας πολυσύνθετης σημαίας που κρατεί τους εχθρικούς στόλους εμπρός στα τείχη της καρδιάς μου κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις πιστοποιούντες ενδιάμεσες παρακλητικές μεταρρυθμίσεις χωρίς να νοηθή το αντικείμενον της πάλης. Στιγμιότυπα μας απέδειξαν την ορθότητα της πορείας μας προς τον προπονητήν του ιδίου φαντάσματος της προελεύσεως των ονείρων και του καθενός κατοίκου της καρδιάς μιας παμπαλαίας πόλης. Όταν εξαντληθούν τα χρονικά μας θα φανούμε γυμνότεροι και από την άφιξι της καταδίκης παρομοίων πλοκαμιών και παστρικών βαρούλκων γιατί όλοι μας είμεθα εντός της σιωπής του κρημνιζομένου πόνου στα γάργαρα τεχνάσματα του μέλλοντός μας.


Yψικάμινος, Άγρα 1980


A. Eμπειρίκος - Κλωστήριον Νυχτερινής Ανάπαυλας

Childbirth', André Masson, 1955

Σχετική εικόνα

André Masson, "Maternité", 1946

Αποτέλεσμα εικόνας για Andre Masson

Άρης Αλεξάνδρου -Χαιρεφών προς Πίνδαρον

Χαράζοντας τους στίχους σου
πιέζεις δίχως να το θέλεις στο κερί
το χρυσό σου δαχτυλίδι.
Οι τηλαυγείς ωδές σου
επιχρυσωμένες
θα διατηρηθούν
θ’ αντιγραφούν
με πλείστες όσες σημειώσεις
με αποκαταστάσεις διφορουμένων λέξεων
με λεπτομερή καταγραφή όλων των ταλάντων
που ζήτησες και έλαβες ως αντιμισθία.
Όλοι όσοι συνηθίσαν ν’ αγοράζουν
τις θέσεις τα παράσημα τη δόξα
θα σ’ ανακηρύξουν ταλαντούχο ποιητή.
Αυτά που γράφω γρήγορα θα λιώσουν
σαν τις σάρκες
όμως αν τύχει και σωθούν λίγες αράδες
όπως σώζεται στη σκόνη του κρανίου μια σιαγόνα
οι παλαιοντολόγοι θα μπορέσουν ν’ αποκαταστήσουν
την ανθρώπινη μορφή μου.

Άρης Αλεξάνδρου. 1978. Ποιήματα (1941-1974). Αθήνα: Καστανιώτης.

Άρης Αλεξάνδρου-Φλάβιος Μάρκος εις εαυτόν


Βέβαια μπορείς να μεταφράζεις στίχους του Ομήρου.
Είναι κι αυτό μια ασχολία θεμιτή επικερδής ενίοτε
κι εν πάση περιπτώσει σε βοηθάει για να περνάς στα μάτια
μερικών
ως λόγιος και -με κάποια συγκατάβαση -γνώστης της
ποιήσεως, περίπου ποιητής.
Μετάφραζε με ζήλον, έστω με επιμέλειαν.
'Ενα μονάχα ν' αποφύγεις.
Πρόσεξε μην τύχει και μεταφράσεις στη ζωή σου
φερσίματα και πάθη των ηρώων
όσο κι αν φαίνονται δικά σου
όσο κι αν είσαι σίγουρος πως θα μπορούσες νάχεις πέσει
πολεμώντας προ των τειχών της Τροίας.
Θυμήσου πως το πίστεψες το ξέρεις τό 'χεις πια αποφασίσει
πως τελικά
εισβάλλοντας στην πόλη
θα 'βρισκες
εσύ
καπνούς και στάχτη.


Ευθύτης οδών, 1954-1958

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (ΠΟΙΗΣΗ)


_2_1_1

ΘΑ ΕΠΙΜΕΝΕΙΣ
Όσο ψηλά κι αν ανεβείς εδώ θα παραμένεις.
Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα
χαράζοντας γραμμές
εδώ θα επιμένεις δίχως βία
χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση
ποτέ στην περιφρόνηση
κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις
κι ας βλέπεις φάλαγγες ανθρώπων να τραβάν συντεταγμένοι
για το ξυλουργείο
να δέχονται περήφανοι
την εκτόρνευσή τους
και να τοποθετούνται στα αυστηρά τετράγωνα
σαν πιόνια.
Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές
των πετρωμάτων
σάμπως να ’σουν σίγουρος πως θα ’ρθει μια μέρα
όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους.
Εδώ μες στα χαλάσματα που τα σπείραν άλας
θέλεις δε θέλεις θα βαδίζεις
υπολογίζοντας την κλίση που θα ’χουν τα επίπεδα
θα επιμένεις πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου
θέλεις δε θέλεις πρέπει ν’ αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Έτσι που γυρίσαμε
γυαλίζουνε οι ράγιες στο σκοτάδι
απ’ την πολλή σιωπή
έτσι που γυρίσαμε
βρήκαμε τους εισπράκτορες σφαγμένους
και το πεντακοσάρικο για το εισιτήριο
θα μας περισσεύει
και τα τέσσερα χρόνια
γι’ αυτό που λέγαμε ζωή μας
θα μας λείπουν
έτσι που γυρίσαμε κ’ οι δρόμοι προχωράνε
τετραγωνίζοντας την άδεια πολιτεία
σε πένθιμους φακέλλους
κι αυτό ο αστυφύλακας περνάει και χασμουριέται
Θεέ μου! Ας μίλαγε τουλάχιστον αυτός
κι ας μου ζητούσε
       την ταυτότητά μου.

              1952
ΦΡΟΝΤΙΣΕ 

Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν 
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων. 
Πάσχισε νάναι προεκτάσεις της πραγματικότητας 
όπως κάθε δάχτυλο είναι μιά προέκταση στο δεξί σου χέρι. 
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού 
να συνεφέρουν με χαστούκια 
όσους λιποθύμησαν 
          μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους 
ΠΡΟΑΓΩΓΗ 

Όλα ήταν έξοχα χτες βράδι
τόσο που κρυσταλλώθηκε η θάλασσα στους βράχους
κ’ έγινε αλάτι
τόσο που κρυσταλλώθηκαν τα σύννεφα ψηλά στον ουρανό
κ’ έγιναν αστέρια
τόσο που κρυσταλλώθηκε δω κάτω η σιωπή μας
κ’ έγινε φιλί.
Όλα ήταν έξοχα χτες βράδι
μόνο που ήρθαν ίσως με κάποια καθυστέρηση
όπως φτάνει στον πεσόντα
η διαταγή προαγωγής του σε υποδεκανέα.
ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

‘Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο
μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
μην ξιπαστείς
απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.
ΓΥΜΝΑΣΜΑ
Δοκίμαζε, συνέχιζε τα γυμνάσματά σου.
Κοίτα που κ’ η θάλασσα ανακατεύει συνεχώς
ουρανό και φύκια
πασχίζοντας να βρει το σωστό της χρώμα.
ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΝΥΧΤΑ
Όπου νά ’ναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της
βροχής. Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια. Τί ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ’ τη
μαρκίζα γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της. Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα του.
Πίσω απ’ τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα
συρματόσκοινα.
Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.
Σαββατόβραδο κ’ οι ταβέρνες κλειστές μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.
Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ’ τη γωνιά της
χαραυγής. Απίθωσα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης. Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.
Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.
Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος. Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι έσβηνε στη φωνή της.
Έβλεπα τα χέρια και είταν μονάχα δυό μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυό μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου μονάχα δυό.
1947
ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ
Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός,
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που
  κουβαλάς στον ώμο.
Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα
μπορεί να τύχει να γλυστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων
μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα.
Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια
κι όσο μπορείς μη σκύβεις
για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα.
Βάδιζε πάντα σταθερά
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η
  καρδιά του.
Να εκμεταλλεύεσαι
κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων
για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου
πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων.
Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις
σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού
εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου.
Προς το παρόν, νάσαι πολύ προσεχτικός
όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς
  στον ώμο.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ
Για να χτίσουν μιά καλύβα
Παίρνουν κοκκινόχωμα νερό ζυμώνουνε τη λάσπη με τα πόδια
ρίχνοντας άχυρο τριμμένο για να δέσουν τα πλιθιά όταν
τ’ αραδιάσουνε στον ήλιο.
Εμείς το μόνο πούχαμε είταν στάχτη αίμα και σκουριασμένο
συρματόπλεγμα.
Χρόνια και χρόνια τώρα πασχίζω να στεριώσω το μικρό πλιθί μου
μ’ αυτά τα υλικά
χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο
να τον μεταμορφώσουμε
Ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται
Απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες.
Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά
για τις λιποψυχίες μας
είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας
να ζυμώνουμε ακόμα με τα γυμνά μας πόδια
τη στάχτη και το αίμα.
Ποιητική
1
Αξίζει δεν αξίζει
στέλνω τις εκθέσεις μου σε χώρες που δε γίνανε ακόμα
προδίνω τις κινήσεις ενός ήλιου
που πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες
επικυρώνοντας με φως
τις εκτελέσεις
2
Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.
3
Η μόνη ξιφολόγχη μου
είταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.
Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ
στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα
ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας-ένας τα χαρτιά μου
και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε με  έχουνε διαβάσει.
Άη-Στράτης 1951
ΑΝΑΤΟΛΗ ΗΛΙΟΥ
                                                                        στον Γιάννη Ρίτσο
Είταν η ώρα που επρόκειτο να ανάψουνε οι φανοστάτες. Δεν είχε καμιά αμφιβολία, τόξερε πως όπου νάναι θα ανάβανε, όπως και κάθε βράδυ άλλωστε. Πήγε και στάθηκε στη διασταύρωση, για την ακρίβεια στη νησίδα ασφαλείας, για να δει τούς φανοστάτες να ανάβουν ταυτόχρονα, τόσο στον κάθετο, όσο και στον οριζόντιο δρόμο.
Με το κεφάλι ασάλευτο, έστριψε το δεξί του μάτι δεξιά, το αριστερό του αριστερά. Περίμενε, μα οι φανοστάτες δεν ανάβανε. Τα μάτια του κουράστηκαν, άρχισαν να πονάνε, σ’ εκείνη την άβολη στάση. Σε λίγο δεν άντεξε και έφυγε.
Ωστόσο, το επόμενο σούρουπο, πιστός στο καθήκον, πήγε και ξαναστάθηκε στη νησίδα του. Οι φανοστάτες και πάλι δεν ανάψανε, ούτε εκείνο το βράδι, ούτε τις άλλες νύχτες, μα τα μάτια του συνήθιζαν λίγο λίγο, δεν κουράζονταν πια, δεν πονούσαν.
Και κάποτε, εκεί που στεκόταν και περίμενε, χάραξε εντελώς ξαφνικά. Εντελώς ξαφνικά, είδε τον ήλιο να ανατέλλει, ταυτόχρονα, απ’ τον κάθετο δρόμο κι απ’ τον άλλον, τον οριζόντιο.

                                                                      Παρίσι, 1971
Η ΑΝΑΜΜΕΝΗ ΛΑΜΠΑ
Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π. Γ.
σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο
θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας
έτσι που νότιζε για χρόνια τους τοίχους του κελιού
είταν αναπόφευκτο
να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της
και ν’ ακουστεί σαν ουρλιαχτό
σαν εκπυρσοκρότηση.
Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας
κι άλλα στην καθοδήγηση
θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα
πως εγώ είμουνα μονάχα παραλήπτης
των όσων μου ’στελναν
γραμμένα με λεμόνι οι φυλακισμένοι
και των δυο ημισφαιρίων.
Αν μου πρέπει τιμή
είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη
μέσα στην κάμαρά μου
κ’ έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων
κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές
πάνω από τη φλόγα.
(“Ευθύτης Οδών” )

Έλα λοιπόν, εσύ ο πιο γεροδεμένος
φορτώσου τον βαρύγδουπο τον μεγάλο Στάλιν
και ρίχ’ τον στη φωτιά.
Έλα, κουνήσου, δεν το βλέπεις
πως κουβαλάω κιόλας τον Ιλίτς;
Όσο οι φλόγες θα φουντώνουν
και θα σκορπίζονται οι στάχτες
Εμείς θα διαρρυθμίσουμε τούτον
τον νεκρότοπο σε βιβλιοθήκη.
Ποιος ξέρει;
Μια και το ’χουν συνηθίσει
ίσως να ’ρχονται και πάλι οι αντιπροσωπείες
μόνο που αντί να προσκυνάνε το δέρμα τους
που στέγνωσε
σαν άγραφη διφθέρα
θα σκύβουνε στα έργα τους
θα τα διαβάζουν και θα κρίνουν
Άρης Αλεξάνδρου, «Ποιήματα (1941-1974)»  εκδόσεις ύψιλον, β΄ έκδοση: εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1981

Άρης Αλεξάνδρου-Το κιβώτιο (αποσπάσματα)

Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, σπεύδω πρώτα απ’ όλα να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το χαρτί, το μελάνι και την πένα που μου στείλατε με τον δεσμοφύλακα. Συμφωνώ απολύτως με τη διαδικασία που διαλέξατε, γιατί έτσι θα μπορέσω να καταγράψω τα γεγονότα με την ησυχία μου, χωρίς να φοβάμαι πως θα με διακόψετε, πως θα μου υποβάλετε ερωτήσεις, χωρίς δηλαδή να έχω την αίσθηση ότι τελώ υπό κράτησιν και δίνω λόγο των πράξεων μου. Διότι είναι βέβαια ολοφάνερο ότι πρόκειται για παρεξήγηση.
Απ’ τη στιγμή που με προφυλακίσατε τόσο αναπάντεχα, στα καλά καθούμενα, επιτρέψτε μου να πω, όταν είχα κάθε λόγο να πιστεύω ότι θα έπαιρνα το τρίτο μου παράσημο, απ’ τη στιγμή που βρέθηκα σε τούτο το κελί, η μόνη μου ελπίδα ήταν πως θα μου δοθεί η ευκαιρία να εξηγηθώ, ή έστω να απολογηθώ, αν φυσικά βρισκότανε κανείς να μου απαγγείλει μια συγκεκριμένη κατηγορία.
Κάθε φορά που με πιάνανε (και θα ξέρετε βέβαια ότι έχω συλληφθεί δυο φορές, μια στην Κατοχή, οπότε και δραπέτευσα, και μια το ‘47, οπότε πήγα εξορία στην Ικαριά) το πρώτο πράμα πού σκεφτόμουνα, ήταν, τι θα απαντήσω στους χαφιέδες και προσπαθούσα να φανταστώ όλες τις τυχόν ερωτήσεις τους και είχα έτοιμες τις απαντήσεις, πριν φτάσουμε στο Τμήμα ή στην Ασφάλεια. Τώρα όμως, το πρόβλημα μου δεν είναι τι θα απαντήσω στις τυχόν ερωτήσεις (γιατί έχω καθαρή τη συνείδηση μου και καμιά ανάκριση δε με φοβίζει, με την έννοια ότι μπορώ να απαντάω χωρίς να κρύβω τίποτα) το πρόβλημα μου είναι, ή μάλλον ήταν ως τα σήμερα, όσο δεν είχα ακόμα τη γραφική μου ύλη – ήταν λοιπόν, πώς θα μπορέσω να μιλήσω, ν’ ακουστώ, να εισακουστώ.
Έτσι, όταν είδα σήμερα το χαρτί, το μελάνι και την πένα, αφημένα όλα αυτά δίπλα στη βούτα, ένιωσα ένα βάρος να πέφτει από πάνω μου, παρ’ όλο που έχω να αντιμετωπίσω τώρα ένα άλλο, αρκετά δύσκολο, αν και καθαρώς τεχνικής φύσεως πρόβλημα. Εξηγούμαι: Σκέφτηκα αν έπρεπε, να συνεχίσω, από κει που σταματήσαμε, κατά τη σύντομη προανάκριση, αν έπρεπε δηλαδή να αρχίσω κατά κάποιο τρόπο απ’ το τέλος, ή να αρχίσω, μια και καλή, απ’ την αρχή, ν’ αρχίσω θέλω να πω να διηγιέμαι τα γεγονότα όπως τα ξέρω και τα θυμάμαι (γιατί όταν με ρωτήσατε, «Πώς» και «Πότε» και «Ποιος» στην προανάκριση, εγώ απάντησα «Δεν ξέρω» και σεις μου είπατε, «Δεν ξέρεις, ή δεν θυμάσαι;»). Συνεπώς, αυτό που κυρίως σας ενδιαφέρει, θυμηθώ, και λοιπόν, όταν είδα το χαρτί (έστω και με κάποια οδυνηρή για μένα καθυστέρηση μιας ολόκληρης βδομάδας) χάρηκα που αποφασίσατε επιτέλους να μου ζητήσετε μια γραπτή κατάθεση.
[…]
Άρης Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο, 1998, Κέδρος, σ. 9-10
Το εξώφυλλου και η πρώτη σελίδα του Κιβωτίου
Από το αρχείο του Άρη Αλεξάνδρου (Ε.Λ.Ι.Α.-Μ.Ι.Ε.Τ.)
 […]
Όταν έμεινα ολομόναχος μέσα εκεί και τα μάτια μου συνήθισαν στο μισοσκόταδο, κοίταξα προσεχτικότερα γύρω μου. Το τραπέζι ήταν στενόμακρο και τα κεριά δεν τα ‘χανε στεριώσει σε σεμντάνια, όπως μου φάνηκε στην αρχή, μα σε μπεκ γκαζιού – άρα το τραπέζι θα το είχαν κουβαλήσει απ’ την αίθουσα της χημείας.
Εξακολουθούσα να στέκω σε στάση προσοχής και να κοιτάζω γύρω μου, στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι, ώσπου ξεθαρρεύτηκα, στάθηκα ανάπαυση, με βάραινε κι ο γυλιός στην πλάτη και το τουφέκι που είχα κρεμασμένο στον ώμο κι ύστερα έσκυψα μπροστά να δω καλύτερα την πόρτα στον χοντρό τοίχο, γιατί μου πέρασε η σκέψη πως ο αντισυνταγματάρχης περιορίστηκε να την ανοιγοκλείσει για να νομίσω πως με άφησε μόνο, ενώ στην πραγματικότητα είχε κρυφτεί στο σκοτάδι της κόχης και με παρακολουθούσε.
Θα μπορούσα βέβαια να ισχυριστώ πως όλες αυτές οι σκέψεις ήταν αποτέλεσμα της κούρασης, της νύστας και του εκνευρισμού μου και θα γινόμουν πιστευτός μια κι ερχόμουνα από πορεία. Και ήταν φυσικό να εκνευριστώ γιατί δεν κοίταξα το ρολόι μου, είχα όμως την εντύπωση πως ο διοικητεύων αργεί πολύ. Αργεί υπερβολικά.
Μα εγώ σας υποσχέθηκα να πω όλη την αλήθεια και λοιπόν το ομολογώ πως δεν ήταν μόνο η κούραση κι ο εκνευρισμός, συνέβαινε και κάτι άλλο πολύ σημαντικότερο. Ακόμα κι αν μου έλεγε ο διοικητεύων να καθίσω (υπήρχε μία καρέκλα μπροστά στο τραπέζι του χημείου) ακόμα κι αν μπορούσα να καπνίσω, πάλι θα με απασχολούσε ή μάλλον θα με βασάνιζε ένα ζήτημα σοβαρότατο, ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου ίσως — όχι της δικής μου ζωής φυσικά κι ούτε του δικού μου θανάτου, μα της ζωής του Κόμματος. Εφιστώ ιδιαιτέρως την προσοχή σας επ’ αυτού του σημείου και σας παρακαλώ να εξακριβώσετε την αλήθεια των λεγομένων μου (γιατί ευτυχώς, τα όσα θα αναφέρω μπορούν να εξακριβωθούν, ζει ακόμα ο ταξίαρχος Οδυσσέας κι επικαλούμαι τη μαρτυρία του) για να πειστείτε δηλαδή ότι μου έδωσε πράγματι τον μικρό, σφραγισμένο φάκελο.
Τότε που ο ταξίαρχος Οδυσσέας μού έδωσε το «επισκεπτήριο» μου, σκέφτηκα πως πρόκειται για μυστική διαταγή, που έπρεπε να φτάσει στα χέρια κάποιου, κατάλληλα ειδοποιημένου. Φυσικά, δεν απέκλεισα την περίπτωση να μου ζητήσουν το «επισκεπτήριο» και πριν φτάσω στην πόλη Ν, το λογικότερο όμως ήταν να υποθέσω ότι η διαταγή απευθύνεται στον διοικητή της Ν συνταγματάρχη Νικόδημο, στον οποίον και έπρεπε να παρουσιαστώ. Τώρα που έλειπε ο διοικητής, έπρεπε βέβαια να μου το ζητήσει ο διοικητεύων. Μου ήταν αδύνατο να φανταστώ ότι ο διοικητής θα έφευγε, χωρίς να αφήσει σχετική διαταγή στον διοικητευοντα. Κι όμως, ο αντισυνταγματάρχης Βελισάριος όχι μόνο δεν μου ζήτησε το «επισκεπτήριο», αλλά πήρε και το φύλλο πορείας μου και εξαφανίστηκε – μπήκε σε κάποια πλαϊνή αποθήκη, ή με παραμονεύει από τη σκοτεινή κόχη. Δε μου αρέσει να κάνω τον έξυπνο, αλλά νομίζω ότι δεν χρειαζότανε μεγάλη νοημοσύνη για να υποπτευτεί κανείς πως ο μικρός εκείνος φάκελος δεν περιείχε στρατιωτικές διαταγές, αλλά ένα μήνυμα κομματικό, ή μάλλον, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, αντιφραξιονιστικό. Εν πάση περιπτώσει, μια και κανείς δε μου είχε ζητήσει το «επισκεπτήριο» πριν φτάσω στην πόλη Ν (παρ’ όλο που δε λείψανε οι ευκαιρίες, γιατί πέρασα από φυλάκια και κατά τόπους φρουραρχεία) ήμουν απολύτως σίγουρος πως θα μου το ζητάγανε στην έδρα της Στρατιωτικής Διοίκησης της Ν και το αποτέλεσμα ήταν ότι τώρα (τότε θέλω να πω που στεκόμουνα σε στάση ημιαναπαύσεως μπροστά στα δυο κεριά) ένιωθα σαν να ‘χα κάνει άδικα όλον εκείνον τον δρόμο, ή πως δεν έφτασα ακόμα στο τέρμα, σαν να μην έφτασα ακόμα στην πόλη Ν, παρ’ όλο που βρισκόμουνα κιόλας στο γραφείο του στρατιωτικού διοικητή της ή, για την ακρίβεια, του αντικαταστάτη του. Εξ ου και ο εκνευρισμός μου και η καχυποψία μου.
[…]
Άρης Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο, 1998, Κέδρος, σ. 14-16
IMG_2684
Κυριακή, 29 Σεπτεμβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, θεωρώ περιττό να σας κουράσω με τεχνικές λεπτομέρειες, δε χρειάζεται άλλωστε να σας περιγράψω τη ζημιά που έπαθε το ρολόι, μια και το είχα πάρει απόφαση να μην το διορθώσω. Σημασία έχει ότι ανέβηκα στο καμπαναριό απ’ τη στριφογυριστή σκάλα, εξέτασα τον μηχανισμό και διεπίστωσα πως η βλάβη ήταν ασήμαντη. Με το σφυρί που είχα πάρει μαζί μου, χάλασα το ρολόι για καλά. Ήταν αδύνατο πια να διορθωθεί, έτσι που να δουλεύει μόνο τον. Ήταν όμως δυνατόν να μετακινεί κανείς τους δείχτες από μέσα. Τους μετακίνησα λοιπόν και από τις έντεκα παρά είκοσι που ήτανε σταματημένο, το ‘βαλα να δείχνει τη σωστή ώρα (σύμφωνα με το ρολόι του χεριού μου), δηλαδή εννέα παρά δέκα. Παρακολουθώντας το ρολόι μου, συνέχισα να μετακινώ τον λεπτοδείχτη, έτσι που το ρολόι της εκκλησιάς έδειχνε συνεχώς τη σωστή ώρα, μέχρι που έφτασα στις εννέα ακριβώς. Τότε ο μηχανισμός λειτούργησε κανονικά και το ρολόι χτύπησε εννέα φορές. Συνέχισα την μετακίνηση γι’ άλλα δεκαεννέα λεπτά και επέστρεφα στο πρώην Γυμνάσιο.
Όταν παρουσιάστηκα στον διοικητεύοντα, με συνεχάρη χαρούμενος – προφανώς τον είχαν πληροφορήσει πως το ρολόι δουλεύει, μπορεί μάλιστα να άκουσε και ο ίδιος τους
χτύπους. Του εξήγησα τι είχε συμβεί. Του τόνισα ότι η βλάβη ήταν ανεπανόρθωτη και ο μόνος τρόπος να εφαρμοστεί η απόφαση του ακτίφ, ήταν να γυρίζουμε τους δείχτες από μέσα. Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω πως οι εύκολες, οι πρόχειρες λύσεις, δεν είναι λύσεις. Σκέφτηκα λοιπόν να παρασύρω τον διοικητεύοντα σε μια πρόχειρη λύση.
– Μια και δούλεψε το ρολόι, δεν πρέπει να σταματήσει, είπε ο διοικητεύων σαν να μονολογούσε.
Με διέταξε να τρέξω και να κινήσω τους δείχτες. Υπάκουσα. Σε μισή ώρα, μου έστειλε τέσσερις φαντάρους να τους εκπαιδεύσω στην μετακίνηση του λεπτοδείχτη. Τους είχε εφοδιάσει με ένα χρονόμετρο, επιταγμένο απ’ τον πρώην Αθλητικό Σύλλογο της πόλεως Ν. Τους υπέδειξα να μετακινούν τον λεπτοδείχτη κάθε τριάντα δευτερόλεπτα. Οι τέσσερις φαντάροι κάνανε έξι ώρες βάρδια ο καθένας τους και το σύστημα λειτούργησε ικανοποιητικά δυο μέρες περίπου, ύστερα όμως βαρέθηκαν να μετακινούν τον λεπτοδείχτη τόσο συχνά κι έτσι τον έβλεπες να πηδάει ξαφνικά απ’ τις εννιάμισι στις δέκα παρά είκοσι έξι, λόγου χάρη, και ο διοικητεύων τιμώρησε αυστηρά τον φαντάρο που εξετέλεσε πλημμελώς τα καθήκοντα του. Για περισσότερη σιγουριά, τοποθέτησε τέσσερις ελεγκτές, που παρακολουθούσαν τη μετακίνηση του λεπτοδείχτη, καθισμένοι στο παράθυρο του Δημαρχείου, στην απέναντι μεριά της πλατείας. Έτσι, το ρολόι «λειτούργησε» κανονικά, μέχρι την ημέρα που ο Νικόλαος Εσκιτζόπουλος – αλλά ας μην προτρέχω. Το παν είναι να αφηγηθώ τα γεγονότα με την σειρά τους.
[…]
Άρης Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο, 1998, Κέδρος, σ. 32-33
IMG_2693
Πέμπτη, 3 Οκτωβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, λέω τώρα να αφηγηθώ τα γεγονότα της πορείας με τη χρονολογική τους σειρά, δηλαδή το πότε πού και πώς ακριβώς σκοτωθήκανε, ή αναγκάστηκαν να καταπιούνε το κυάνιο οι τριάντα τρεις της ομάδας μας, μέχρι την ημέρα που απόμεινα ολομόναχος. (Δε μου φέρατε καμιά αντίρρηση ως τα τώρα, δέχεστε, πάει να πει, ότι δεν πέφτω έξω βεβαιώνοντας πως ξεκινήσαμε τελικά τριάντα τέσσερις, μετά την εκτέλεση των πέντε, έτσι δεν είναι;)
Ξανασκέφτηκα λοιπόν τα γεγονότα της πορείας, ομολογώ ωστόσο ότι θα προτιμούσα να μου στείλετε μερικές ασφράγιστες κόλλες, για να μπορώ να κρατάω σημειώσεις. Τολμώ να πω ότι η λύση που προτείνω συμφέρει και εσάς, μια και θα μπορέσω να οργανώσω καλύτερα το υλικό μου και να βάλω μια τάξη στις αναμνήσεις μου. Προσπάθησα να βάλω τάξη νοερώς, ξαγρύπνησα ως αργά τη νύχτα, αποδείχτηκε όμως πως δεν είναι και τόσο εύκολο και κυρίως μου πέρασε μια σκέψη που με τρόμαξε μπορώ να πω και άρχισε να μου τριβελίζει το μυαλό, η σκέψη δηλαδή πως μόνο εγώ επέζησα και λοιπόν, πώς θα μπορέσω να αποδείξω την αλήθεια των λεγομένων μου, μην έχοντας κανέναν μάρτυρα; Τα όσα κατέθεσα ως τα τώρα, μπορείτε βέβαια να τα ελέγξετε και ίσως να αρχίσατε να τα ελέγχετε, συλλέγοντας πληροφορίες απ’ τους αρμόδιους της πόλεως Ν, μα από δω χι εμπρός, θα πρέπει αναγκαστικά να βασιστείτε στη μαρτυρία μου και μόνον. Μου πέρασε επιπλέον η σκέψη ότι δουλειά σας είναι να βρίσκετε ενόχους και δεδομένου ότι είμαι ο μόνος που επέζησε απ’ όλη την ομάδα μας, δουλειά σας είναι να με βγάλετε ένοχο, γιατί ποιον άλλον θα βρείτε να κατηγορήσετε; Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο δύσκολη καταντάει η θέση μου, καταλαβαίνετε γιατί προτίμησα να κάνω ίνα προσχέδιο, ούτως ειπείν, στο μυαλό μου, πριν συνεχίσω την κατάθεση. Όμως, ύστερα από κάμποσες ώρες νοερών σχεδιασμάτων, διεπίστωσα πως είχα ξεχάσει αυτά που σκέφτηκα στην αρχή και γι’ αυτό έλαβα το θάρρος να σας ζητήσω τις ασφράγιστες κόλλες. Πάντως, όλα αυτά τα νοερά προσχέδια δεν πήγανε τελείως χαμένα, είχανε και ένα θετικό αποτέλεσμα, μπορώ να πω, γιατί ζωγράφισα στο μυαλό μου έναν χάρτη της περιοχής που περάσαμε, σημειώνοντας τη γραμμή της πορείας μας και θα σχεδιάσω σήμερα αυτόν τον χάρτη, σε τούτη εδώ την κόλλα, για να έχετε κι εσείς μια εναργέστερη εικόνα, αν και πρόκειται ομολογώ για ένα σκαρίφημα κατά προσέγγιση, δεδομένου ότι δεν μπορώ να ξέρω τις ακριβείς χιλιομετρικές αποστάσεις. Όπως και να ‘χει, το πρώτο πράγμα που θα σας κάνει φαντάζομαι εντύπωση είναι ότι κάναμε δυο μεγάλους κύκλους, με αποτέλεσμα να περάσουμε τρεις φορές απ’ τις όχθες της Μεγάλης Λίμνης. Περιπλανηθήκαμε με άλλα λόγια στριφογυρίζοντας επιτόπου, εκτελώντας διαταγές του Γενικού Αρχηγείου, που έστελνε κάθε μέρα κρυπτογραφημένα μηνύματα στον Ταγματάρχη και όριζε την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσουμε. Δεδομένου ότι παρ’ όλους τους κύκλους δεν αποφύγαμε τελικά την επίθεση των αλεξιπτωτιστών λίγο πιο κάτω απ’ την Πέτρινη Γέφυρα (βλέπε χάρτη) γίνεται φανερό ότι όλες οι προφυλάξεις του δογματικού Γενικού Αρχηγείου πήγανε στο βρόντο, μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε πωί’ αν δεν κάναμε τους κύκλους κι αν φτάναμε νωρίτερα στην Πέτρινη Γέφυρα, δε θα είχαμε υποστεί την εχθρική επίθεσης κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτωθήκανε πέντε – ο πρώην λοχίας Παράσχος διμοιρίτης της πρώτης, ο πρώην λοχίας Ανδροκλής (Λεοντάρης) βοηθός διμοιρίτη της δεύτερης, α όχι, πολύ μπερδεμένα τα γράφω, δεν είναι τρόπος αυτός, πρέπει ν’ αρχίσω αλλιώς.
[…]
Άρης Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο, 1998, Κέδρος, σ. 72-74
IMG_2713
Παρασκευή, 4 Οκτωβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, επιτρέψτε μου να διακόψω εδώ την κατάθεση μου και να επανέλθω σε ένα γεγονός, που το αφηγήθηκα πολύ συνοπτικά, παραλείποντας ουσιώδεις λεπτομέρειες, ή μάλλον την ουσία του πράγματος, διότι
Άφησα ημιτελή τη φράση, σκέφτηκα να διαγράψω το «ή μάλλον την ουσία του πράγματος, διότι», γιατί βέβαια τι άλλο σημαίνει αυτό αν όχι πως παρέλειψα να πω την αλήθεια, μα το ‘χω σκεφτεί από μιας αρχής πως η κατάθεση  μου δεν πρέπει να έχει διαγραφές, πως κάθε διαγραφή σημαίνει αμφιβολία, δημιουργεί την εντύπωση πως κάτι ήμουν έτοιμος να πω και το μετάνιωσα και σεις θα προσπαθήσετε με χίλιους τρόπους να εξακριβώσετε τι είχα γράψει και αν δεν τα καταφέρετε να διαβάσετε αυτά που διέγραψα, θα βάλετε με το νου σας ό,τι πιο επιβαρυντικό για μένα σας φανεί πως στέκει βάσει των συμφραζομένων. Γι’ αυτό δεν διέγραψα ως τα τώρα ούτε μια λέξη, ακόμα κι όταν έτυχε να γράψω την ίδια λέξη δυο και τρεις φορές στην ίδια φράση, ή να επαναλάβω δυο που και τρία ο οποίος στην ίδια φράση, δηλαδή ακόμα κι όταν έτυχε να παραβώ στοιχειώδεις κανόνες της «καλλιεπούς συντάξεως», όπως έλεγε ο γυμνασιάρχης μας ο Οικονομόπουλος και μου γέμιζε κόκκινες μολυβιές την κόλλα της εκθέσεως των ιδεών μου, αλλά τώρα προέχουν βέβαια άλλα πράγματα, πολύ σημαντικότερα και ας υπάρχουνε λάθη συντάξεως, μα ας είστε σίγουρος τουλάχιστον πως ρίχνω στο χαρτί τις σκέψεις μου και τις αναμνήσεις μου τελείως αυθόρμητα και λοιπόν, μια και έγραψα πως παρέλειψα να αφηγηθώ την ίδια την ουσία του πράγματος (και το ‘γραψα παρασυρμένος από την αυθορμησία μου ίσα ίσα και από τη μανία μου να εξηγώ και να επεξηγώ το κάθε τι, για να μη μένουνε σκοτεινά σημεία) μια και το ‘γραψα, δε θέλω να το διαγράψω και το αφήνω και δέχομαι το συμπέρασμα που είναι λογικό να βγάλετε, ότι παρέλειψα δηλαδή να πω όλη την αλήθεια, ή για να το πούμε με άλλα λόγια διαστρέβλωσα την αλήθεια, αλλά ελάτε σας παρακαλώ στη θέση μου, σκεφτείτε το και μόνος σας, είχα ένα φακελάκι που έπρεπε να παραδώσω σε όποιον θα μου ζήταγε το «επισκεπτήριο» μου (γιατί γι’ αυτό το φακελάκι πρόκειται, αυτό είναι το γεγονός που είπα παραπάνω πως αφηγήθηκα πολύ συνοπτικά, για το φακελάκι που μου έδωσε ο ταξίαρχος Οδυσσέας πρόκειται, που μου το ‘δωσε λέγοντας μου να το φυλάξω πιο προσεχτικά κι απ’ την κομματική μου ταυτότητα) και έπρεπε λοιπόν να το παραδώσω σε κάποιον που ήξερε ότι το έχω, σε κάποιον που ήξερε επιπλέον και τη συνθηματική λέξη «επισκεπτήριο», για να πειστώ ότι είναι πράγματι ο παραλήπτης, καλά ως εδώ, το φακελάκι περιείχε βέβαια ένα μήνυμα, καμιά αμφιβολία ως προς αυτό, μα τι λογής ήτανε το μήνυμα εκείνο αναρωτιόμουνα κι αν σας ζήτησα να μπείτε στη θέση μου το έκανα για να σκεφτείτε τι ήταν φυσικό να σκεφτώ εγώ και να καταλάβετε πως η λενινιστικότητα και η αντιφραξιονιστυωτητα του μηνύματος, την οποία επικαλέστηκα πρωτοαναφέροντάς το, ήτανε βέβαια μια εκδοχή, αλλά μπορούσε κάλλιστα να είναι και ένα υπερκομματικό σημείωμα (ένα σημείωμα που δεν είχε σχέση με λενινιστικές και δογματικές φράξιες θέλω να πω, μα με το Κόμμα στην ολότητα του) ή ακόμα, μπορούσε να ήτανε ένα σημείωμα που να αφορούσε εμένα προσωπικά (γιατί να πει ο ταξίαρχος Οδυσσέας, «Θα το παραδώσεις σε όποιον σου ζητήσει το επισκεπτήριο σου»; Γιατί εκείνο το ΣΟΥ, ενώ η συνθηματική φράση θα μπορούσε κάλλιστα να είναι, «Δώσε μου το επισκεπτήριο»;) και λοιπόν εκείνο το ΣΟΥ με έβαλε σε σκέψεις και αναρωτιόμουνα τι να έγραφε το σημείωμα για μένα, τι πληροφορίες να έδινε για το άτομο μου στους αρμόδιους παραλήπτες;
[…]
Άρης Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο, 1998, Κέδρος, σ.96-98
IMG_2708
Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είσαστε πράγματι σύντροφος. Ή μάλλον, αρχίζω να πιστεύω πως δεν είσαστε και σας το λέω έξω απ’ τα δόντια, αδιαφορώντας αν θα προκαλέσω την οργή σας. Επιτέλους, ελάτε στη θέση μου, προσπαθήστε να δείτε την κατάσταση με τα δικά μου μάτια και πέστε μου ύστερα αν έχω δίκιο να λέω ότι το πράγμα καταντάει αφύσικο. Κατέγραψα τόσα γεγονότα, ανέφερα συγκεκριμένα στοιχεία, ονόματα, ημερομηνίες, επανήλθα σε λεπτομέρειες για να διευκρινίσω τα τυχόν σκοτεινά σημεία, ομολόγησα ότι έτυχε να πω σε ορισμένες περιπτώσεις τη μισή αλήθεια κι όμως εσείς εξακολουθείτε να σωπαίνετε, δεν εννοείτε να παίξετε σωστά τον ρόλο σας, δεν εννοείτε να μου υποβάλετε ερωτήσεις, με αφήνετε να εικάζω τι μπορεί να σας ενδιαφέρει – μάντης είμαι;
Περνώντας από εικασία σε εικασία, μου πέρασε η σκέψη πως δεν έχω να κάνω με σύντροφο – ναι, το ομολογώ, είναι μέρες τώρα που υποπτεύτηκα πως η πόλη Κ μπορεί κάλλιστα να ξανάπεσε στα χέρια των κυβερνητικών, γι’ αυτό το ήθελα το τραπέζι, σκέφτηκα να το βάλω πάνω στο κλινάρι μου και να δω τη σημαία που κυματίζει στην πιο ψηλή πολεμίστρα του Ενετικού Φρουρίου (ήθελα να διαπιστώσω αν είναι ακόμα η σημαία μας) γιατί αν δεν είναι, γράφω μια κατάθεση που φτάνει στα χέρια του εχθρού. Καταλαβαίνετε σε τι δύσκολη θέση με βάζετε;
Άρης Αλεξάνδρου, Το Κιβώτιο, 1998, Κέδρος, σ. 178-179
Τα αποσπάσματα από το Κιβώτιο βρίσκονται online στο Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο
IMG_2696

Villon Francois: Μέγας Καταραμένος Ποιητής...



                                 Βιογραφικό

     Ο πρώτος "καταραμένος ποιητής" της ιστορίας, o πιο διάσημος και σημαντικός ποιητής του Μεσαίωνα, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1431 ως Francois de Montcorbier ή des Loges από πολύ φτωχούς γονείς. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και την ανατροφή του ανέλαβε ο ιερέας Guillaume de Villon, ένας άνθρωπος αγαθός και με πολύ ψηλή μόρφωση. Από τον προστάτη του, που 'τρεφε απέραντην αγάπη κι αφοσίωση, δανείστηκε το επώνυμο του. Στα 12, γράφεται στο Πανεπιστήμιο και το 1452 παίρνει πτυχίο ως Δάσκαλος Των Τεχνών. Έχοντας το δικαίωμα να εισαχθεί σ' οποιαδήποτε ανώτερη πανεπιστημιακή σχολή, επιλέγει τη νομική, αλλά πολύ γρήγορα περνά στην όχθη της παρανομίας. Τα κεφάλαια της άσωτης ζωής του περιελάμβαναν κλοπές, ληστείες, προστασία γυναικών, φόνους και παρέα του ήταν τα "εκλεκτά" μέλη του παρισινού υποκόσμου.
     Η εγκληματική δράση του αρχίζει το 1455 με τον φόνο του ιερέα Σερμουάζ. Αν κι ο ιερέας, προτού πεθάνει, ζητά να μη φυλακιστεί, έχει ήδη, εγκαταλείψει το Παρίσι. Επόμενος σταθμός, το Κολέγιο Ναβάρας, από όπου κλέβει 500 χρυσά σκούδα μαζί μ' άλλους τέσσερις συνεργάτες. Έχοντας πάρει μερίδιο, περιπλανάται στη Γαλλία και μπλέκει με τη φοβερή συμμορία των "Κοκιγιάρ" από τους οποίους μαθαίνει το ακατανόητο γλωσσικό ιδίωμα, το "ζαργκόν", στο οποίο έγραψε ορισμένες από τις μπαλάντες του. Σ' αυτές, μάλιστα, δίνει συμβουλές στους φίλους, πως να κάνουν τις δουλειές τους, χωρίς να τους πιάνει η αστυνομία.
     Ο πλάνητας κακοποιός φτάνει πεινασμένος και σ' άθλια κατάσταση στο Μπλουά. Εκεί ο Κάρολος, Δούκας της Ορλεάνης κι αξιόλογος ποιητής, του προσφέρει άσυλο. Η περίφημη μπαλάντα του με τις αντιθέσεις σε κάθε στίχο -όπως το: "πεθαίνω από δίψα πλάι στη πηγή..."- γράφτηκε κείνη τη περίοδο σε ποιητικό διαγωνισμό που οργάνωσε ο Κάρολος. Γι' άγνωστο όμως λόγο, φυλακίστηκε στην Ορλεάνη και περίμενε τη θανάτωση. Ο προστάτης Κάρολος, τον αποφυλακίζει. Ξαναγυρίζει στο Παρίσι όπου έχει πάρει αμνηστία για τη κλοπή στη Ναβάρα, αλλά η συμμετοχή στον τραυματισμό ενός συμβολαιογράφου, τον οδηγεί, το 1462 και πάλι στα σκοτεινά κι υγρά κελιά. Η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σ' εξορία 10 χρόνων κι από το 1463, τα ίχνη του χάνονται. Ουδείς γνωρίζει που, πότε και πως πέθανε. Από το ποιητικό έργο του σώθηκαν μόνο 3.000 στίχοι. Θεωρείται βέβαιο πως το έργο του "Το Ρομάντζο Της Διαβολοπορδής", που 'γραψε μετά τις φοιτητικές αναταραχές του 1453, έχει χαθεί.
     3 χρόνια μετά γράφει το ποίημα "Κληροδοσία" (Le Lais) πιο γνωστό με το όνομα "Μικρή Διαθήκη", όπως το παρουσίασαν αργότερα οι εκδότες, σ' αντιδιαστολή με τ' άλλο του έργο, τη "Μεγάλη Διαθήκη" που έγραψε όταν αποφυλακίστηκε από το Μαιν-Συρ-Λουάρ το 1461. Η "Κληροδοσία" είναι ένα πολύ εύθυμο ποίημα, που 'γραψε όταν εγκατέλειπε το Παρίσι απογοητευμένος από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Σ' αυτό κληροδοτούσε στους φίλους του "τα παλιά του παπούτσια, τη "καλή" του φήμη, "το γάιδαρο και το σπαθί του", αν και το τελευταίο το 'χεν ήδη δώσει ως ενέχυρο. Το πιο σημαντικό του έργο είν' η "Διαθήκη" αποτελούμενη από 163 οκτάστιχες στροφές, στις οποίες παρεμβάλλονται 16 μπαλάντες και μικρότερα ποιήματα. Ανάμεσα στις αριστοτεχνικά δομημένες μπαλάντες, είναι η "Μπαλάντα Των Παροιμιών", η "Μπαλάντα Των Κυράδων Του Παλιού Καιρού", η "Μπαλάντα-Προσευχή", η "Μπαλάντα Των Κρεμασμένων", η "Μπαλάντα Για Τη Πόρνη Χοντρό-Μαργκό", τις οποίες ο Βάρναλης είχε χαρακτηρίσει αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
     Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων του έγινε το 1489 με γοτθικά τυπογραφικά στοιχεία και ξυλογραφίες. Αν και κυνηγημένος από το νόμο και τη τάξη, το ποιητικό έργο του κέρδισε την αποδοχή του κόσμου, αφού όταν ζούσε, τα χειρόγραφα του κυκλοφορούσαν σε πολλαπλά αντίγραφα. Στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη και τον Σπύρο Σκιαδαρέση. Πέρυσι μάλιστα ο Θάνος Μικρούτσικος συνεπαρμένος από το έργο του ηχογράφησε απαγγελίες των στίχων του στον δίσκο "Στον Τόπο Μου Είμαι Τέλεια Ξένος".
     Οι μπαλάντες ακόμη και σήμερα είναι δροσερές, πρωτότυπες και με μεγάλην εκφραστική δύναμη. Η ποίηση του αναδύεται ολοζώντανη χωρίς επιτήδευση, προσποίηση, ρητορεία ή περίτεχνα γλωσσικά στολίδια. Είναι γνήσια κι ειλικρινής, πηγάζει από την ίδια του τη ζωή, τα εγκλήματα του, τον φόβο της φυλάκισης, τη φρίκη της αγχόνης. Το κέφι του, όμως, δεν τον εγκαταλείπει ποτέ, ούτε στις χειρότερες του στιγμές.

__________________________________________________


Η Μπαλάντα Των Παροιμιών (μικρόν απόσπασμα)

...Όσο πάει στη βρύση, τόσο πιο νωρίς σπάει το λαγήνι.
Τόσο η γίδα κακοπέφτει, όσο πιο βαθιά σκαλίζει.
Όσο σίδερο πυρώσεις, τόσο κόκκινο θα γίνει.
Όσο πιο πολύ χτυπάς το, τόσο πιο πολύ λυγίζει.
Όσο πιο μίζερος είσαι, τόσο ο κόσμος σε μανίζει.
Όσο πιο πολύ αλαργεύεις, τόσο κι οι άλλοι σε ξεχνούνε.
Όσο ένας εχτιμιέται, τόσο και μονάχ' αξίζει.
Όσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιο αργά θα 'ρθούνε...

     Η Μπαλάντα Του Μπλουά

Πλάι στη βρύση παθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος
Κοντά στη 'στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Στ' "αβέβαιος" πάντα βρίσκω τ' "ορισμένος"
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να 'βγω
Όταν χαράζει, λέω, -"Καλή νυχτιά!"
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Έγνοιες δεν έχω κι είμ' ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ' όσους μ' επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν' της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ' αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.

Η Μπαλάντα Των Φτονερών Γλωσσών

Σ' αρσενικό, σε νίτρο, στη φωτιά
τ' ασβέστη, σε μολύβι αναβρασμένο
-για να ξεμαγαρίσουν πιο καλά-,
σε πισσάλειμμα καλοδιαλυμένο
σε ζουμί Οβριάς κάτουρα φτιασμένο
και σκατά. Σ' αποπλύματα λεπρών,
σε λίγδες ποδαριών και παπουτσιών,
σ' αψιά φαρμάκια ή μέσα σε καμπόσες
χολές φιδιώνε, λύκων, τσακαλιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Σε μαύρου γερογάτου τα μυαλά
φαφούτη με τομάρι ψωριασμένο,
σε γέρου μούργου -π' όμοια έχει καλά-
λυσσάρικου, το σάλιο το πηγμένο,
σ' αφρούς από μουλάρι αρρωστημένο
που τ' όργωσαν οι κόψες ψαλιδιών,
σε νερά που πνιγμένων ποντικών,
πλένε κουφάρια, βάτραχοι και τόσες
φίνες ράτσες ζουδιών σιχαμερών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Σε σουμπλιμέ που καίει τα σωθικά
και σ' αφαλό από φίδι μανιασμένο.
Σ' αίμα που το ξεραίνουνε σ' αγγειά
οι κουρέηδες, -σα βγαίνει γιομισμένο
το φεγγάρι- μαυροπρασινισμένο.
Σε φάουσας έμπυα, σε νερά σγουρνών
που πλένουν κωλοπάνια σε πορνών
κλίσματα, -δε με νιώθουν όσοι κι όσες
δε τρέχουν στα μπουρδέλα όπως εγώ-,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Για το σούρωμα αυτών των λιχουδιών
πάρε τον πάτο των χεσμένονε βρακιών
πρίγκηπά μου. Πρώτα όμως σε καμπόσες
τσίρλες μικρουλικώνε γουρουνιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

              σε μετάφραση Σπύρου Σκιαδαρέση  Εκδόσεις Γαβριηλίδη
------------------------------------------

Η Μπαλάντα Των Κυριών Του Παλιού Καιρού

Πέστε μου που, σε ποιό μέρος της γης,
είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα κι ύστερα η Θαΐς,
η ξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;
Ηχώ απαλή, σκια σε λίμνη, τρόμοι
των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,
η εμορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.
Μα που 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;

Που 'ν' η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς;
Γι' αυτήν είχε τότε καλογερέψει
ο Πέτρος Αμπαγιάρ. 'Αλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.
Κι η βασίλισσα που έκαμε τη σκέψη
κι έριξε στον Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Μα που 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;

Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,
με τη φωνή της τη γλυκακουσμένη,
η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αρεμβουργίς
του Μάιν, η Σπαρτιάτισσα Ελένη
κι η καλή Ιωάννα από τη Λοραίνη,
όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,
η ανάμνηση τους ζωηρή απομένει.
Μα που 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;

Πρίγκηψ, αν τις αναζητείτε τώρα,
τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;
Μα που 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;

Απόδοση-Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης

         Η Προσευχή Του Francois Villon

Αφού γυρίζει ακόμα η γης, αφού το φως ξεκάθαρα λάμπει,
Λόρδε, βοηθείστε καθέναν απ' αυτούς που στερούνται.
Στον σοφό δώστε υγιές μυαλό, για τον δειλό χαρίστε έν' άλογο.
Ξοδέψτε στους ευτυχείς και παρακαλώ μη ξεχάσετε και με.

Ξέρω πως είστε ικανότερος όλων, πιστεύω στη σοφία σας,
όπως ο ετοιμοθάνατος στρατιώτης, πιστεύει πως θα ξαναζήσει στον παράδεισο.
Όπως κάθε αφτί ακούει και πιστεύει τις σιωπηλές σας κουβέντες,
όπως οι ίδιοι πιστεύουμε, μη ξέροντας τι δημιουργούμε.

   Μπαλάντα Στην Αγαπημένη

Ψεύτρα ομορφιά, που τόσο μου κοστίζεις.
Γλυκειά υποκρίτρα, με καρδιά σκληρή,
αγάπη, που σαν πέτρα δε λυγίζεις.
Του μαύρου χαλασμού μου εσύ αφορμή,
που τη καρδιά μου θες να δεις νεκρή.
Περήφανη, που θάνατο όλο σπέρνεις.
Ανήλεη δε σου λέει ποτέ η ψυχή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις;

Τη συμπόνοια, που εσύ δε μου χαρίζεις,
κάλλιο να ζήταγα αλλού μα δε βολεί,
απ' το φαρμάκι που όλο με ποτίζεις,
για να γλιτώσω φεύγω όλος ντροπή.
Βοήθεια, ωιμέ! Μεγάλη και μικρή,
έτσι, άμαχο νεκρό, γιατί με σέρνεις;
Λυπήσου με πια, δείξου σπλαχνική...
Αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις.

Θα' ρθεί καιρός που κλαίοντας, θ' αντικρύζεις
μαραμένη την άνθησή σου αυτή.
Πώς θα γελώ, αν μπορώ, όταν θα τσακίζεις;
θε να 'μαι τότε γέροντας κι εσύ,
άσχημη, δίχως χρώμα και ζωή.
Μέθα λοιπόν και τη χαρά μη παίρνεις
απ' όλους, όσο κι αν είσαι και ζωηρή
κι αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις!

Πρίγκιπα, απ' όλους πρώτα εσύ εραστή,
πιότερο η θλίψη ας μη σε συνεπαίρνει.
Έχει όμως χρέος, κάθε καρδιά πιστή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνει...

Aναδημοσίευση από: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=815

Francois Villon -Μπαλάντα στην αγαπημένη

Ψεύτρα ομορφιά, που τόσο μου κοστίζεις.
Γλυκειά υποκρίτρα, με καρδιά σκληρή,
αγάπη, που σαν πέτρα δε λυγίζεις.
Του μαύρου χαλασμού μου εσύ αφορμή,
που τη καρδιά μου θες να δεις νεκρή.
Περήφανη, που θάνατο όλο σπέρνεις.
Ανήλεη δε σου λέει ποτέ η ψυχή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις;

Τη συμπόνοια, που εσύ δε μου χαρίζεις,
κάλλιο να ζήταγα αλλού μα δε βολεί,
απ' το φαρμάκι που όλο με ποτίζεις,
για να γλιτώσω φεύγω όλος ντροπή.
Βοήθεια, ωιμέ! Μεγάλη και μικρή,
έτσι, άμαχο νεκρό, γιατί με σέρνεις;
Λυπήσου με πια, δείξου σπλαχνική...
Αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις.

Θα' ρθεί καιρός που κλαίοντας, θ' αντικρύζεις
μαραμένη την άνθησή σου αυτή.
Πώς θα γελώ, αν μπορώ, όταν θα τσακίζεις;
θε να 'μαι τότε γέροντας κι εσύ,
άσχημη, δίχως χρώμα και ζωή.
Μέθα λοιπόν και τη χαρά μη παίρνεις
απ' όλους, όσο κι αν είσαι και ζωηρή
κι αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις!

Πρίγκιπα, απ' όλους πρώτα εσύ εραστή,
πιότερο η θλίψη ας μη σε συνεπαίρνει.
Έχει όμως χρέος, κάθε καρδιά πιστή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνει...

μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Φρανσουά Βιγιόν -Μπαλάντα των κυριών του παλιού καιρού

Αποτέλεσμα εικόνας για FRANCOIS VILLON

Πέστε μου πού, σε ποιο μέρος της γης,
είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα, κι ύστερα η Θαΐς,
η ξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;
Ηχώ απαλή, σκιά σε λίμνη, τρόμοι
των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,
η εμορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.
Μα πού ’ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Πού ’ναι η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς;
Γι’ αυτήν είχε τότε καλογερέψει
ο Πέτρος Αμπαγιάρ. Άλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.
Κι η βασίλισσα που έκαμε τη σκέψη
κι έριξε στο Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Μα πού ’ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,
με τη φωνή της τη γλυκά ακουσμένη,
η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αρεμβουργίς
του Μαίν, η Σπαρτιάτισσα η Ελένη,
κι η καλή Ιωάννα από τη Λορραίνη,
όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,
η ανάμνησή τους ζωηρή απομένει.
Μα πού ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Πρίγκιψ, αν τις αναζητείτε τώρα,
τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;
Μα πού ’ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

FRANCOIS VILLON (Παρίσι 1431-; 1480;)  μτφρ. Κ. Γ. Καρυωτάκης
(1896-1928)

Φλώρα: Ρωμαία εταίρα, διάσημη για την ομορφιά της, φιλενάδα του Πομπήιου.
Αλκιβιάδα: Τον Μεσαίωνα οι περισσότεροι νόμιζαν ότι ο Αλκιβιάδης ήταν γυναίκα.
Θαΐς: Αθηναία εταίρα, φιλενάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και, μετά τον θάνατό του σύζυγος του Πτολεμαίου, βασιλιά της Αιγύπτου.
Ηχώ: Η μυθική νύμφη που ερωτεύτηκε τον Νάρκισσο.
Ελοΐς και Πέτρος Αμπαγιάρ: Περίφημο ζευγάρι ερωτευμένων του Μεσαίωνα, που το χώρισε η κακία του κόσμου (ο Αμπαγιάρ, που είναι γνωστότερος με το όνομα Αβελάρδος ήταν σημαντικός θεολόγος και φιλόσοφος). Η αλληλογραφία τους, που σώθηκε, είναι μοναδικό δείγμα ευγένειας ερωτικών αισθημάτων.
Η βασίλισσα που έρριξε τον σοφό Μπουριντάν: Κατά την παράδοση η ακόλαστη βασίλισσα Ιωάννα της Ναβάρρας, αφού πέρασε μια ερωτική νύχτα με τον Μπουριντάν, τον γνωστό φιλόσοφο του 14ου αιώνα, διέταξε και τον έρριξαν στον Σηκουάνα. Ο Μπουριντάν κατόρθωσε να βγει από το ποτάμι κολυμπώντας.
Η ρήγισσα Λευκή: Η βασίλισσα Λευκή της Καστίλλης, που φημιζόταν για την ωραία φωνή της.
Βέρθα: Γυναίκα του βασιλιά των Φράγκων Πιπίνου, μητέρα του Καρλομάγνου.
Βεατρίκη: Αρκετές γυναίκες ονομαστές στον Μεσαίωνα λέγονταν έτσι (η πλέον διάσημη είναι η αγαπημένη του Δάντη, ποιητή της Θείας Κωμωδίας). Δεν γνωρίζουμε σε ποια αναφέρεται ο Βιγιόν.
Αρεμβουργίς: Κόρη του Ελί ντε λα Φλες, κόμη του Μαιν.
Ιωάννα από τη Λορραίνη: Η ηρωίδα των Γάλλων Ζαν ντ’ Αρκ, που αφού νίκησε τους Άγγλους, έπεσε στα χέρια τους, προδομένη από τους Βουργουνδούς, και οδηγήθηκε στην πυρά το 1431, σε ηλικία δεκαεννιά ετών.

Η ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΣΤΟΝ Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ

Η μελέτη της στάσης της κριτικής απέναντι στο μείζον θέμα της καβαφικής ειρωνείας, εκτός της συμβολής της στην κατανόηση της ποιητικής του Καβάφη, εικονογραφεί πιστά την εξέλιξη της θεωρίας της ειρωνείας στο νεοελληνικό χώρο από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα ως τις μέρες μας. Και τούτο, γιατί ο Καβάφης, δικαιωματικά, είναι ο πιο ευνοημένος ποιητής, όσον αφορά την επισήμανση και τη διερεύνηση της ειρωνείας του.
ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ». (ΑΥΤΟΓΡΑΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1896-1910 - ΑΡΧΕΙΟ ΚΑΒΑΦΗ).

Οι πρώτες εύστοχες, αν και περιοριστικές, παρατηρήσεις για την ειρωνική τεχνική του Καβάφη γίνονται, απ' όσο ξέρω, από τον Γ. Βρισιμιτζάκη ήδη από το 1916 για να συστηματοποιηθούν περισσότερο το 1927, εστιάζοντας το ενδιαφέρον τους στη χρήση του μέτρου. Κατά τον μελετητή, η επιλογή του ιάμβου από τον Καβάφη γίνεται χάριν ειρωνείας. Γύρω στο 1930, και ενώ η ειρωνεία έχει γίνει κοινός τόπος της κριτικής στην Ευρώπη, οι παρατηρήσεις για την ειρωνεία του Αλεξανδρινού γενικεύονται με έκδηλη αμηχανία, όταν γίνεται συστηματική προσέγγιση της τεχνικής του ποιητή ή τίθενται θέματα που αφορούν τη φύση και τη λειτουργία της. Έτσι επισημαίνεται η ειρωνεία, η οποία όμως αντιμετωπίζεται σαν ήπια σάτιρα που αντιτάσσει ο ποιητής «στις κούφιες λέξεις, στα τεχνητό νοήματα, στις μεγαλόσχημες χειρονομίες» που επικρατούν στην ποίηση.

ΣΑΤΙΡΑ ΚΑΙ ΕΙΡΩΝΕΙΑ

Το χιούμορ και η σάτιρα, επίσης, θεωρούνται υποστασιακά στοιχεία της ποίησης του Καβάφη, αλλά κανείς από τους μελετητές δεν φαίνεται να έχει ξεκάθαρη άποψη για τις έννοιες που χρησιμοποιεί. Κοινός παρονομαστής της κοινόχρηστης ορολογίας είναι η σάτιρα, ενώ η ειρωνεία δεν μπορεί να απαλλαγεί από το έρμα της καθημερινής της χρήσης. Σ' όλη αυτή την έξαρση της καβαφικής ειρωνολογίας αντιτίθεται ο Τάκης Παπατσώνης, ο οποίος στην ειρωνεία και τη σάτιρα των άλλων κριτικών αντιτάσσει τη «σοβαρή ευθυμία». Δεν θα επεκταθώ περισσότερο σε σχόλια για την καβαφική ειρωνεία που γίνονται στο περιθώριο άλλων διερευνήσεων. Καθοριστική για την πορεία της κριτικής όσον αφορά το θέμα μας υπήρξε η συμβολή παλαιότερων μελετητών: οι καίριες παρατηρήσεις του Τέλλου Άγρα ο οποίος διακρίνει την «τραγική ειρωνεία» του Καβάφη αδυνατώντας, όμως, να διακριβώσει το εύρος της ειρωνικής χρήσης της γλώσσας, και η επισήμανση από τον Νικολαρεΐζη μιας κομβικής ποιότητας της καβαφικής ειρωνείας, της «αντικειμενικότητας»

Εκτοτε, η ειρωνεία αποτέλεσε κοινό τόπο της καβαφικής κριτικής, αλλά και σιωπηρό πεδίο συνάντησης της αμηχανίας ή της παρανάγνωσης του καβαφικού σύμπαντος. Ατυχείς στο σύνολο τους είναι οι διακρίσεις του Κλέωνα Παράσχου, οι οποίες αποτελούν δείκτη της αντίληψης που επικρατεί αυτή την εποχή για την ειρωνεία (βρισκόμαστε στα 1961, και στην Ευρώπη ήδη από το 1950 έχει σημειωθεί βιβλιογραφική έκρηξη όσον αφορά την ειρωνεία). Ο κριτικός, λαθεμένα, θεωρεί χρονικό σημείο έναρξης της καβαφικής ειρωνείας το 1901 με το ποίημα «Ιθάκη» και εξαντλείται σε αυτονόητες παρατηρήσεις. Αντίθετα, ο Γιώργος Βελουδής θεωρεί πρώτο τεκμήριο της ειρωνικής στάσης του Καβάφη το ποίημα «Κτίσται» (1891). Στο πρωτοποριακό για τη μελέτη της καβαφικής ειρωνείας, αλλά και για την εξέλιξη της θεωρίας της ειρωνείας, δοκίμιο του «Kavafis und die Ironie», ο μελετητής δικαίως θεωρεί απαραίτητο να αποσαφηνίσει θέματα ορολογίας, κατορθώνοντας μια σαφέστερη διάκριση των όρων ή επισήμανση της ειδοποιού διαφοράς τους, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία.

ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως για πρώτη φορά τίθενται κρίσιμα θέματα της καβαφικής ποιητικής και της ερμηνείας της, όσον αφορά την ειρωνεία, και συνδέεται η καβαφική ειρωνεία με τον γερμανικό ρομαντισμό. Ο Βελουδής διερευνά τη συγκρότηση της ειρωνείας μέσα από την οπτική του γερμανικού ρομαντισμού, ενώ είναι καίρια η άποψη του ότι η αποστασιοποίηση του καλλιτέχνη από το αναπαριστώμενο αντικείμενο είναι θεμελιώδης για την κατανόηση της ειρωνείας στην ποίηση του Καβάφη.

Πέρα από τη διάκριση της καβαφικής ειρωνείας σε τραγική ειρωνεία ή ειρωνεία της μοίρας, σε ειρωνεία της διπροσωπίας πολλών ηρώων του ή μάλλον αντιηρώων του -όπως ο ίδιος τους χαρακτηρίζει- ο μελετητής στέκεται περισσότερο στην ώριμη φάση της ποίησης του Καβάφη, εξετάζοντας την τεχνική της ειρωνείας σε συγκεκριμένα ποιήματα, οπού προβολή της είναι η μάσκα, η καταγωγή της οποίας πρέπει να αναζητηθεί στον Σωκράτη, ο παρενθετικός λόγος, οι παύλες και γενικά το σχόλιο που κάνει κάποιος τρίτος -π.χ., ο ποιητής- τεχνική που λειτουργεί παρόμοια με την «αποξένωση» στο θέατρο του Μπρεχτ- παράλληλα, ο μελετητής προβαίνει σε ενδιαφέροντες συσχετισμούς με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία.

ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

Στις καίριες στιγμές της σύγχρονης σκέψης, όσον αφορά το θέμα μας, πρέπει να καταχωρηθούν οι εκτιμήσεις του Γιάννη Δάλλα που επιμένει σε μια ουσιαστική λειτουργία του φάσματος της ειρωνικής γλώσσας του Καβάφη, την «αποξενωτική λειτουργία» και συνάμα την απόσταση. Δίχως να παραγνωρίζω τη συμβολή μελετητών, όπως ο Mario Vitti, θεωρώ εύλογο να σταθώ στη μελέτη του Νάσου Βαγενά η οποία τοποθετεί το ερμηνευτικό πρόβλημα της καβαφικής ποίησης σε πιο σύνθετη βάση.
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ «ΚΕΡΙΑ». ΑΠΟ ΤΑ ΑΥΤΟΓΡΑΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1896-1910.

Ο Βαγενάς, αξιοποιώντας τα σημαντικότερα στοιχεία της κριτικής σκέψης άλλων μελετητών επί του θέματος (του Αγρα, του Νικολαρεΐζη, του Δάλλα, του Σεφέρη) δείχνει πώς η ειρωνεία γίνεται δομικό στοιχείο της ποιητικής του Καβάφη και βασική πηγή συγκίνησης, διευκρινίζοντας πως με τους όρους «ειρωνεία» και «ειρωνική γλώσσα» εννοεί το είδος της έκφρασης που δημιουργεί ο Καβάφης με τη μίξη λεκτικής ειρωνείας και ειρωνείας των καταστάσεων. Η πρώτη αφορά έννοιες και αισθήματα που δεν υπάρχουν στις λέξεις που χρησιμοποιεί και τα οποία είναι αντίθετα ή αντιφατικά προς τις έννοιες που αυτές διατυπώνουν.

Η δεύτερη αφορά αντιφατικές περιστάσεις, οι οποίες, όταν δηλώνεται ή αποκαλύπτεται η πραγματική φύση των πραγμάτων, δείχνουν πως οι απόψεις που έχουν οι ήρωες του για την πραγματικότητα είναι τραγικές αυταπάτες. Ο μελετητής θεωρεί πως η μοναδικότητα της καβαφικής ειρωνείας εντοπίζεται στη σύντηξη της λεκτικής ειρωνείας με την ειρωνεία των καταστάσεων και παρατηρεί πως ο Καβάφης είναι ο μόνος ποιητής της εποχής του στου οποίου την ποίηση η ειρωνεία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Σημαντική είναι και η συμβολή του Ρόντερικ Μπίτον, ο οποίος θεωρεί πως μέσω μιας διάχυτης ειρωνείας (pervasive irony) ο Καβάφης δημιουργεί έναν κόσμο μετατοπιζομένων σχετικοτήτων (shifting relativities), και πως χρησιμοποιεί την ειρωνεία όχι για να αποκαλύψει απόψεις ή να ολοκληρώσει χαρακτήρες, αλλά για να δημιουργήσει ένα αυτόνομο σύμπαν, που μέσω της πολυσημίας και της άρνησης του να εκφράσει μία αλήθεια, λειτουργεί ως μεταφορά του εξωτερικού κόσμου. Παρά τις φαινομενικές διαφωνίες του, ο Εντμουντ Κίλι ορθά βασίζει την ανάγνωση του, στη «φωνή», την «προοπτική» και το «πλαίσιο» που βρίσκονται μέσα στην περιοχή της ρητορικής εκβολής της ειρωνικής γλώσσας, έτσι όπως οριοθετήθηκε από τον Βαγενά. Επίσης, θεωρώ απαραίτητο να αναφερθώ στην εκτίμηση του Κρίοτοφερ Ρόμπισον, ο οποίος κινείται στην κατεύθυνση της εκτίμησης του Μπίτον εξισώνοντας εύστοχα την καβαφική ειρωνεία με τον συνδυασμό διαφορετικών οπτικών γωνιών.

Ο περιορισμένος χώρος δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ σε εκτενέστερο σχολιασμό της κριτικής. Το μόνο που θα προσθέσω είναι η γνωστή παρατήρηση του ίδιου του ποιητή σχετικά με την «ελαφρά ειρωνεία» του έργου του και η εκτίμηση του άτι η ειρωνεία του συνάμα με άλλα στοιχεία της ποίησης του τον κάνουν «ποιητή υπερμοντέρνο, ποιητή του μέλλοντος που θα εκτιμηθεί καλύτερα από μελλοντικές γενεές».

ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ

Όπως έχει δείξει η θεωρία των δύο τελευταίων δεκαετιών, η τροπολογική έννοια της ειρωνείας, αυτή δηλαδή που πριμοδοτεί την έννοια της διττότητας (λέει κανείς κάτι και εννοεί κάτι άλλο), κοινός τόπος στις περισσότερες απόπειρες ορισμού της από το 1755 και εξής, είναι ανεπαρκής. Ο γερμανικός ρομαντισμός, απ' όπου κατάγεται η μοντέρνα ειρωνεία, την αντιμετώπισε ως αίσθημα ζωής (lebensgefuhl) και δημιουργική αρχή (schopferisches prinzip). Αν κανείς διερευνήσει τους αρμούς της καβαφικής ειρωνείας, έτσι όπως οικοδομείται μέσα στο χρόνο, θα διαπιστώσει ότι παρουσιάζει θαυμαστή ποικιλία και εξέλιξη. Ο ποιητής δημιουργεί ένα λαβύρινθο από πρόσωπα, τόπους, δρώμενα, στάσεις και εποχές, όπου ο αναγνώστης καλείται να τοποθετήσει τους σωστούς οδοδείκτες.
ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΑΣ ΚΟΜΝΗΝΟΥ ΠΟΥ ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ ΣΕ ΜΕΓΑΛΗ ΗΛΙΚΙΑ. (ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ -ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΑΙΓΥΠΤΙΩΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, 1998).

Στα πρώιμα ποιήματα του Καβάφη η ειρωνεία είναι ανοιχτή, ως επί το πλείστον μονοεπίπεδη, κάποτε διδακτική, σατιρική ή απλώς παιγνιώδης, εύκολα πάντως αναγνώσιμη. Π.χ., τα ποιήματα «Οι μιμίαμβοι του Ηρώδου» (1892), «Θεατής δυσαρεστημένος» (1893). Ο Καβάφης παίρνει τον αναγνώστη από το χέρι και τον οδηγεί. Στην ώριμη περίοδο όμως, ιδίως στα ιστορικά του ποιήματα, ο ποιητής τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια του αναγνώστη: η ειρωνεία του είναι κλειστή ή προσωπική άλλοτε βαριά άλλοτε πικρή, οπωσδήποτε απαιτητική. Αυτοϋποτιμητική και ημιδραματοποιημένη, αθώα ή δραματοποιημένη η καβαφική ειρωνεία εμπλέκει και τον αναγνώστη στη λειτουργία της, και αν δεν αποκωδικοποιηθεί σωστά, τον μετατρέπει σε θύμα της. Π.χ., το ποίημα «Αλέξανδρος Ιανναίος και Αλεξάνδρα».

ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΤΕΧΝΙΚΗ

Η καβαφική ειρωνεία βαθμηδόν εκμοντερνίζεται, χάνει τον άμεσο διδακτισμό της, γίνεται ατμοσφαιρική και φιλοσοφικάτερη, κατορθώνει την «ισορροπία των αντιθέτων» δίχως να προσφέρει οπωσδήποτε το στοιχείο της λύσης. «Le style ironique est Γ homme meme», γράφει ο Μποθ, παρωδώντας τη γνωστή ρήση του Μπουφόν. Ο Καβάφης, φύσει και θέσει, βρίσκεται στο μεταίχμιο των καιρών και των τόπων. Η φιλοσοφία του είναι η φιλοσοφία του «εν μέρει», η αρμονία του η σύντηξη των αντιθέσεων, η συναίρεση του ιστορικού με το αισθητικά, του παλαιού με το σύγχρονο, η συγκίνηση του διανοητική και αποστασιοποιημένη, η σχέση με τον αναγνώστη σχέση συνενοχής. Τον ενδιαφέρει ο συγχρωτισμός -χωροχρονικός, γλωσσικός, ιδεολογικός- όχι τα διαυγή, ευκρινή περιγράμματα· αποτέλεσμα; το «μετέωρο», κατά τον Σαρεγιάννη, αποτέλεσμα της ανάγνωσης- η τεχνική; η μοντέρνα, όπως άλλωστε και ο ίδιος την όρισε, ειρωνεία του, ο ευφυέστερος τρόπος ενορχήστρωσης του σύμπαντος του ή χειρισμού «των τριών κλειδιών», όπως ονόμασε ο Τσίρκας τα επίπεδα που συνυφαίνονται στα ποιήματα του. Απ' την άποψη αυτή, η καταγωγή της ειρωνείας του είναι ρομαντική. Ετσι, η «ειρωνική αμεροληψία» του γίνεται ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τον ποιητή με τη «ρομαντική αποπλάνηση» της πρώτης περιόδου, όπως εύστοχα την ονόμασε ο Δ. Ν. Μαρωνίτης. Με την καβαφική ειρωνεία της ώριμης φάσης βρισκόμαστε στην περιοχή του μοντερνισμού, όπου η λειτουργία της ειρωνείας υπερβαίνει την τροπολογική της έννοια και κατοχυρώνει την πολυφωνία του κειμένου.

ΚΥΨΕΛΕΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

Συχνά η ειρωνεία του Καβάφη κυκλοφορεί ανάμεσα στα κείμενα και στα πρόσωπα διαστέλλοντας τον λόγο. Μέσα απ' αυτό το ειρωνικό διάπλεγμα αναρωτιέμαι μήπως κάποιες πλευρές της ποίησης του Καβάφη υποβάλλουν -αν δεν επιβάλλουν- την ανάγνωση τους.
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ ΤΩΝ "ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ» ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ. ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΑΥΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ ΕΧΕΙ ΕΚΤΕΘΕΙ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙΝΟ ΜΠΟΜΠΟΥΡ ΚΑΙ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΙΟ ΣΑΒΒΑΚΗ.

Για παράδειγμα, πώς λειτουργεί ο χώρος του Καβάφη - εφόσον είναι γνωστό πως πέρα απ' τα κατ' εξοχήν ειρωνικά στιγματισμένα Σούσα, και οι εκτεταμένες επικράτειες, με μόνη ίσως εξαίρεση την Αλεξάνδρεια, ενδεχομένως και την Αντιόχεια, δεν μένουν αλώβητες; Ή ποια είναι η σχέση των ανθρώπων με τον καβαφικό χώρο; Αλλά ακόμη και σε ερωτικά του ποιήματα η αναφορά στο χώρο είναι κατ' εξοχήν ειρωνική, εφόσον ούτε οι σκάλες ούτε του μαγαζιού η είσοδος ούτε η ταβέρνα είναι χώροι ερωτικής συνεύρεσης. Εχω την εντύπωση πως οι χώροι αυτοί λειτουργούν ως κυψέλες σύνθετης ειρωνείας, όπου συμπυκνώνεται η πρόκληση του ποιητή χειραγωγώντας την αναγνωστική εμπειρία. Οι αδιάκοπες μεταμορφώσεις και οι συνεχείς οσμώσεις καθιστούν την καβαφική ειρωνεία περισσότερο δαιδαλώδη απ' ό,τι φαίνεται. Όχι μόνο διότι απαιτεί από τον αναγνώστη ενεργό συμμετοχή αλλά και γιατί επιβάλλει τη συνανάγνωση όλου του ποιητικού corpus για τη μύηση του στο μακρινό και συνάμα κοντινό καβαφικό σύμπαν. Πολλές φορές η ειρωνεία ενός ποιήματος αίρεται από την ανάγνωση ενός άλλου, καθώς τα ποιήματα του συνδιαλέγονται περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου Νεοέλληνα ποιητή. Για παράδειγμα, η συνανάγνωση των ποιημάτων «Ομνύει» και «Νόησις» αίρει την ειρωνεία του πρώτου- παρόμοια και η συνανάγνωση των ποιημάτων «Ενας γέρος» και «Οι ψυχές των γερόντων»-αλλά και πριν απ' αυτά, όπως προτείνει ο Μ. Πιερής, το «Οταν ο φύλαξ είδε το φως» μπορεί να είναι ειρωνική αντίστιξη στο «Στρατηγού θάνατος».

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Επίσης, το επίμαχο θέμα του καβαφικού Χριστιανισμού, ιδωμένο μέσα από τη σκοπιά της ειρωνείας, ίσως αποφορτίζεται από το έρμα των κατά καιρούς εκτιμήσεων, αφού η ειρωνεία, ως προϊόν ανοιχτής ιδεολογίας, αποστρέφεται κάθε είδους στράτευση και δογματισμό. Αναλογίζομαι μήπως ο λόγος για τον οποίο ο Kierkegaard έφτασε σε αρνητική αντιμετώπιση της ηθικής της ειρωνείας και της τύχης του είρωνα υπονοεί την ίδια κοινώς αποδεκτή συνθήκη: μέσα από τη χριστιανική του πίστη ο φιλόσοφος συμμετέχει σ' έναν κόσμο κλειστής ιδεολογίας, άρα υπάρχει σημαντική ασυμβατότητα ανάμεσα σ' αυτόν και την ειρωνεία.

Για συναφείς λόγους ο Παπατσώνης στα 1932, όταν ήδη έχει γίνει πολύς λόγος για την ειρωνεία του Καβάφη, θεωρεί πως πρόκειται για έναν ακόμη καβαφικό θρύλο, ενώ καταφέρνει να διακρίνει τη «σοβαρή ευθυμία» του ποιητή, συγγενική με το «μοναστηρίσιο αστείο». Η στάση του Καβάφη, όπως ο Ίδιος τη διατύπωσε για έναν ήρωα του, φαίνεται πιθανότερο να είναι «εν μέρει χριστιανική εν μέρει χριστιανίζουσα» ή «αν όχι αμφιρρέποντας, τουλάχιστον συμπαθής προς τον Χριστιανισμό», όπως ο Γ. Βρισιμιτζάκης πρώτος παρατήρησε. Πιθανότατα, ό,τι γοητεύει τον ποιητή περισσότερο από τη στέρεη χριστιανική ιδεολογία είναι η μάχη ανάμεσα στους εθνικούς και στους Χριστιανούς, ανάμεσα στον ασκητισμό και στον πειρασμό, ανάμεσα στη θρησκευτική ιδεοληψία και στην ανθρώπινη υπόσταση. Αλλωστε, όπως έδειξε η Diana Haas, την πρώιμη τουλάχιστον περίοδο, η ανάγνωση βίων αγίων και η ποιητική τους εκμετάλλευση ήταν στο κέντρο της καβαφικής ποιητικής.

Μια τέτοια εξ αποστάσεως περισσότερο ή λιγότερο ανάλαφρη σχέση είναι συμβατή με την αποστασιοποιημένη, διανοητική λειτουργία της ειρωνείας που διασφαλίζει μαζί με τις δικές της συγκινήσεις και την πολυφωνία του κειμένου.

Η ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γ. Σεφέρης παρομοιάζει τον Καβάφη με τον Πρωτέα «που ολοένα ξέφευγε αλλάζοντας μορφές», παρομοίωση που αποτελεί κοινό τόπο της θεωρίας για τη φύση της ειρωνείας. Καθώς η ειρωνεία έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται, να απεκδύεται τις συνδηλώσεις που κατά καιρούς αποκτά, το θέμα της καβαφικής ειρωνείας φαίνεται ανεξάντλητο, εφόσον θέτει ερωτήματα όχι μόνον σχετικά με την ποιητική του Καβάφη, αλλά συναρτάται με ζωτικούς προβληματισμούς της φιλολογικής επιστήμης. Π.χ., τι και πώς συνεισφέρει η τεχνική του εγκιβωτισμού παλαιότερων κειμένων στο θέμα της καβαφικής ειρωνείας; Ποια είναι η ταυτότητα του καβαφικού έργου σε συνάρτηση με την αυτοαναφορικότητα και τη διακειμενικότητα, που πολύ συχνά"στηρίζουν την ειρωνεία; Πώς συναρτώνται οι μεταγλωσσικές αναφορές του καβαφικού έργου με τους βασικούς αρμούς του γλωσσικού του συστήματος και την ποιητική του; κ.τ.λ.

Αν η επιτυχία ενός έργου ορίζεται και από τη δυναμική προβολή του στον χρόνο, τότε ο Καβάφης είναι πράγματι ποιητής «των μελλοντικών γενεών» ή, για να αντιστρέψω τον επικριτικό τίτλο του κάβαφογενούς ποιήματος του Ρόναλντ Μπότραλ «Irony is not enough», προκειμένου για τον Καβάφη «Irony is enough».

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΩΣΤΙΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
11 ΙΑΝ 1998