Μια νύχτα καλοκαιρινή, που η ταχύτης μ’ έφερνε πάνω στην ακτίνα της, μέσα
στο σκοτεινό κενό το στιγματισμένο με φωτεινά άστρα, η σκέψη μου προσπαθούσε να συλλάβει όλες τις στιγμές στη διαδοχή τους, όπως περνούσαν μέσα της. Μα ήταν μάταιη η προσπάθειά της. Εκείνο που άφηνε κι αυτό που πήγαινε να συναντήσει πλημμύριζαν την αγωνία της. Οι παρούσες στιγμές ήσαν κενές. Κι έσερνε μαζί της, από κάθε αντικείμενο που αποχωρίσθηκε, την ανάμνησή του, σα μια ευθεία γραμμή, την έκοβε απότομα, μεταπηδώντας στο άγνωστο που την περίμενε, γύριζε πάλι πίσω κι έτσι άπειρες τέτοιες ευθείες άρχιζαν από κάπου να τρέχουν, ακολουθώντας την, για να σβήσουν μέσα στο κενό, σε μια αδιάκοπη επανάληψη. Ήταν η ατμόσφαιρα του γνωστού, που περιορίζει την ελευθερία μας. Μα από τη στιγμή αυτή ήμουνα έξω πια από τα όριά του. Προχωρούσα στην περιοχή του άγνωστου, πάνω στην ακτίνα της ταχύτητος.
Από το μισοανοιχτό παράθυρο έφθανε ο μυρωμένος άνεμος των απέραντων πεδιάδων. Κάποτε νόμιζα πως φερνόμουνα στα φτερά ενός γιγάντιου πουλιού, που πότε πότε σταματούσε σε κάποιον αστερισμό, σ’ ένα σταθμό, που έλαμπε στο σκοτεινό άγνωστο βάθος.
Ξεφλούδας Στέλιος, Τα τετράδια του Παύλου Φωτεινού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου