Έφερες στην πρωτεύουσα τα παιδικά σου μάτια
Και τα κουμπιά και τα χρυσά σειρήτια του λυκείου.
Εν’ άρωμα από λεμονιές κλειστές σε περιβόλια
Κι απ’ τ’ άνθη, στης Επισκοπής που ανθίζανε τον κήπο.
Κι ακόμα έφερες μια δειλή ψυχούλα, πληγωμένη
Απ’ του διαβήτη τις γωνίες κι απ’ τους σκληρούς κανόνες.
Και τώρα, πες μου, που θα πας, κλεισμένος στα κουμπιά σου,
Να δώσεις την ψυχούλα αυτή, τη μαθηματική;
Τώρα φοβάσαι να κοιτάς απ’ τις γερμένες θύρες,
Που μια κρυμμένη υπόσχεση κρατούν μες στη σκιά τους.
Φοβάσαι ακόμα (και τα μαύρα μάτια σου βουρκώνουν)
Μη βρουν αστεία την άμαθη ψυχή σου και γελάσουν.
Μα εγώ το ξέρω. Κάποιαν ώρα ρόδινη του θέρους,
Περνώντας απ’ τη σκοτεινή μισογερμένη θύρα,
Στα φαγωμένα και παλιά σκαλιά θα ιδώ ριγμένο
(σαν πτώμα κάποιου που κρυφά σκοτώσανε τη νύχτα)
ένα χιτώνιο παιδικό, με τα χρυσά σειρήτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου