Οι έρωτες οι εφήμεροι του περασμένου θέρους
κάθονται τώρα μοναχοί κι' αμίλητοι και κλαίνε
στων λουτροπόλεων τα ψυχρά κι' ερημωμένα κέντρα.
Διαβαίνει το φθινόπωρο μοναχικό στα κέντρα
κι' έναν παλμό οι φτερούγες του νωχελικό ρυθμίζουν,
τη ναρκωμένη ατμόσφαιρα ξυπνώντας ένα γύρω,
σα ν' ανεμίζει όλη ευωδιά μια σάρπα μεταξένια.
Στο πέλαγος το σιωπηλό των άδειων καθισμάτων,
στο φως το πάλλευκο, που πια δεν το στολίζουν ίσκιοι,
πλανιέται ακόμη σαν ηχώ λιπόθυμη τριγύρω
ο βόμβος των ομιλιών κι' η κίνηση κι' η λάμψη.
Έσβυσε τώρα η κίνηση, τα τραίνα έχουνε πάψει,
κι' έμεινε το φθινόπωρο μοναχικός θαμώνας.
Οι γλόμποι οι γαλατόχρωμοι κι' οι γαλανοί καθρέφτες
μελαγχολούνε, τη βροχή ν' ακούν έξω να στάζει
και πιο μακριά, στην έρημην ακρογιαλιά, να κλαίνε
τα κύματα, σε θλιβερές εναλλαγές, στη νύχτα.
Έμεινε το φθινόπωρο μοναχικό θαμώνας
στο πέλαγος το σιωπηλό των άδειων καθισμάτων,
και στην απόμερη γωνιά, τριγύρω στο τραπέζι,
βουβοί, στο λευκό μάρμαρο, στηρίζουν τον αγκώνα
και κλαιν' οι εφήμεροι έρωτες του περασμένου θέρους.
Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος, "Στοχασμοί και Παραλλαγές", Εκδόσεις των Φίλων 1988
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου