Κάποτε θα μετακομίσω. Θα εγκατασταθώ μονίμως σε
ένα ευρύχωρο παρελθόν δίπλα στη θάλασσα. Το σούρου-
πο θ’ ακούω τον ουρανό να ψιθυρίζει μυστικά στις μο-
λόχες και τα χαμομήλια. Μετά θ’ ανοίγω τα παράθυρα
στις σκιές της νύχτας. Περνούν
τα χρόνια, ασπρίζουν, γίνονται σαν τις λαμπάδες της
Αναστάσεως. Και τι ποιήματα θα γράψεις που θα τα
πάρουνε τα κύματα. Προσπαθώ απλώς να διατηρήσω
μερικά φαντάσματα, όμως το σπίτι είναι γεμάτο χαρα-
μάδες, βγαίνουν στο δρόμο, τα πατάνε τ’ αυτοκίνητα.
Πώς μπορεί να μένει αδιάφορος κανείς μπροστά σε
τόση καταστροφή; Κι όμως, τον περισσότερο καιρό δεν
συλλογίζομαι τίποτε ή θυμάμαι κάτι ξεχαρβαλωμένες
μελωδίες και στεναγμούς αποχαιρετισμών ή παίρνω μια
γομολάστιχα και σβήνω λογαριασμούς που μια ζωή κρα-
τούσα με σχολαστική ακρίβεια. Τότε
έρχεται ένας ηλικιωμένος άντρας με πράο ύφος κι ά-
σπρα μαλλιά, κάθεται διστακτικά στην άκρη του καναπέ
όπως κάνουν πάντα οι φτωχοί. Η ανάσα του μοσχοβο-
λάει άγια σοφία, θέλω να του πω πως έτσι φανταζόμουν
πάντα τη δικαιοσύνη, αλλά φοβάμαι ότι κι οι πιο ανώ-
δυνες λέξεις θα σκοντάψουν στην άτρωτη αμηχανία του.
Του μιλώ απλώς για τα μελλοντικά μου σχέδια και για
τη μετακόμιση, εκείνος ακούει με προσήνεια ώσπου
το σούρουπο γυρίζει σε βαθύ σκοτάδι και δεν διακρίνον-
ται παρά οι καύτρες των τσιγάρων μας. Φεύγει αθόρυβα
ψιθυρίζοντας καληνύχτα κι εγώ ντρέπομαι που μια καλή
φιλία σκέφτηκα προς στιγμήν να την πω δικαιοσύνη.
© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000
Πηγή:http://hellenicpoetry.com/uncategorized/tsaknias/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου