Θα μαζέψω μιαν αγκαλιά σπάρτα, κλωνάρια μυγδαλιάς, να ζεστάνω το μοναχικό σπίτι, τ’ άδειο δωμάτιο. Θα συμμαζέψω τα σκορπισμένα χαρτιά, θα πετάξω τ’ αποτσίγαρα, θα συγυρίσω τ’ ανάρμοστα όνειρα, τις ατίθασες μνήμες. Θα διώξω
τον ίσκιο που ρίχνουν οι λέξεις πάνω στα ποιήματα, τον ίσκιο που ρίχνουν τα ποιήματα πάνω στη δυστυχία, να μείνει ανόθευτο το βράδυ κι η γαλήνη του, κι ο πόνος, γυμνό μαχαίρι, ν’ αστράφτει στο σκοτάδι. Όχι
δεν με τρομάζει το σκοτάδι. Νυχτοβατώ ανάμεσα σε πράγματα που ήταν κάποτε ανθρώπινα κι έγιναν φαντάσματα: ο σκυθρωπός καθρέφτης, η βαρύθυμη καρέκλα, τ’ απαρηγόρητο σκαμνί, η απελπισμένη σιφονιέρα. Όχι
δεν προσπαθώ να σας γελάσω: Αν είναι να ζήσουμε δίχως αυταπάτες, πρέπει να συνηθίσουμε στο πολικό ψύχος ενός μοναχικού σπιτιού, ενός άδειου δωματίου. Γι’ αυτό στρέφομαι στ’ αγριολούλουδα, τα βότανα, τ’ άνθη της σέρας, τα εξημερωμένα φυτά. Είναι κι αυτό ένα άλλοθι, ή μια ακόμη αυταπάτη,
–η τελευταία αυταπάτη. Μη με ρωτήσετε ποιος φταίει, δεν ξέρω ποιον να κατηγορήσω κι αν είναι σκόπιμο ν’ αναζητούμε πάντα κάποιον ένοχο ή κάποιο εξιλαστήριο θύμα ή μήπως είναι απείρως προτιμότερο να ζούμε με την υποψία μιας απέραντης αθωότητας.
Από τη συλλογή Χαμηλό βαρομετρικό (1987)
Πηγή: Σπύρος Τσακνιάς, «ΤΑΠΟΙΗΜΑΤΑ» 1952-1992, σελ.305,
Εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου