Κεριά λάμπας οζράμ η νύχτα σε δρόμους υγιείς
κεριά πολλά στις εκκλησιές
πομποί ασύρματου
ίσια για το Θεό και τους λοιπούς
μα τώρα ώρα δυο μετά μεσημβρίαν
με χιλιάδων κεριών τη δύναμη
φουσκώνουν το δρόμο οι φωνές
της μάζας των διαδηλωτών
οι φλόγες έπαψαν πια να είν’ ευνουχισμένες
ευνουχούν στους ναούς και στα παλάτια
μα εδώ καιν
τις διαταγές των αυλικών
κι από τη στάχτη τους
οι ελπίδες των εργατών –
δεν πάει λοιπόν χαμένη
τόσων σχεδίων η συνουσία.
«Σαράντα αιώνες μας θωρούν»
είπε ο μέγας στρατηλάτης στο στράτευμά του
ο Βοναπάρτης
εμείς δεν ξέρουμε πόσα χρόνια μας κοιτάζουν
πώς να το ξέρουμε μια που δεν έχουμε αυτοκράτορα
κείνο που νιώθουμε
είναι
πως έχουμε δεσμά
που πρέπει να φύγουν
γιατί πονούν
γιατί σφίγγουν
όπως τα δάχτυλα
το ’να με τ’ άλλο
σε σχήμα γροθιάς
η άδεια παλάμη
τη γύμνια της πρέπει να σκεπάσει
σφίγγεται
σφίγγεται το πλήθος
όπως η γάτα
πριν πηδήξει
άμα πηδήξουμε –
ακούστε όμως τώρα
μέσα από τα κλειστά παραθύρια σας
προς τιμήν μας κλεισμένα
το ερωτικό νιαούρισμα:
ερωτευτήκαμε την εξουσία.
Οι δρόμοι στένεψαν
σαν τη χαρά μας
που πλάτυνε
αυτή με τις κραυγές της γεμίζει τον ουρανό
τον πνιγμένο από τα αεροπλάνα
εμείς τώρα τα σηκώνουμε ψηλά
με τον τεράστιο όγκο μας –
αυξάνει το πλήθος
κι η ανθρώπινη μάζα
σαν οχετός
που το νερό των άλλων φαρμακώνει
επειδή έσπασε ξεσπάει την οργή της
την οργή τη δική της
την οργή τη δική μας
κι η οργή εκείνη
ετούτη η οργή
τώρα κυλάει
κυλάει
σιγά
δυνατά
γοργά
κυλάει
και κανείς δε ρωτάει να μάθει
ως πού θα πάει.
Και πιο γλυκιά από τη σάρκα την πιο γλυκιά
είν’ η μυρουδιά των αιτημάτων
που ρίχνονται με τα συνθήματα
από το στόμα των ρητόρων
στη μάζα
την ηχώ των τη ρουφούν
τα κανόνια που κυκλώπεια μας θωρούν
πριν πέσουνε τα βράχια.
Ξαφνικά
κανείς δεν ξέρει ακόμα το γιατί
τρέχουμε
σαν καταρράκτης ανεβαίνουμε τους δρόμους
φιλάμε το σχήμα τους
μαύρο και άσπρο
ολούθε το μαύρο και το άσπρο
και το μακρύ κορμί μας
που γλύφει τους άσπρους τοίχους –
τώρα παρά τη θέλησή μας
τα κοράκια πετούνε χαμηλά.
Μας φωνάζουν οι δρόμοι
πίνουν την αγανάκτησή μας
φωνάζουν οι μακροί δρόμοι
και το γάβγισμα αυτό
απαίσια στ’ αυτιά μας κυματίζει
βατράχια, κοράκια, σκυλιά και κλαξόν μαζί –
πώς γδέρνει τη ζωή μας
όλο το άκουσμα των φωνών
του δρόμου της φυγής
αφάνταστα φριχτές
οι φωνές που φέρνουν
άφιλα
θανατηφόρα φιλιά –
του χάρου το φάντασμα
φωτίζει φοβερά
τους άφρονους φοβητσιάρηδες
φυγάδες.
Παντού παντούθε δρόμους μονάχα βλέπουμε
μπρος και μετά
δεξιά ζερβά δρόμους
δρόμους πλατιούς, στενούς, με ράγιες
με άσφαλτο και χωρίς άσφαλτο
αδιάφορο όλα της πόλης
η σπαρακτική γκριμάτσα
το σαρκαστικό χαμόγελο
στόματος
που τώρα τη φωνή
ακούν μονάχα τα δικά μας τα αυτιά.
Άδικα γυρεύουμε να ξεφύγουμε από τη συντροφιά των σφαιρών
συμφωνία οριζοντίων γραμμών
δρόμοι μολύβι άνθρωποι
ποιος είπε πως οι παράλληλες σμίγονται στο άπειρο
εδώ ενώνονται
κι εδώ δεν είναι τ’ άπειρο
αλλά ανθρώπινα έργα
ας είναι και τόσο άσχημα μασκαρεμένα
τις προσωπίδες πια κανένας δεν τις λογαριάζει
στο χορό των τρελών καμιά φορά πέφτουν
αρκεί η μουσική
κι η ρομβία εκείνων που έχουν λεφτά
παίζει μαζί μας παιχνίδι τρελό
με τους ήχους της
πηδάμε
κορμιά φρεσκοπεσμένα
για πάντα πεσμένα.
Πού είν’ ο αστυφύλακας
για να ρυθμίσει
την κυκλοφορία του αίματος
στα πεζοδρόμια των αρτηριών;
Το αίμα
το κοκκινάδι
πόλης που κοκεταρίστηκε να μας σκοτώσει
το κοκκινάδι
το φτιασίδι
που κρύβει
δρόμους αδύναμους
μετά τη διάλυση
διαδήλωσης
δουλευτάδων.
Ύστερα από τη διάλυση
τόσων πολλών εργατών
γλυκιά που είναι η ατμόσφαιρα
σιγά σιγά ανοίγουν τα κουφώματα
τα παράθυρα
να κι η Τζουλιέτα στο μπαλκόνι
με τη μαμά της
«η τάξις απεκαταστάθη»
κι όσο για την ταραχή τη δική μας
η αφαίμαξη που έγινε
θα μας καταπραΰνει.
Θυμάμαι κείνο το κεφάλι παιδιού
το ’χαν πατήσει
μετά
πήρε πολλή θέση
το μυαλό, τα μάτια, το αίμα
περίεργο
θέλει τάχατες πολύ μεγάλη φαντασία
να καταλάβει κανείς αυτό
του νεκρού τις διαστάσεις;
Τώρα πάλι ακούγονται
οι συνηθισμένες φωνές του δρόμου
πόσο μεγάλη πρέπει να ’ναι η σιωπή
για ν’ ακούγονται πάλι όλα αυτά.
Μα την αλήθεια
εύκολα καμιά φορά διαλύονται τα πλήθη
σαν το νερό γίνεται ποτάμι
εξατμίζεται με τη βροχή
και σταγόνες σταγόνες οι μπάλες
ανοίγουν τις καρδιές
αυτό όμως δεν είν’ αδιακρισία
σε εποχή λογοκρισίας
είναι καλύτερο πιο ριζικό
για να μη γράψουν καθόλου
να χυθούν τα καλαμάρια
όσο για τους λεκέδες
τους στουπώνεις μετά
με λίγα λουλούδια στο νεκροταφείο.
Από τη συλλογή «Γραφή και φως» (Ίκαρος, 1983)
Αναδημοσίευση από:https://kostasvakouftsis.blogspot.com/2018_10_16_archive.html
κεριά πολλά στις εκκλησιές
πομποί ασύρματου
ίσια για το Θεό και τους λοιπούς
μα τώρα ώρα δυο μετά μεσημβρίαν
με χιλιάδων κεριών τη δύναμη
φουσκώνουν το δρόμο οι φωνές
της μάζας των διαδηλωτών
οι φλόγες έπαψαν πια να είν’ ευνουχισμένες
ευνουχούν στους ναούς και στα παλάτια
μα εδώ καιν
τις διαταγές των αυλικών
κι από τη στάχτη τους
οι ελπίδες των εργατών –
δεν πάει λοιπόν χαμένη
τόσων σχεδίων η συνουσία.
«Σαράντα αιώνες μας θωρούν»
είπε ο μέγας στρατηλάτης στο στράτευμά του
ο Βοναπάρτης
εμείς δεν ξέρουμε πόσα χρόνια μας κοιτάζουν
πώς να το ξέρουμε μια που δεν έχουμε αυτοκράτορα
κείνο που νιώθουμε
είναι
πως έχουμε δεσμά
που πρέπει να φύγουν
γιατί πονούν
γιατί σφίγγουν
όπως τα δάχτυλα
το ’να με τ’ άλλο
σε σχήμα γροθιάς
η άδεια παλάμη
τη γύμνια της πρέπει να σκεπάσει
σφίγγεται
σφίγγεται το πλήθος
όπως η γάτα
πριν πηδήξει
άμα πηδήξουμε –
ακούστε όμως τώρα
μέσα από τα κλειστά παραθύρια σας
προς τιμήν μας κλεισμένα
το ερωτικό νιαούρισμα:
ερωτευτήκαμε την εξουσία.
Οι δρόμοι στένεψαν
σαν τη χαρά μας
που πλάτυνε
αυτή με τις κραυγές της γεμίζει τον ουρανό
τον πνιγμένο από τα αεροπλάνα
εμείς τώρα τα σηκώνουμε ψηλά
με τον τεράστιο όγκο μας –
αυξάνει το πλήθος
κι η ανθρώπινη μάζα
σαν οχετός
που το νερό των άλλων φαρμακώνει
επειδή έσπασε ξεσπάει την οργή της
την οργή τη δική της
την οργή τη δική μας
κι η οργή εκείνη
ετούτη η οργή
τώρα κυλάει
κυλάει
σιγά
δυνατά
γοργά
κυλάει
και κανείς δε ρωτάει να μάθει
ως πού θα πάει.
Και πιο γλυκιά από τη σάρκα την πιο γλυκιά
είν’ η μυρουδιά των αιτημάτων
που ρίχνονται με τα συνθήματα
από το στόμα των ρητόρων
στη μάζα
την ηχώ των τη ρουφούν
τα κανόνια που κυκλώπεια μας θωρούν
πριν πέσουνε τα βράχια.
Ξαφνικά
κανείς δεν ξέρει ακόμα το γιατί
τρέχουμε
σαν καταρράκτης ανεβαίνουμε τους δρόμους
φιλάμε το σχήμα τους
μαύρο και άσπρο
ολούθε το μαύρο και το άσπρο
και το μακρύ κορμί μας
που γλύφει τους άσπρους τοίχους –
τώρα παρά τη θέλησή μας
τα κοράκια πετούνε χαμηλά.
Μας φωνάζουν οι δρόμοι
πίνουν την αγανάκτησή μας
φωνάζουν οι μακροί δρόμοι
και το γάβγισμα αυτό
απαίσια στ’ αυτιά μας κυματίζει
βατράχια, κοράκια, σκυλιά και κλαξόν μαζί –
πώς γδέρνει τη ζωή μας
όλο το άκουσμα των φωνών
του δρόμου της φυγής
αφάνταστα φριχτές
οι φωνές που φέρνουν
άφιλα
θανατηφόρα φιλιά –
του χάρου το φάντασμα
φωτίζει φοβερά
τους άφρονους φοβητσιάρηδες
φυγάδες.
Παντού παντούθε δρόμους μονάχα βλέπουμε
μπρος και μετά
δεξιά ζερβά δρόμους
δρόμους πλατιούς, στενούς, με ράγιες
με άσφαλτο και χωρίς άσφαλτο
αδιάφορο όλα της πόλης
η σπαρακτική γκριμάτσα
το σαρκαστικό χαμόγελο
στόματος
που τώρα τη φωνή
ακούν μονάχα τα δικά μας τα αυτιά.
Άδικα γυρεύουμε να ξεφύγουμε από τη συντροφιά των σφαιρών
συμφωνία οριζοντίων γραμμών
δρόμοι μολύβι άνθρωποι
ποιος είπε πως οι παράλληλες σμίγονται στο άπειρο
εδώ ενώνονται
κι εδώ δεν είναι τ’ άπειρο
αλλά ανθρώπινα έργα
ας είναι και τόσο άσχημα μασκαρεμένα
τις προσωπίδες πια κανένας δεν τις λογαριάζει
στο χορό των τρελών καμιά φορά πέφτουν
αρκεί η μουσική
κι η ρομβία εκείνων που έχουν λεφτά
παίζει μαζί μας παιχνίδι τρελό
με τους ήχους της
πηδάμε
κορμιά φρεσκοπεσμένα
για πάντα πεσμένα.
Πού είν’ ο αστυφύλακας
για να ρυθμίσει
την κυκλοφορία του αίματος
στα πεζοδρόμια των αρτηριών;
Το αίμα
το κοκκινάδι
πόλης που κοκεταρίστηκε να μας σκοτώσει
το κοκκινάδι
το φτιασίδι
που κρύβει
δρόμους αδύναμους
μετά τη διάλυση
διαδήλωσης
δουλευτάδων.
Ύστερα από τη διάλυση
τόσων πολλών εργατών
γλυκιά που είναι η ατμόσφαιρα
σιγά σιγά ανοίγουν τα κουφώματα
τα παράθυρα
να κι η Τζουλιέτα στο μπαλκόνι
με τη μαμά της
«η τάξις απεκαταστάθη»
κι όσο για την ταραχή τη δική μας
η αφαίμαξη που έγινε
θα μας καταπραΰνει.
Θυμάμαι κείνο το κεφάλι παιδιού
το ’χαν πατήσει
μετά
πήρε πολλή θέση
το μυαλό, τα μάτια, το αίμα
περίεργο
θέλει τάχατες πολύ μεγάλη φαντασία
να καταλάβει κανείς αυτό
του νεκρού τις διαστάσεις;
Τώρα πάλι ακούγονται
οι συνηθισμένες φωνές του δρόμου
πόσο μεγάλη πρέπει να ’ναι η σιωπή
για ν’ ακούγονται πάλι όλα αυτά.
Μα την αλήθεια
εύκολα καμιά φορά διαλύονται τα πλήθη
σαν το νερό γίνεται ποτάμι
εξατμίζεται με τη βροχή
και σταγόνες σταγόνες οι μπάλες
ανοίγουν τις καρδιές
αυτό όμως δεν είν’ αδιακρισία
σε εποχή λογοκρισίας
είναι καλύτερο πιο ριζικό
για να μη γράψουν καθόλου
να χυθούν τα καλαμάρια
όσο για τους λεκέδες
τους στουπώνεις μετά
με λίγα λουλούδια στο νεκροταφείο.
Από τη συλλογή «Γραφή και φως» (Ίκαρος, 1983)
Αναδημοσίευση από:https://kostasvakouftsis.blogspot.com/2018_10_16_archive.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου