Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Ezra Pound-Canto XIV


Io venni in luogo d’ogni luce muto;


The stench of wet coal, politicians

. . . . . . . . . . e and. . . . . n, their wrists bound to

their ankles,

Standing bare bum,

Faces smeared on their rumps,

wide eye on flat buttock,

Bush hanging for beard,

Addressing crowds through their arse-holes,

Addressing the multitudes in the ooze,

newts, water-slugs, water-maggots,

And with them. . . . . . . r,

a scrupulously clean table-napkin

Tucked under his penis,

and. . . . . . . . . . . m

Who disliked colioquial language,

stiff-starched, but soiled, collars

circumscribing his legs,

The pimply and hairy skin

pushing over the collar’s edge,

Profiteers drinking blood sweetened with sh-t,

And behind them. . . . . . f and the financiers

lashing them with steel wires.


And the betrayers of language

. . . . . . n and the press gang

And those who had lied for hire;

the perverts, the perverters of language,

the perverts, who have set money-lust

Before the pleasures of the senses;


howling, as of a hen-yard in a printing-house,

the clatter of presses,

the blowing of dry dust and stray paper,

fretor, sweat, the stench of stale oranges,

dung, last cess-pool of the universe,

mysterium, acid of sulphur,

the pusillanimous, raging;

plunging jewels in mud,

and howling to find them unstained;

sadic mothers driving their daughters to bed with decrepitude,

sows eating their litters,

and here the placard ΕΙΚΩΝ ΓΗΣ,

and here: THE PERSONNEL CHANGES,


melting like dirty wax,

decayed candles, the bums sinking lower,

faces submerged under hams,

And in the ooze under them,

reversed, foot-palm to foot-palm,

hand-palm to hand-palm, the agents provocateurs

The murderers of Pearse and MacDonagh,

Captain H. the chief torturer;

The petrified turd that was Verres,

bigots, Calvin and St. Clement of Alexandria!

black-beetles, burrowing into the sh-t,

The soil a decrepitude, the ooze full of morsels,

lost contours, erosions.


Above the hell-rot

the great arse-hole,

broken with piles,

hanging stalactites,

greasy as sky over Westminster,

the invisible, many English,

the place lacking in interest,

last squalor, utter decrepitude,

the vice-crusaders, fahrting through silk,

waving the Christian symbols,

. . . . . . . . frigging a tin penny whistle,

Flies carrying news, harpies dripping sh-t through the air.


The slough of unamiable liars,

bog of stupidities,

malevolent stupidities, and stupidities,

the soil living pus, full of vermin,

dead maggots begetting live maggots,

slum owners,

usurers squeezing crab-lice, pandars to authori

pets-de-loup, sitting on piles of stone books,

obscuring the texts with philology,

hiding them under their persons,

the air without refuge of silence,

the drift of lice, teething,

and above it the mouthing of orators,

the arse-belching of preachers.

And Invidia,

the corruptio, fretor, fungus,

liquid animals, melted ossifications,

slow rot, fretid combustion,

chewed cigar-butts, without dignity, without tragedy

. . . . .m Episcopus, waving a condom full of black-beetles,

monopolists, obstructors of knowledge.

obstructors of distribution.


Ezra Pound (1885-1972)

.....................................................................................................................................................................

Κάντο ΧIV

Io venni in luogo d’ogni luce muto ; (Έφτασα σ’ ένα μέρος βουβό από φως)


Βρώμα από βρεγμένο κάρβουνο, οι πολιτικάντηδες
….ε και ….ν, με τους καρπούς των χεριών τους δεμένους
στα σφυρά,
να στέκονται γυμνόκωλοι,
μούρες πασαλειμμένες στα πισινά τους,
διάπλατο μάτι σε πλακωτά κωλομέρια,
να κρέμονται τρίχες αντί για γένια,
να μιλάνε στις συγκεντρώσεις με τις κωλοτρυπίδες τους,
ν’ απευθύνονται στα πλήθη του βορβόρου,
σαλαμάνδρες, νεροσάλιαγκες, νεροσκούληκα,
κι ανάμεσά τους ο ….ρ,
μια πεντακάθαρη πετσέτα φαγητού
χωμένη κάτω από το πέος του,
και ο ….μ
που σιχαινόταν τη δημοτική γλώσσα,
κολλαριστοί, αλλά βρώμικοι, γιακάδες
που του περιορίζουν τα πόδια,
και το σπυριασμένο δέρμα όλο τρίχες
πιέζει τις άκρες του γιακά,
κερδοσκόποι που πίνουν αίμα γλυκασμένο με σκατό,
και πίσω τους ο ….φ και οι οικονομολόγοι
με συρματόσκοινα να τους χτυπούν.
Και οι προδότες της γλώσσας
ο ….ν και η συμμορία του τύπου
και κείνοι πού ‘λεγαν ψέματα επ’ αμοιβή,
οι διεστραμμένοι, οι διαστροφείς της γλώσσας,
οι διεστραμμένοι, που βάζουν την ασέλγεια του χρήματος
πάνω απ’ τις απολαύσεις των αισθήσεων ΄
στριγκλίζουν, σαν κακαρίσματα τυπογραφείου,
πάταγος πιεστηρίου,
φύσημα σκόνης και χαρτιών που πετούν,
ιδρώτας, βρώμα και δυσωδία από σάπια πορτοκάλια,
κοπριά, τελικός βόθρος του σύμπαντος,
mysterium, θειάφι,
κι ο μικρόψυχος, να ’χει λυσσάξει·
να βουτάει διαμάντια στη λάσπη,
και να ουρλιάζει που τα βρίσκει πεντακάθαρα·
μανάδες σαδίστριες που σπρώχνουν τις κόρες τους
να πλαγιάσουν με χούφταλα,
γουρούνες που τρώνε τα νιογέννητά τους
κι εδώ η επιγραφή ΕΙΚΩΝ ΓΗΣ,
κι εδώ: ΑΛΛΑΓΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
αναλιγώνονται σαν πρόστυχο κερί,
λειωμένα κεριά, οι γλουτοί να βουλιάζουν όλο και πιο χαμηλά,
πρόσωπα που βουτάνε κάτω από χοιρομέρια,
και μες στη λάσπη αποκάτω τους,
γυρισμένοι ανάποδα, πατούσα με πατούσα,
παλάμη με παλάμη, οι πράχτορες προβοκάτορες
οι δολοφόνοι του Πίαρς και του Μακντόουναφ,
ο Λοχαγός Χ. ο αρχιβασανιστής΄
το πετρωμένο σκατό που ήταν ο Βέρρης,
οι μισαλλόδοξοι, ο Καλβίνος και
ο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς!
Κατσαρίδες, που χώνονται μες στο σκατό,
μαραγκιασμένο το χώμα, η λάσπη κομμάτια – κομμάτια,
χαμένα περιγράμματα, διαβρώσεις.
Πάνω απ’ τη σαπίλα της κόλασης
η μεγάλη κωλοτρυπίδα,
πνιγμένη στις αιμορροΐδες,
κρεμαστοί σταλακτίτες,
λιγδεροί σαν τον ουρανό πάνω απ’ το Ουέστμινστερ,
οι αφανείς, πολλοί Άγγλοι,
ο τόπος χωρίς ενδιαφέρον,
τελευταίος βούρκος, ύστατο ξεχαρβάλωμα,
οι αντισταυροφόροι, να πορδίζουν μες στο μετάξι,
να ανεμίζουν τα Χριστιανικά σύμβολα,
…να μαλακίζουν μια τσίγκινη σφυρίχτρα της δεκάρας,
μύγες που μεταφέρουν ειδήσεις, άρπυιες
να τσιρλίζουν στον αέρα,
ο βούρκος με τους πρόστυχους ψεύτες,
βόρβορος ηλιθιοτήτων,
μοχθηρές ηλιθιότητες, και ηλιθιότητες,
το χώμα ζωντανό πύο, γεμάτο από βρωμερά ζωύφια,
ψόφια σκουλήκια που γεννούν ζωντανά σκουλήκια,
φτωχονοικοκυραίοι,
τοκογλύφοι που ζουλάνε μουνόψειρες,
νταβατζήδες της εξουσίας,
pets-de-loup, καθισμένοι πάνω σε στοίβες
πέτρινα βιβλία,
σκεπάζουν με φιλολογία τα κείμενα,
και τα κρύβουν κάτω απ’ το σώμα τους,
ο αέρας χωρίς το καταφύγιο της σιωπής,
κοπάδι ψείρες που βγάζουν δόντια,
και πάνω απ’ όλα αυτά ο στόμφος των ρητόρων,
το κωλορέψιμο των φαρισαίων.
Και invidia,
Η corruptio, βρώμα, φαρμακερό μανιτάρι,
ρευστά ζώα, λειωμένες οστεώσεις,
αργή αποσύνθεση, βρωμερό κάψιμο,
γόπες από πούρα μασημένες, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς τραγωδία,
ο ….m Episcopus, ανεμίζει ένα προφυλακτικό γεμάτο κατσαρίδες,
οι μονοπωλιστές, αυτοί που εμποδίζουν τη γνώση,
αυτοί που εμποδίζουν την κατανομή.


Μετάφραση: Ηλίας Κυζηράκος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου