Στην πληκτική, κατάξερη και γκρίζαν εξοχή
σε μια μικρούλα κάμαρα μ΄ ασπροβαμμένους τοίχους
εχθές ο Μάριος πέθανε, τ΄ ασθενικό παιδί
ξάφνου καθώς εδιάβαζεν κάποιο βιβλίο με στίχους.
Ήταν ένα παράξενο παιδί, χλωμό πολύ
βραδύγλωσσο κι ιδιότροπο και πάντα είχε τη σκέψη
να φύγει από το σπίτι του με κάποιο φορτηγό
πλοίαρχος να γίνει και πολύ μακριά να ταξιδέψει.
Κι όμως από το σπίτι του δεν έφυγε ποτέ
κι όταν κινούσε του ΄βρισκαν πάντοτε μιάν αιτία
και τη βαλίτσα του έλυνε σαν πάντα σκυθρωπός
ενώ οι δικοί τον πείραζαν και του ΄λεγαν αστεία.
Κι αυτός που ΄χε παράξενη κι αισθαντική ψυχή
γιομάτη από των μακρινών μερών τη γοητεία
κλεισμένος σ΄ ένα σκοτεινό γραφείο και πνιγερό
κρατώντας, εκουράστηκε, λογιστικά βιβλία.
Κι έξαφνα χθες επέθανε στη θλιβερή εξοχή
διαβάζοντας ένα παλιό βιβλίο γεμάτο στίχους.
Ήτανε βράδυ κι έπεφτε παράξενα το φως
του ηλεκτρικού στους παγερούς, ασπροβαμμένους τοίχους.
Θεέ μου λέν οι άνθρωποι πως εισ’ έτσι καλός
και δίνεις κάτι όταν κανείς με πίστη στο ζητήσει.
Άκου μια χάρη που ζητώ από σέ γονατιστός
γι΄ αυτόν που δεν εμπόρεσε τη ζήση του να ζήσει.
Στη λίμνη εκεί του Αχέροντα με τα θολά νερά
που απάνω τους του Χάροντα το μαύρο ακάτι οδεύει
άκουσε Θέ μου κι άσε τον εκεί παντοτινά
«Δόκιμο πλοίαρχο», άσε τον εκεί να ταξιδεύει.
Κι έτσι ως το ακάτιο θα περνά τη λίμνη τη θολή
κι αυτός ορθός θα κάθεται κρατώντας το τιμόνι,
- ο Χάρος όπως πάντοτε θα στέκει στα κουπιά -
θα ξεγιελιέται και θα λέει στη Μάλτα πως ζυγώνει.
Θεέ μου απόψε η λύπη μου έγινε αβάσταχτη πολύ
κι έτσι βαριά κι αθέλητα κατέβηκε στα χείλη
κι έγινε ετούτη η προσευχή που αν φθασ΄ ίσαμε σε
θα μοιάζει ήχο παράφωνο που βγαίνει από κοχύλι.
Πηγή: ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΤΙΜΟΝΙΕΡΗ, ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου