Τετάρτη 7 Ιουλίου 2021

Arthur Rimbaud-Ποιήματα

 Άλλοτε αν θυμάμαι....



Παλιά, αν θυμάμαι καλά, η ζωή μου ήταν ένας παράδεισος, 
άνθιζαν όλα τα αισθήματα 
έρεε από παντού κρασί
  
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου 
και τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα 
οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη 
Δραπέτευσα
  
Μάγισσες, μιζέρια, μίσος 
εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου 
κατόρθωσα να σβήσω απ' τα λογικά μου 
κάθε ελπίδα ανθρώπινη
  
Με ύπουλο σάλτο 
χίμηξα σα θηρίο 
πάνω σ' όλες τις χαρές 
να τις κατασπαράξω
  
Επικαλέστηκα τους δήμιους 
να δαγκάσω πεθαίνοντας 
τα κοντάκια των όπλων τους
  
Επικαλέστηκα κάθε οργή και μάστιγα 
να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο 
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου
  
Κυλίστηκα στη λάσπη 
στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος 
ξεγέλασα την τρέλα
  
Και η άνοιξη μου πρόσφερε 
το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.
  
Τον τελευταίο καιρό λοιπόν καθώς ήμουν έτοιμος να τα 
βροντήξω όλα κάτω, σκέφτηκα να αναζητήσω το μυστικό του 
αρχαίου παραδείσου. Μήπως και ξαναβρώ το κέφι μου. 
Το μυστικό βρίσκεται στο έλεος. 
Μη, μη με κοιτάζεις έτσι άγρια καλέ μου σατανά. 
Και επειδή κάποιες μικρές ατιμίες μου δεν θα λείψουν, 
για σένα που εκτιμάς τους συγγραφείς χωρίς περιγραφές και διδαχές, 
για σένα, αποσπώ αυτά τα βρωμερά φύλλα από το σημειωματάριο ενός κολασμένου.



Θάνος Μικρούτσικος - Αφήγηση Γιώργος Κιμούλης






Γιάννης Αγγελάκας - Γιώργος Καρράς




ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Γιατί δεν με βοηθάει ο Χριστός να βρω γαλήνη ψυχική και ελευθερία; Αλίμονο! το Ευαγγέλιο είναι παρελθόν! το Ευαγγέλιο! το Ευαγγέλιο. Πείνασα τον Θεό. Στο περιθώριο ήμουν πάντα. Και οι πολιτείες έλαμπαν μέσα στη νύχτα. Γυρίζω σελίδα, εγκαταλείπω την Ευρώπη. Θαλασσινός αέρας θα κάψει τα πνευμόνια μου, στα ξωτικά κλίματα θα σκληραγωγηθώ. Θα κολυμπάω, θα κυλιέμαι στο χορτάρι, θα κυνηγώ, και πάνω απ' όλα θα καπνίζω, θα πίνω δυνατά ποτά όπως οι πρόγονοί μας. Κι ύστερα θα γυρίσω, μ' ατσαλένιο το κορμί και μαυρισμένος, με μάτια που θα σπιθοβολούν. Θα 'χω χρυσάφι και θα ζω μέσα στην τεμπελιά, και μεσ' στην κτηνωδίαν. Ναι, θα αναμειχθώ στην πολιτική και θα σωθώ. Καμιά αναχώρηση. Πίσω στους ίδιους δρόμους, κουβαλώντας αμαρτίες που από την ηλικία της λογικής ρίζωσαν μέσα μου τον πόνο και φτάνουν ως τον ουρανό, με κτυπούν, με ρίχνουν κάτω, με σέρνουνε στο χώμα. Η τελευταία αθωότητα, η τελευταία ντροπή. Όχι, πάει, τέλειωσε. Δεν θα περιφέρω στον κόσμο την αηδία και τις απογοητεύσεις μου. Εμπρός! Στο ζυγό, υποταγή, ερημιά, πλήξη και θυμός. Ακούω, τίνος να γίνω μισθοφόρος; Ποιο κτήνος να λατρέψω; Πείτε μου, πιο εικόνισμα να καταστρέψω; Τίνος να ραγίσω την καρδιά; Από πιο ψέμα να πιαστώ; Πάνω σε πιο αίμα να βαδίσω; Όχι, όχι, καλύτερα να μην μπλέξω με την δικαιοσύνη. Σκληρή ζωή, σκέτη αποβλάκωση. Με σκελετωμένο χέρι ξεσκεπάζεις το φέρετρο, ξαπλώνεις μέσα και πεθαίνεις από ασφυξία.. Έτσι, ούτε γεράματα ούτε κανένας κίνδυνος. Παρατημένος, εδώ κάτω στη γη.
De Profundis Domine, τι ανόητος που είμαι!


Γιατί δεν με βοηθάει ο Χριστός - Αφήγησή Γιώργος Κιμούλης


Παιδάκι ακόμα θαύμαζα τον αμετανόητο κατάδικο, εκείνον που μπαινοβγαίνει στα κάτεργα. Σύχναζα στα πανδοχεία και στα επιπλωμένα δωμάτια, τα καθαγιασμένα από την διαμονή του. Με τα μάτια του έβλεπα το γαλάζιο ουρανό και φανταζόμουνα τη μοίρα του στις πόλεις. Άγιος οδοιπόρος! Μοναδικός μάρτυρας της δόξας του, και της δικαίωσης του. Μέσα στους δρόμους, τις χειμωνιάτικες νύχτες, χωρίς κατάλυμα, χωρίς ρούχα, χωρίς ψωμί, μια φωνή έσφιγγε την παγωμένη μου καρδιά: "Αδυναμία ή δύναμη; Δύναμη! Δύναμη! Βαδίζεις χωρίς να ξέρεις το που και το γιατί. Μπαίνεις παντού, απαντάς σε όλα. Όταν είσαι πτώμα δεν κινδυνεύεις να σε σκοτώσουν". Στις πόλεις η λάσπη, μου φάνηκε ξαφνικά κόκκινη και μαύρη. Καλό σημάδι! φώναξα αντικρίζοντας στον ουρανό μια θάλασσα φλόγες και καπνό, και από δεξιά και αριστερά, λαμπάδιαζαν όλα τα πλούτη, λες και έπεφταν χιλιάδες κεραυνοί. Μα η απόλαυση κι η  συντροφιά των γυναικών μου απαγορεύτηκαν. Ούτε ένας φίλος. Έβλεπα τον εαυτό μου αντιμέτωπο με ένα εξαγριωμένο πλήθος, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Θρηνούσε για μια συμφορά ακατανόητη για τους άλλους και τους έδινε άφεση! -  Όπως η Ιωάννα της Λωρραίνης! -  "Άγιοι πατέρες, σοφοί διδάσκαλοι, άρχοντες μου, κακώς με παραδίδετε στη δικαιοσύνη. Δεν έχω καμιά σχέση με όλους αυτούς εγώ, ποτέ μου δεν υπήρξα χριστιανός. Τη γενιά μου τη βασάνιζαν και τραγουδούσε. Δεν καταλαβαίνω από νόμους. Η ηθική, μου είναι άγνωστη. Είμαι κτήνος: Κάνετε λάθος..." Ναι, αποστρέφω το βλέμμα από το δικό σας φως. Είμαι κτήνος. Ναι, είμαι αράπης. Μα θα μπορούσα να σωθώ. Εσείς, εσείς οι μανιακοί, οι αγροίκοι, οι τσιφούτηδες, εσείς, εσείς είστε αράπηδες. Έμπορα είσαι αράπης, δικαστή είσαι αράπης, στρατηγέ είσαι αράπης. Αυτόν το λαό τον κυβερνά ο πυρετός και ο καρκίνος. Το πιο έξυπνο θα ήτανε να εγκαταλείψω αυτή την ήπειρο, όπου η τρέλα περιφέρετε στους δρόμους, κρατώντας ομήρους αυτούς τους άθλιους. Εισέρχομαι στο αληθινό βασίλειο του Χαμ. Θα ξέρω που βρίσκομαι; θα ξέρω ποιος είμαι; Φτάνει πια οι λέξεις. Στην κοιλιά μου ενταφιάζω τους νεκρούς. Κραυγιές, τύμπανα και χορός, χορός, χορός. Δεν βλέπω την ώρα να αποβιβαστούν οι λευκοί, για να εκμηδενιστώ κι εγώ. Πείνα, δίψα, κραυγές και χορός, χορός, χορός, χορός!



Παιδάκι ακόμα - Αφήγηση Γ. Κιμούλης



Νύχτα κόλασης

Κατάπια μια γερή δόση δηλητήριο. - Ευλογημένη η συμβουλή που μου δόθηκε!. - 
Τα σπλάχνα μου καίγονται. Το φαρμάκι με παραμορφώνει, με ρίχνει κάτω.
Πεθαίνω από δίψα, σκάω, πνίγεται η φωνή μου. Κόλαση, αιώνια τιμωρία! Φλόγες από παντού φουντώνουμε, καίγομαι όπως μου πρέπει, δαίμονα στρίβε!
Διέκρινα την στροφή προς το καλό, την ευτυχία, την σωτηρία. Πως να περιγράψω όμως το όραμα, η ατμόσφαιρα της κόλασης δεν ανέχεται ύμνους!
Χιλιάδες γοητευτικές υπάρξεις, μία αρμονική πνευματική σύμπνοια, η δύναμη, η γαλήνη, οι ευγενείς φιλοδοξίες μου, δεν ξέρω, οι ευγενείς φιλοδοξίες, άρα είμαι ακόμα ζωντανός. Λες αυτή να είναι η αιώνια καταδίκη; 
Όποιος θέλει να αυτοκαταστραφεί είναι σίγουρα καταδικασμένος, έτσι δεν είναι;
Νομίζω ότι βρίσκομαι στην κόλαση, άρα βρίσκομαι. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της κατήχησης. 
Είμαι σκλάβος του βαπτίσματός μου. Γονείς, είστε υπαίτιοι της δυστυχίας μου και της δυστυχίας σας. 
Τι χαζός που 'μαι! - Τους ειδωλολάτρες δεν τους αγγίζει η κόλαση.-  Ω είμαι ακόμα ζωντανός! Αργότερα οι απολαύσεις της κόλασης θα είναι μεγαλύτερες. Ένα έγκλημα, γρήγορα, ένα έγκλημα, να περάσω στην ανυπαρξία όπως ορίζει ο ανθρώπινος νόμος.
Πάψε, πάψε! Ντροπή, αίσχος πια, φτάνει!
Με γέμισαν ψέματά, φτηνά αρώματα και ανόητες μουσικές. 
Νάτος πάλι ο σατανάς να λέει ότι κατέχω την αλήθεια, ότι βλέπω το δίκιο, ότι η κρίση μου είναι ορθή και σταθερή, ότι είμαι έτοιμος για την τελείωση.... Τι έπαρση. Έλεος!
Κύριε φοβάμαι. Διψάω πολύ, διψάω! 
Μα δεν υπάρχουν εκεί πέρα άλλες ψυχές να θέλουν το καλό μου; 
Ελάτε, Ελάτε.... Ένα μαξιλάρι μου φράζει το στόμα. Ελάτε, δεν μ' ακούν, φαντάσματα θα 'ναι.
Εξάλλου ποιος σκέφτεται ποτέ τον άλλον. Μη πλησιάζετε. Μυρίζω καμμένη σάρκα. 
Ψευδαισθήσεις, ψευδαισθήσεις, πολλές ψευδαισθήσεις, αναρίθμητες ψευδαισθήσεις, πάντα με βασάνιζαν οι ψευδαισθήσεις. Καμία πίστη στην ιστορία. Αδιαφορία για τις ηθικές αρχές. Δεν θα ξαναμιλήσω πια για αυτά. Όλοι οι ποιητές και οραματιστές θα με ζηλέψουν. 
Είμαι χίλιες φορές πιο πλούσιος. 
Κοίτα! Το ρολόι της ζωής σταμάτησε πριν από λίγο. Δεν βρίσκομαι πια στον κόσμο. - Η θεολογία τελικά είναι ακριβής, σίγουρα η κόλαση βρίσκεται κάτω και ο ουρανός απάνω.- Έκσταση, εφιάλτης. Σατανά, βελζεβούλη στρίβε, και συ και το διαβολογοσογό σου.... Ο Ιησούς βαδίζει πάνω σε πορφυρένιες αγκαθιές χωρίς να τις λυγίζει..... Ο Ιησούς βάδισε πάνω στα κύματα.
Θα αποκαλύψω όλα τα μυστήρια. Μυστήρια θρησκευτικά ή φυσικά, θάνατος, γέννηση, μέλλον, παρελθόν, κοσμογονία, χάος. Είμαι αριστοτέχνης μάγος.
Ακούστε!... 
Ξέρω όλα τα κόλπα! - Ακούστε, δεν είναι κανείς εδώ; Κι όμως κάποιος είναι, δεν θέλω να αποκαλύψω όλα τα μυστικά μου. - Τι θέλετε; Θέλετε νέγρικα τραγούδια; θέλετε να εξαφανιστώ, να βουτήξω να βρω το δαχτυλίδι; Θέλετε; Να φτιάξω χρυσάφι, ελιξήρια;
Πιστέψτε με, πιστέψτε με, η πίστη σ' ελευθερώνει, δείχνει το δρόμο, σε γιατρεύει. 
Ελάτε όλοι και τα μικρά παιδιά, ελάτε να σας παρηγορήσω, ελάτε κάποιος να σας ανοίξει την καρδιά του, την καρδιά μου! Ελάτε. Ανθρωπάκια, μεροκαματιάρηδες! Δεν θέλω προσευχές, μόνο η  εμπιστοσύνη σας θα μ' έκανε ευτυχισμένο.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως σε μένα, εδώ κάτω. Δεν νοσταλγώ και πολύ τον κόσμο. Είμαι τυχερός που δεν υποφέρω πια. Η ζωή μου ήταν τρελή. Κρίμα! 
Σκασίλα μου. Ελάτε τώρα να κάνουμε τις πιο απίθανες γκριμάτσες. 
Είναι σίγουρο, βρισκόμαστε έξω απ' τον κόσμο. Κανένας ήχος πια. Η αφή έχει χαθεί. Κουράστηκα! Πεθαίνω από εξάντληση. Είμαι στον τάφο, τροφή των σκουληκιών, η φρίκη, της φρίκης! Σατανά, όλο φάρσες κάνεις, πας να με διαλύσεις με τα μάγια σου. Διαμαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι.
Επανέρχομαι στη ζωή! Και αντικρίζω τα χάλια μας. Και αυτό το δηλητήριο, αυτό το καταραμένο φιλί! Είμαι αδύναμος μπροστά στην αγριότητα του κόσμου! Έλεος, Κρύψε με θεέ μου, κρύψε με, κρύψε με καταρρέω, κρύψε με, κρύψε με! Είμαι κρυμμένος και δεν κρύβομαι.




Νύχτα κόλασης - αφήγηση Γ. Κιμούλης




ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑΤΑ Ι 

ΜΩΡΑ ΠΑΡΘΕΝΟΣ 

Ο ΚΑΤΑΧΘΟΝΙΟΣ ΝΥΜΦΙΟΣ



Ας ακούσουμε την εξομολόγηση ενός συντρόφου από την κόλαση : 
" Νυμφίε θεϊκέ, Κύριέ μου, δέξου την εξομολόγηση της πιο αθλίας δούλης σου, Πήρα την οδό της απωλείας. Είμαι άσωτη. Είμαι ακάθαρτη. Τι ζωή!
Συγχώρα με, επουράνιε Θεέ, συγχώρα με! Αχ, συγχώρεσέ με! Πόσα δάκρυα! Που μακάρι ποτέ να μην στερέψουν! 
Αργότερα θα γνωρίσω το θεϊκό Νυμφίο! Γεννήθηκα δούλη του. - Τώρα ο άλλος μπορεί να με δέρνει! 
Για την ώρα βρίσκομαι στην άβυσσο! Φίλες μου!... Όχι, όχι, δεν είστε φίλες μου!... 
Τέτοια παραληρήματα, τέτοια μαρτύρια, ποτέ μου.... Τι βλακεία! 
Αχ! υποφέρω, ουρλιάζω. Αληθινά υποφέρω. Αλλά σ' εμένα, εμένα που με καταφρονούν και οι πιο καταφρονεμένες ψυχές, όλα επιτρέπονται. 
Τέλος πάντων, θα κάνω για χιλιοστή φορά αυτή την εκμυστήρευση, αυτή την θλιβερή, την τόσο ασήμαντη! 
Είμαι σκλάβα του καταχθόνιου Νυμφίου, Εκείνου που οδήγησε τις μωρές παρθένες στην απώλεια. Σίγουρα πρόκειται γι' αυτόν το δαίμονα. Δεν είναι ίσκιος, ούτε φάντασμα. Όμως εμένα την κολασμένη, μέσα στη μωρία μου, μ' έχουν για πεθαμένη - έτσι δεν θα με σκοτώσουν! - Πως να σας το περιγράψω! Ξέχασα πια και να μιλώ. Πενθώ, θρηνώ, φοβάμαι. Λίγη δροσιά, Κύριε, σε παρακαλώ, σε θερμοπαρακαλώ!
Είμαι μόνη... - Ήμουν μόνη... - και βέβαια ήμουν σοβαρή παλιά, μα δεν γεννήθηκα και για να μαραγκιάσω!...Εκείνος, σχεδόν παιδί... Με τις κρυφές του χάρες με σαγήνεψε. Παράτησα τα πάντα για να τον ακολουθήσω. Ζωή κι αυτή! Η πραγματικότητα είναι απούσα. Δεν είμαστε πια στον κόσμο. Πηγαίνω όπου πηγαίνει εκείνος, ας κάνω κι αλλιώς. Πολλά φορές ξεσπάει πάνω μου με λύσσα, πάνω σ' εμένα, εμένα την έρμη. Ο Δαίμονας! - Είναι Δαίμονας, ξέρετε, δεν είναι άνθρωπος".
Λέει : "Δεν τις γουστάρω τις γυναίκες. Τον έρωτα πρέπει να τον επινοήσουμε απ' την αρχή, γνωστό αυτό. Το μόνο που θέλουν τώρα πια οι γυναίκες είναι η εξασφάλιση. Και όταν την πετύχουν, αίσθημα και ομορφιά πάνε περίπατο : ό,τι  συντηρεί το γάμο σήμερα είναι η ψυχρή αδιαφορία. Βλέπω γυναίκες που θα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένες  και θα τα πήγαινα μια χαρά μαζί τους, να τις κατασπαράζουν με την πρώτη κάτι κτήνη, σκέτα γομάρια..." 
Στο στόμα του η βρισιά γίνεται έπαινος, η αγριότητα γοητεία, "Η γενιά μου χάνεται στο χρόνο, οι πρόγονοί μου ήταν Σκανδιναβοί : τρυπούσαν ο ένας τα πλευρά του άλλου, έπιναν το αίμα τους. - Θα χαράξω όλο μου το κορμί, θα κάνω τατουάζ, θέλω να γίνω αποτρόπαιος σαν Μογγόλος, θα δεις, θα ουρλιάζω στους δρόμους. Θέλω να φρυάξω από την λύσσα μου. Μη μου δείξεις ποτέ τιμαλφή, θα κυλιστώ στο χαλί και θα σφαδάζω. Το θησαυρό μου θα τον ήθελα κηλιδωμένο με αίμα. Εγώ ποτέ δεν θα δουλέψω..."





Γιώργος Χριστιανάκης - Παραληρήματα Ι 


ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑΤΑ ΙΙ

ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ



Σειρά μου. Θα ιστορήσω μια τρέλα μου. 
Χρόνια κόμπαζα πως δεν υπήρχε εικόνα που να μην τη γνωρίζω και χλεύαζα τις διασημότητες της σύγχρονης ζωγραφικής και ποίησης. 
Μου άρεσαν οι αφελείς ζωγραφιές, τα υπέρθυρα, τα σκηνικά, οι μπερντέδες των σαλτιμπάγκων, οι επιγραφές, οι λαϊκές εικονογραφήσεις· η παλιοκαιρίσια λογοτεχνία, λατινικά της εκκλησίας, ανορθόγραφες ερωτικές φυλλάδες, ρομάντζα των προπαππούδων μας· τα παραμύθια με νεράιδες, τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλιές όπερες, τα σαχλά ρεφρέν, οι απλοϊκοί σκοποί. 
Ονειρευόμουν σταυροφορίες, ταξίδια εξερευνητών που χάνονται τα ίχνη τους, δημοκρατίες στο πουθενά, θρησκευτικούς πολέμους που δεν ξέσπασαν, επαναστάσεις ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων: σ’ όλα τα μάγια πίστευα. 
Επινόησα το χρώμα των φωνηέντων! – Α μαύρο, Ε λευκό, Ι κόκκινο, Ο γαλάζιο, ΟΥ πράσινο. – Καθόρισα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου και καυχήθηκα πως με ένστικτους ρυθμούς ανακάλυψα έναν ποιητικό λόγο που κάποια μέρα θα είναι προσιτός σε όλες τις αισθήσεις. Τα δικαιώματα της μετάφρασης δικά μου. 
Στην αρχή ήταν μια άσκηση: κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το άφατο. Καθήλωνα ιλίγγους.

----

Μακριά από κοπάδια, πουλιά και κοπελιές 
Τι έπινα γονατιστός στα ρείκια 
Ανάμεσα στις λυγερές τις φουντουκιές 
Στου απομεσήμερου το σύθαμπο το πράσινο και το νωθρό; 
Τι να πιω απ’ τον Ουάζ το νιο ποτάμι 
-Βουβές φτελιές, γυμνό χορτάρι, συννεφιάζει!- 
Από φλάσκες κίτρινες να πιω σε ξένα μέρη 
Χρυσάφι υγρό που κάνει το κορμί ν’ ασπαίρει. 
Ύποπτο σήμα πανδοχείου εγώ. 
-Η θύελλα έκρυψε τον ουρανό. Το βράδυ 
Σε αμμουδιά παρθένα χανόταν του δάσους το νερό 
Μια θεοποντή έριχνε στους νερόλακκους χαλάζι 
Κλαίγοντας, έβλεπα το χρυσάφι – μα δεν μπόρεσα να πιω. –

----

Καλοκαίρι τέσσερις το χάραμα 
Στου έρωτα τον ύπνο βυθισμένοι 
Το δασάκι στην αχνοβολή τη μυρωμένη 
Από το νυχτερινό ξεφάντωμα. 
Πέρα εκεί, στο ξυλουργείο το αχανές 
Στων Εσπερίδων την ανατολή 
Πηγαινοέρχονται ανασκουμπωμένοι 
Οι Μαραγκοί. 
Μες στων νεφών τις Ερημιές και τη γαλήνη 
Θόλους λαμπρούς θα στήσουν 
Όπου οι άνθρωποι
Ψεύτικους ουρανούς θα ζωγραφίσουν. 
Α! τι Τεχνίτες λεβεντιά 
Στη Βαβυλώνα υπήκοοι κάποιου βασιλιά 
Λίγο, για χάρη τους, Αφροδίτη 
Τους στεφανωμένους εραστές ν’ αφήσεις. 
Των Εραστών Βασίλισσα εσύ 
Κέρασε τους εργάτες με ρακή 
Να ανασάνουν λίγο απ’ τη δουλειά 
Ώσπου το μεσημέρι στη θάλασσα να βρουν δροσιά.

----

Οι απαρχαιωμένοι ποιητικοί τρόποι είχαν μεγάλο μερίδιο στην αλχημεία του λόγου μου. 
Αφέθηκα στης στιγμής την παραίσθηση: έβλεπα στ’ αλήθεια ένα τζαμί εκεί όπου βρίσκεται ένα εργοστάσιο, μαθητευόμενους τυμπανιστές αγγέλους, άμαξες σε ουράνιες λεωφόρους, ένα σαλόνι στο βυθό μιας λίμνης· τέρατα, μυστήρια· ο τίτλος μιας ελαφριάς κωμωδίας ξυπνούσε μέσα μου τον τρόμο. 
Ύστερα εξηγούσα τις μαγικές σοφιστείες μου με λεκτικές παραισθήσεις! 
Έφτασα να θεοποιώ την πνευματική μου σύγχυση. Ζούσα στην απραξία, βυθισμένος στη νάρκη: ζήλευα τη μακαριότητα των ζώων – τις κάμπιες που συμβολίζουν την αθωότητα των νηπίων που πέθαναν αβάπτιστα, τους ασπάλακες, τον ύπνο των παρθένων! 
Ο χαρακτήρας μου χειροτέρευε. Αποχαιρετούσα τον κόσμο με κάτι σαν ρομάντζες:



ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΙΟ ΨΗΛΟ ΠΥΡΓΟ

Θέλω να ’ρθει τώρα 
Του έρωτα η ώρα. 
Έκανα τόση υπομονή 
Κι η λησμονιά παντοτινή. 
Φόβοι, καημοί και θλίψη 
Φεύγουν στα ουράνια ύψη. 
Από μια δίψα νοσηρή 
Το αίμα μου έγινε χολή. 
Θέλω νά ’ρθει τώρα 
Του έρωτα η ώρα. 
Όπως και το λιβάδι 
Παρατημένο στη λησμονιά 
Φουντώνει και θάλλει 
Στα νηρόχορτα και τη λιβανιά 
Μέσα στο άγριο βουητό 
Από βρομόμυγες σωρό. 
Θέλω νά ’ρθει τώρα 
Του έρωτα η ώρα.



Αγάπησα την ερημιά, τα φρυγμένα περιβόλια, τα εγκαταλειμμένα μαγαζιά, τα ζεστά ποτά. Σερνόμουν σε βρόμικα σοκάκια, και με κλειστά μάτια ξάπλωνα στον ήλιο, το θεό του φωτός. 
«Στρατηγέ, αν απόμεινε κάνα παλιό κανόνι στους ρημαγμένους προμαχώνες σου, βομβάρδισέ μας με μπάλες ξερό χώμα. Τις βιτρίνες των ωραίων μαγαζιών! τα σαλόνια! Βάλε την πόλη να φάει τη σκόνη της. Οξείδωσε τις υδρορροές. Πλημμύρισε τα μπουντουάρ με πυρακτωμένη σκόνη ρουμπινιών…» 
Α! Το μεθυσμένο μυγιαλούδι στο ουρητήριο του πανδοχείου, ερωτευμένο με τη μυοσωτίδα, που το διαλύει μια αχτίδα!



Γιώργος Χριστιανάκης - Αλχημεία του λόγου

                                            



ΠΕΙΝΑ

  
Το μόνο που μ' αρέσει ακόμα 
Είναι οι πέτρες και το χώμα. 
Κάρβουνα, σίδερα και αέρα 
Και βράχια τρώγω κάθε μέρα.
  
Πείνα μου, γύρνα στο λιβάδι το βουερό 
Να βοσκήσεις χορταράκι. 
Να ρουφήξεις το ιλαρό 
Του κισσού φαρμάκι.
  
Να τρως χαλίκια τσακισμένα 
Πέτρες παλιές εκκλησιών 
Λιθάρια αρχαίων κατακλυσμών 
Ψωμιά στη καταχνιά σπαρμένα.

.....

Ούρλιαζε ο λύκος στις φυλλωσιές 
Και με πουλερικά δειπνούσε 
Ύστερα τα ωραία φτερά ξερνούσε: 
Έτσι αναλώνομαι κι εγώ.
  
Οι καρποί και τα λαχανικά 
Ένα χέρι περιμένουν να τα δρέψει 
Μα στο φράχτη η αράχνη 
Της βιολέτας προτιμάει τη γεύση.
  
Πάνω στου Σολομώντα τους βωμούς 
Να κοιμηθώ και το κορμί να λιώσει. 
Λιωμένο να κυλήσει στη σκουριά 
Το χείμαρρο των κέδρων ν' ανταμώσει.
  
Επιτέλους, ω ευτυχία, ω λογική, παραμέρισα το σκοτεινό γαλάζιο του ουρανού, 
κι έμεινα χρυσή λάμψη φέγγους καθαρού. Από χαρά έπαιρνα μια έκφραση 
κωμική και εντελώς αλλοπρόσαλλη

....
  
Την ξαναβρήκα! 
Ποια; την αιωνιότητα. 
Είναι η θάλασσα που σμίγει 
Με τον ήλιο.
  
Ψυχή μου εσύ αθάνατη, 
Στον όρκο σου δοσμένη 
Κι ας είναι η νύχτα αβάσταχτη 
Κι η μέρα κολασμένη.
  
Από την κρίση των ανθρώπων 
Από τα πάθη τα κοινά 
Απαλλαγμένη! 
Απογειώνεσαι...
  
- Καμιά ελπίδα πια. 
Όχι άλλο γεννηθήτω. 
Επιστήμη, καρτερία 
Σίγουρη η τιμωρία.
  
Δεν υπάρχει αύριο 
Θράκα που αχνοφέγγει 
Χρέος σου 
Το πάθος.
  
Την ξαναβρήκα! 
- Ποια; - την Αιωνιότητα.
Είναι η θάλασσα που σμίγει 
Με τον ήλιο.

....
  
Κατάντησα μια φαντασμαγορική όπερα: κατάλαβα πως το πεπρωμένο κάθε ύπαρξης 
είναι η ευτυχία: η δράση δεν είναι ζωή, μα ένας τρόπος να σπαταλάς δυνάμεις, μια αποχαύνωση. 
Η ηθική είναι η αναπηρία του εγκεφάλου. 
Πίστευα ότι κάθε ύπαρξη δικαιούται να ζήσει πολλές άλλες ζωές: αυτός ο κύριος δεν ξέρει τι του γίνεται: είναι άγγελος. Αυτή η οικογένεια είναι ένα σκυλολόι. Μπροστά σε πολλούς ανθρώπους μίλησα δυνατά με στιγμές από μιαν άλλη τους ζωή. - Έτσι αγάπησα ένα γουρούνι. 
Καμιά σοφιστεία της τρέλας - τρέλας για δέσιμο - δεν έχω λησμονήσει: μπορώ να τα επαναλάβω όλα, ξέρω το μηχανισμό. 
Η υγεία μου κινδύνεψε. Μ' έπιανε τρόμος. Μέρες ολόκληρες έπεφτα σε λήθαργο και ξυπνώντας συνέχιζα να βλέπω τα πιο μαύρα όνειρα. Ήμουν ώριμος για τον θάνατο, και μέσα από μια επικίνδυνη πορεία, εξουθενωμένος, έφτανα στα πέρατα του κόσμου, στους Κιμμέριους, στη χώρα της δίνης και του σκότους. 
Χρειάστηκα να ταξιδέψω, να ξορκίσω τα μάγια που με τρέλαιναν. Πάνω στη Θάλασσα, που την ποθούσα μήπως και με ξεπλύνει από το μίασμα, έβλεπα να υψώνεται ο σταυρός της παρηγορίας. 
Το ουράνιο τόξο με καταδίκασε. Η Ευτυχία ήταν το πεπρωμένο μου, οι τύψεις, το σαράκι μου: 
 η ζωή μου δεν θα χωρούσε ποτέ σε καλούπι, για να την αφιερώσω στην ομορφιά και την δύναμη. 
Η ευτυχία! Το κεντρί της, γλυκό έως θανάτου, με προειδοποιούσε με το λάλημα του πετεινού - όρθρου βαθέος, με το Χριστός γεννάται - στις ολοσκότεινες πολιτείες:
  
Τι καιροί, τι πύργοι! 
Ποια ψυχή ακριμάτιστη έχει μείνει;
  
Μαγική έχω γράψει πραγματεία 
Για την αναπόδραστη ευτυχία.
  
Καλώς τη, λέω κάθε φορά 
Που το γαλατικό κοκόρι τραγουδά.
  
Αχ! τίποτα πια δε με τραβά: 
Εκείνη τη ζωή μου κυβερνά.
  
Ψυχή και σώμα μου σκλαβώνει 
Κάθε προσπάθειά μου τη σαρώνει.
  
Τι καιροί, τι πύργοι!
  
Αλίμονο! αν η ευτυχία μ' αφήσει 
Η ώρα του θανάτου δεν θ' αργήσει.
  
Τι καιροί, τι πύργοι! 
.....


Πάνε αυτά. Σήμερα μπορώ να χαιρετήσω την ομορφιά.




 Πείνα - Γιώργος Χριστιανάκης 
Απαγγελία έμμετρου - Γιάννης Αγγελάκας




ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ

Είμαι δυστυχισμένος. Άργησα να καταλάβω ότι βρίσκομαι στη Δύση. Το Δυτικό τέλμα! Το πνεύμα μου επιθυμεί, επιθυμεί να φορτωθεί όλες τις βαναυσότητες που υπέστη ο πολιτισμός μετά την παρακμή της Ανατολής. 
Το πνεύμα όμως επιμένει, είναι τυραννικό. Επιμένει να βρίσκομαι στη Δύση. Πρέπει να το φιμώσω για να αποφασίσω αυτό που θέλω. 
Στέλνω στο διάολο τα φωτοστέφανα των μαρτύρων, την ακτινοβολία της τέχνης, την έπαρση των εφευρετών, την απιστία των σφετεριστών, και επιστρέφω στην Ανατολή. Την αρχέγονη και αιώνια σοφία. Μοιάζει με όνειρο αρχιτεμπέλαρου όλο αυτό. 
Κι όμως ουδέποτε ονειρεύτηκα να δραπετεύσω από τα βάσανα του σύγχρονου κόσμου.Δεν είναι όμως μαρτύριο; Από τις επιστημονικές εξαγγελίες τις προσφιλείς και στο χριστιανισμό, οι άνθρωποι ζουν μέσα σε αυταπάτη. Αποδεικνύοντας το προφανές, επαναλαμβάνουν τις αποδείξεις τους, και μόνο για αυτό ζουν! Κρυφό, ηλίθιο βάσανο, πηγή του πνευματικού μου παραληρήματος. Η φύση θα έπληττε. 
Και οι φιλόσοφοι: Ο κόσμος είναι άχρονος. Η ανθρωπότητα απλώς μετακινείται. Βρίσκεσαι στη Δύση, αλλά είσαι ελεύθερος να ζήσεις στην Ανατολή σου, όσο αρχαία τη θέλεις. Και να περνάς καλά. Μην είσαι ηττοπαθής. Φιλόσοφοι, όλοι σας ανήκετε στη Δύση σας. 
Πρόσεχε πνεύμα μου, πρόσεχε. Όχι βεβιασμένες αποφάσεις λύτρωσης. Να ασκηθείς! 
Κι όμως αισθάνομαι πως το πνεύμα μου κοιμάται. 
Αγνότητα! Αγνότητα! 
Μια στιγμιαία αναλαμπή μου αποκάλυψε το όραμα της αγνότητας!



Το ανέφικτο - Γ. Κιμούλης



Η ΑΣΤΡΑΠΗ



Η ανθρώπινη εργασία! "Τίποτα δεν είναι μάταιο, προχωρείτε μπροστά με την επιστήμη!" Κραυγάζει ο σύγχρονος Εκκλησιαστής, δηλαδή όλος ο κόσμος. Προχωρείτε, αυτός ο δρόμος είναι στρωμένος με τα πτώματα των κακών και των τεμπέληδων. Γρήγορα, λίγο πιο γρήγορα, εκεί κάτω, πέρα απ' τη νύχτα, οι μέλλουσες ανταμοιβές, οι αιώνιες... θα τις αφήσουμε να μας ξεφύγουν;...

 Μα τι μπορώ να κάνω; Προχώρα. Αφού την εργασία την ξέρω και η επιστήμη είναι πολύ αργή. Το βλέπω καθαρά. Είναι πολύ απλό. Κάνει ζέστη, θα με προσπεράσουν. Γνωρίζω το καθήκον μου και θα νοιώθω περήφανος όπως οι περισσότεροι παραμελώντας το.

Πάει, ρήμαξε η ζωή μου. Ας κάνουμε λίγο το κορόιδο. Ας τεμπελιάσουμε, έλεος πια! Θα υπάρχουμε διασκεδάζοντας, ονειροπολώντας τραγελαφικούς έρωτες, φανταστικά σύμπαντα, γκρινιάζοντας για τα φαινόμενα του κόσμου: σαλτιμπάγκους, ζητιάνους, καλλιτέχνες, παπάδες και ληστές! Στο κρεβάτι του νοσοκομείου μου ήρθε μια δυνατή μυρωδιά λιβανιού.

Βλέπω μπροστά μου πάλι τα άθλια παιδικά μου χρόνια. Και λοιπόν!...  Κλείνω τα είκοσι όπως τα κλείνουν κι άλλοι.

Όχι! Όχι! Εγώ επαναστατώ ενάντια στο θάνατο! Η εργασία φαντάζει ασήμαντη για τη δική μου περηφάνια:  θα ΄ταν πολύ σύντομο μαρτύριο να εγκαταλείψω το κόσμο έτσι. Τη τελευταία στιγμή θα παράδερνα δεξιά κι αριστερά.

Και τότε; Τότε ψυχούλα μου ξέχνα την αιωνιότητα για πάντα.



Η αστραπή - Γ. Κιμούλης



ΠΡΩΙΝΟ
  
Μήπως κι εγώ δεν είχα κάποτε νιάτα ζηλευτά, ηρωικά, μυθικά, που θ' άξιζε 
να χαραχτούν με χρυσά γράμματα - απίστευτη τύχη! 
Τι αμαρτίες, τι σφάλματα πληρώνω με την τωρινή μου κατάντια! 
Εσείς που λέτε πως υπάρχουν κτήνη που κλαίνε με αναφιλητά, άρρωστοι 
που δεν ελπίζουν και νεκροί που βλέπουν εφιάλτες, μιλήστε, αν σας είναι μπορετό, για τον 
ξεπεσμό μου, για την νάρκη μου. Εγώ, σαν τον ζητιάνο, μόνο μ' εκείνα τα ατέλειωτα πατερημά 
και Παναγία Δέσποινα μπορώ να εκφραστώ. Δεν ξέρω πια να μιλώ!
  
Κι όμως, σήμερα, νομίζω πως τελείωσα την αφήγηση της κόλασής μου. 
 Ήταν στ' αλήθεια κόλαση: η πανάρχαια, 
 εκείνη που ο υιός του ανθρώπου άνοιξε τις πύλες της. 
Από την ίδια ερημιά, την ίδια νύχτα, στα κουρασμένα μάτια μου 
προβάλλει πάντα το λαμπρό άστρο, μα οι τρεις μάγοι που κυβερνούν την ζωή μας: 
η καρδιά, η ψυχή, το πνεύμα, μένουν αδιάφοροι. 
Πότε θα πάμε, διασχίζοντας βουνά και ακρογιάλια, να χαιρετίσουμε 
την εργασία που ανατέλλει, την καινούργια γνώση, την πτώση των τυράννων και των δαιμόνων, 
 το τέλος των προλήψεων, να προσκυνήσουμε -πρώτοι εμείς!- την επί γης γέννηση του Χριστού! 
Οι ουράνιοι ύμνοι, τα εμβατήρια των λαών! 
Σκλάβοι, ας μη βλαστημούμε τη ζωή.



Γιώργος Χριστιανάκης - Πρωινό



ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
  
Φθινοπώριασε… 
Προς τι όμως ο πόθος για παντοτινό ήλιο; 
Εμείς είμαστε στρατευμένοι στην ανακάλυψη του θείου 
φωτός… 
Μακριά από τους ανθρώπους που φθίνουν με τις εποχές… 
Φθινόπωρο… 
Η βάρκα μας μετέωρη μες στην ασάλευτη ομίχλη 
Επιστρέφει στο λιμάνι της δυστυχίας… 
Στην απέραντη πολιτεία με τον ουρανό λεκιασμένο 
από φωτιά και λάσπη… 
Κουρέλια που σαπίζουν… 
Μουσκεμένο στη βροχή ψωμί… 
Μέθη… Μέθη… Μέθη… 
Και χιλιάδες έρωτες που με σταύρωσαν… 
Δε θα σταματήσει πια αυτή η λάμια 
να εξουσιάζει εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρών 
που θα αντιμετωπίσουνε τη θεία κρίση… 
Ο εαυτός μου… 
Κοιτάζω πάλι τον εαυτό μου… 
Κοιτάζομαι ξανά… 
Το δέρμα μου φαγωμένο από το πύο και την πανούκλα… 
Στα μαλλιά μου σκουλήκια 
και στην καρδιά μου παντού σκουλήκια … 
Ξαπλωμένος ανάμεσα σε άγνωστους χωρίς ηλικία, χωρίς 
αισθήματα… 
Θα μπορούσα να πεθάνω εδώ… 
Τι φριχτή ανάμνηση… 
Σιχαίνομαι την κακομοιριά και ο χειμώνας με τις ανέσεις 
του με φοβίζει… 
Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό απέραντες ακτές… 
Πλημμυρίζουν από χαρούμενα έθνη ντυμένα στα λευκά… 
Από πάνω μου ένα μεγάλο χρυσό καράβι με τις 
πολύχρωμες σημαίες του 
Να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα… 
Επινόησα όλες τις γιορτές… 
Έζησα όλους τους θριάμβους… Όλα τα δράματα… 
Προσπάθησα να δημιουργήσω καινούρια λουλούδια… 
Καινούρια άστρα… Καινούρια σώματα… Καινούριες 
γλώσσες… 
Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις… 
Και λοιπόν; 
Πρέπει να θάψω μια για πάντα τη φαντασία μου και τις 
αναμνήσεις μου… 
Η μεγάλη δόξα του καλλιτέχνη έχει πάει περίπατο… 
Θα ζητήσω συγγνώμη που έζησα μες στο ψέμα και φύγαμε… 
Ούτε ένα αγαπημένο χέρι… 
Ούτε ένα...; 
Πουθενά βοήθεια… 
Πουθενά...;





Αποχαιρετισμός - Γ. Κιμούλης



Απαλλαγμένος από κάθε ηθική 
επιστρέφω στη γη να επιτελέσω ένα καθήκον. 
Να γίνω ένα με τη σκληρή πραγματικότητα. 
Πλάνη;;; Μπορεί... 
Η εποχή που ανατέλλει είναι αμείλικτη. 
Εγώ, πάντως, μπορώ να πω, ότι νίκησα∙ 
σβήστηκαν όλες οι απαίσιες αναμνήσεις. 
Πρέπει να είσαι, οπωσδήποτε, στο πνεύμα της εποχής. 
Τέρμα οι ευλογίες και τα ευλογητάρια∙ 
κράτα το κερδισμένο έδαφος. 
Το πρόσωπό μου, ρούφηξε το ξεραμένο αίμα. 
Πίσω μου, το τίποτα... 
Ααα!!! 
Μόνο, ένα...Άθλιο δεντράκι... 
Οι αγώνες του πνεύματος είναι εξίσου άγριοι με τους 
πολέμους των ανθρώπων. 
Και είμαστε μόνο, στην αρχή... 
Αγαπημένο χέρι(;) 
τί να πω γι' αυτό... 
Γελάω! Μπορώ να γελάω με τις παλιές μου, ερωτικές απογοητεύσεις. 
Εκεί κάτω, αντίκρισα, την κόλαση των γυναικών και 
δικαιούμαι να συλλάβω την...Αλήθεια, 
σε μια ψυχή 
και ένα σώμα. 
Πρέπει να είσαι, οπωσδήποτε, στο πνεύμα της εποχής. 
Θα συνηθίσω... 
Θα συνηθίσω...
  

Θα συνηθίσω... "



Απαλλαγμένος από κάθε ηθική - Γ. Κιμούλης

Αναδημοσίευση από:http://xeniastos.blogspot.com/2018/02/blog-post_6.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου