Πήγατε
καθώς λεν
στον άλλο κόσμο.
‘Αδειο…
Πετάτε
στ’ άστρα, στις νεφέλες…
Δεν έχει δανεικά πια
ούτε μπίρες.
Νηφάλιος.
‘Οχι Γιεσένιν
δε σας
κοροϊδεύω
κόμπος
η λύπη στο λαιμό μου
όχι το γέλιο.
Σας βλέπω –
με ανοιχτές τις φλέβες σταματάτε,
το σακούλι
με τα δικά σας κόκαλα
βαστάτε.
Μη!
Προς Θεού!
Σας έστριψε τελείως;
Να γίνουν τα μάγουλά σας θέλετε
θανάτου εκμαγείο;
Εσείς
που είσαστε ο πρώτος ο νταής
όπως
στον κόσμο αυτό
κανείς;
Για ποιο σκοπό;
Γιατί;
Απορία φριχτή.
Οι κριτικοί μπουρδολογούν:
Φταίει τούτο
φταίει τ’ άλλο
και το πιο σημαντικό
το ‘χε χάσει το μυαλό
απ’ τις πολλές μπίρες
τα κρασιά…
Λένε
πως αν αφήνατε
τα μποεμιλίκι’ αυτά
και στην εργατική σας τάξη
μένατε κοιτά
θα είχατ’ επηρεαστεί
δε θα ‘σαστε συνέχεια σε καβγά.
Πώς δηλαδή
η τάξη η εργατική
σβήνει τη δίψα της με κβας;
Δε θέλει
κι αυτή να πιει;
Είναι βλαξ;
Λένε
πως αν σας κόλλαγαν
απ’ ΤΟ ΠΟΣΤΟ ΜΑΣ
κανά χαφιέ
τα ποιήματά σας
θα είχανε
πραγματικό εφέ,
και θα
γράφατε
την ημέρα
στίχους εκατό
κουραστικούς
κι ατέλειωτους
σαν του Ντορονίν το λυρισμό. Εγώ όμως λέωπως αν από τέτοι’ ακράτεια
έπασχ’ η ποίησή σας
θα είχατ’ από καιρό
βάλει τέρμα στη ζωή σας.
Είναι θαρρώ καλύτερο
απ’ τη βότκα να πεθάνεις
παρά από ανία!
Το μυστικό
του χαμού σας
δε θ’ ανοίξουν πια
ούτε ο σουγιάς
ούτε η θηλειά.
Αλλ’ ίσως
αν υπήρχε
μελάνι στο ΑΓΓΛΙΑ
να κόψτε
τις φλέβες
δε θα υπήρχ’ αιτία.
Περιχαρείς οι μιμητές σου:
Μπιζ! Ζήτω!
Ολόκληρη στρατιά
αυτόχειρων
σα να ‘σερνες ξωπίσω!
Γιατί αλήθεια
ν’ αυξήσεις
τις τόσες αυτοκτονίες
και συ να πεθάνεις;
Καλύτερα
ν’ αυξήσεις
την παραγωγή μελάνης!
Για πάντα
τώρα
η γλώσσα
πίσω απ’ τα δόντια θα ‘ναι αμπαρωμένη.
Βαρύ
κι ανάρμοστο να τ’ αγγίξεις
το μυστήριο μένει.
Του λαού
του γλωσσοπρωτομάστορα
του πέθανε
ο αηδονόλαλος
ο ρέμπελος ο μαθητής!
Και κουβαλούν
των στίχων τη νεκρική σαβούρα
από παλιές
κηδείες
χωρίς σχεδόν καμι’ αλλαγή
ρίμες στομωμένες
στιβάζουν στην ταφή.
Για το μνημείο σας
το μέταλλο ακόμα δεν εχύθη,
πού είναι
του μπρούντζου ο βρόντος
η γραμμή του γρανίτη;
Πίσω απ’ της μνήμης
τη μαύρη σιδεριά
σωρός
τ’ αφιερώματα
και τ’ αναμνηστικά σκατά!
Τ’ όνομά σας
στο μαντίλι
με τη μίξα του σκουπίζει
τον λόγο σας
ο Σομπίνοβ σαλιαρίζει
και κάτω
από μια ψόφια σημυδούλα μουρμουρίζει:
“Ούτε μια λέξη, ω φίλε μου,
ούτε ένα αχ!”
Αααχ!
και να τα λέγαμε ένα χεράκι
με τον κύριο Λεωνίδα Λοενγκρινάκη!
Είναι να σηκωθεί κάνεις
τιμωρός
και να βροντοφωνήσει:
“Δεν επιτρέπω
τους στίχους αυτούς
κανείς να τους ψελλίσει
Και να τους τσαλαπατήσει!”
Είναι να σφυρίξει
με τα τρία δάχτυλα στο στόμα
ως να κουφαθείτε:
‘Αει γαμηθείτε
Εσείς κι η γιαγιά σας
ο Θεός, η ψυχή σας
κι η μανούλα σας ακόμα.
Για να σκορπίσει
η ατάλαντη κοπριά
ν’ ανοίξει
το σκοτάδι
το σακάκι του
πανιά
να γίνει
καπνός
κυνηγημένος ο Κογκάν
και συφορά του
όποιος συναπαντήσει
τις μύτες
του μουστακιού του που τρυπάν!
Η βρωμιά
ακόμη
δεν έχει αραιώσει.
Δουλειά πολλή…
Μονάχα να προλάβουμε.
Τη ζωή
πρέπει απ’ την αρχή
να ξανακάμουμε
κι όταν την ξαναχτίσουμε
τότε θα την υμνήσουμε.
Τούτοι είναι
δύσκολοι καιροί για την πένα.
αλλά πέστε μου
εσείς
άτομα σακατεμένα
πού
πότε
είδατε μεγάλο κανένα
να διαλέγει
δρόμο πατημένο
κι εύκολο;
Ο λόγος είν’ ο στρατηλάτης
της δύναμης του ανθρώπου.
Εμπρός!
Το παρελθόν με μπάλες κανονιού
να κομματιάσουμε επιτόπου.
Και στις μέρες τις παλιές
να φέρει ο αέρας
μόνο μαλλι’ ανακατεμένα
σγουρά.
Για γλέντια
ο πλανήτης μας
διόλου δεν έχει εξοπλιστεί.
Πρέπει
ν’ αδράξει
τη χαρά
απ’ το μέλλον το απώτερο.
Σ’ αυτή τη ζωή
δύσκολο δεν είναι να πεθάνεις.
Να φτιάξεις τη ζωή
είναι πολύ δυσκολότερο.
στον άλλο κόσμο.
‘Αδειο…
Πετάτε
στ’ άστρα, στις νεφέλες…
Δεν έχει δανεικά πια
ούτε μπίρες.
Νηφάλιος.
‘Οχι Γιεσένιν
δε σας
κοροϊδεύω
κόμπος
η λύπη στο λαιμό μου
όχι το γέλιο.
Σας βλέπω –
με ανοιχτές τις φλέβες σταματάτε,
το σακούλι
με τα δικά σας κόκαλα
βαστάτε.
Μη!
Προς Θεού!
Σας έστριψε τελείως;
Να γίνουν τα μάγουλά σας θέλετε
θανάτου εκμαγείο;
Εσείς
που είσαστε ο πρώτος ο νταής
όπως
στον κόσμο αυτό
κανείς;
Για ποιο σκοπό;
Γιατί;
Απορία φριχτή.
Οι κριτικοί μπουρδολογούν:
Φταίει τούτο
φταίει τ’ άλλο
και το πιο σημαντικό
το ‘χε χάσει το μυαλό
απ’ τις πολλές μπίρες
τα κρασιά…
Λένε
πως αν αφήνατε
τα μποεμιλίκι’ αυτά
και στην εργατική σας τάξη
μένατε κοιτά
θα είχατ’ επηρεαστεί
δε θα ‘σαστε συνέχεια σε καβγά.
Πώς δηλαδή
η τάξη η εργατική
σβήνει τη δίψα της με κβας;
Δε θέλει
κι αυτή να πιει;
Είναι βλαξ;
Λένε
πως αν σας κόλλαγαν
απ’ ΤΟ ΠΟΣΤΟ ΜΑΣ
κανά χαφιέ
τα ποιήματά σας
θα είχανε
πραγματικό εφέ,
και θα
γράφατε
την ημέρα
στίχους εκατό
κουραστικούς
κι ατέλειωτους
σαν του Ντορονίν το λυρισμό. Εγώ όμως λέωπως αν από τέτοι’ ακράτεια
έπασχ’ η ποίησή σας
θα είχατ’ από καιρό
βάλει τέρμα στη ζωή σας.
Είναι θαρρώ καλύτερο
απ’ τη βότκα να πεθάνεις
παρά από ανία!
Το μυστικό
του χαμού σας
δε θ’ ανοίξουν πια
ούτε ο σουγιάς
ούτε η θηλειά.
Αλλ’ ίσως
αν υπήρχε
μελάνι στο ΑΓΓΛΙΑ
να κόψτε
τις φλέβες
δε θα υπήρχ’ αιτία.
Περιχαρείς οι μιμητές σου:
Μπιζ! Ζήτω!
Ολόκληρη στρατιά
αυτόχειρων
σα να ‘σερνες ξωπίσω!
Γιατί αλήθεια
ν’ αυξήσεις
τις τόσες αυτοκτονίες
και συ να πεθάνεις;
Καλύτερα
ν’ αυξήσεις
την παραγωγή μελάνης!
Για πάντα
τώρα
η γλώσσα
πίσω απ’ τα δόντια θα ‘ναι αμπαρωμένη.
Βαρύ
κι ανάρμοστο να τ’ αγγίξεις
το μυστήριο μένει.
Του λαού
του γλωσσοπρωτομάστορα
του πέθανε
ο αηδονόλαλος
ο ρέμπελος ο μαθητής!
Και κουβαλούν
των στίχων τη νεκρική σαβούρα
από παλιές
κηδείες
χωρίς σχεδόν καμι’ αλλαγή
ρίμες στομωμένες
στιβάζουν στην ταφή.
Για το μνημείο σας
το μέταλλο ακόμα δεν εχύθη,
πού είναι
του μπρούντζου ο βρόντος
η γραμμή του γρανίτη;
Πίσω απ’ της μνήμης
τη μαύρη σιδεριά
σωρός
τ’ αφιερώματα
και τ’ αναμνηστικά σκατά!
Τ’ όνομά σας
στο μαντίλι
με τη μίξα του σκουπίζει
τον λόγο σας
ο Σομπίνοβ σαλιαρίζει
και κάτω
από μια ψόφια σημυδούλα μουρμουρίζει:
“Ούτε μια λέξη, ω φίλε μου,
ούτε ένα αχ!”
Αααχ!
και να τα λέγαμε ένα χεράκι
με τον κύριο Λεωνίδα Λοενγκρινάκη!
Είναι να σηκωθεί κάνεις
τιμωρός
και να βροντοφωνήσει:
“Δεν επιτρέπω
τους στίχους αυτούς
κανείς να τους ψελλίσει
Και να τους τσαλαπατήσει!”
Είναι να σφυρίξει
με τα τρία δάχτυλα στο στόμα
ως να κουφαθείτε:
‘Αει γαμηθείτε
Εσείς κι η γιαγιά σας
ο Θεός, η ψυχή σας
κι η μανούλα σας ακόμα.
Για να σκορπίσει
η ατάλαντη κοπριά
ν’ ανοίξει
το σκοτάδι
το σακάκι του
πανιά
να γίνει
καπνός
κυνηγημένος ο Κογκάν
και συφορά του
όποιος συναπαντήσει
τις μύτες
του μουστακιού του που τρυπάν!
Η βρωμιά
ακόμη
δεν έχει αραιώσει.
Δουλειά πολλή…
Μονάχα να προλάβουμε.
Τη ζωή
πρέπει απ’ την αρχή
να ξανακάμουμε
κι όταν την ξαναχτίσουμε
τότε θα την υμνήσουμε.
Τούτοι είναι
δύσκολοι καιροί για την πένα.
αλλά πέστε μου
εσείς
άτομα σακατεμένα
πού
πότε
είδατε μεγάλο κανένα
να διαλέγει
δρόμο πατημένο
κι εύκολο;
Ο λόγος είν’ ο στρατηλάτης
της δύναμης του ανθρώπου.
Εμπρός!
Το παρελθόν με μπάλες κανονιού
να κομματιάσουμε επιτόπου.
Και στις μέρες τις παλιές
να φέρει ο αέρας
μόνο μαλλι’ ανακατεμένα
σγουρά.
Για γλέντια
ο πλανήτης μας
διόλου δεν έχει εξοπλιστεί.
Πρέπει
ν’ αδράξει
τη χαρά
απ’ το μέλλον το απώτερο.
Σ’ αυτή τη ζωή
δύσκολο δεν είναι να πεθάνεις.
Να φτιάξεις τη ζωή
είναι πολύ δυσκολότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου