Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Leo Tolstoy-Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς (αποσπάσματα)

 Εκείνο που τον βασάνιζε περισσότερο ήταν η υποκρισία, το ψέμα, που για κάποιο λόγο είχαν δεχθεί όλοι, να προσποιούνται ότι δεν πεθαίνει, αλλά είναι απλώς άρρωστος, κι έπρεπε μόνο να μη μιλά και να κάνει τη θεραπεία και τότε θα γινόταν κάτι πολύ καλό. Αυτός όμως ήξερε πως ό,τι κι αν έκανε δεν θα υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από αγωνία, πόνο και θάνατο. Αυτή η υποκρισία τον βασάνιζε. Το γεγονός ότι δεν ήθελαν να παραδεχτούν αυτό που ήξεραν όλοι και ήξερε κι αυτός, αλλά ήθελαν να του λένε ψέματα για την τρομερή του κατάσταση και να τον αναγκάζουν να συμμετέχει κι αυτός στο ψέμα.

Αυτά τα ψέματα -ψέματα που του επέβαλαν τις παραμονές του θανάτου του και υποβάθμιζαν αυτή την τρομερή και ιερή πράξη στο ίδιο επίπεδο με τις επισκέψεις τους, τις κουρτίνες τους, το ψάρι που είχαν για δείπνο- ήταν μια τρομερή αγωνία για τον Ιβάν Ίλιτς. Και περιέργως, πολλές φορές, όταν έκαναν τα καμώματά τους μπροστά του, μόλις που κρατιόταν για να μην τους φωνάξει: «Πάψτε τα ψέματα! Το ξέρετε και το ξέρω ότι πεθαίνω. Σταματήστε τότε τουλάχιστον να λέτε ψέματα!».

Αλλά δεν είχε ποτέ το κουράγιο να το κάνει. Έβλεπε ότι η απαίσια και τρομερή πράξη του θανάτου του είχε υποβιβαστεί από τους γύρω του στο επίπεδο ενός τυχαίου, δυσάρεστου και σχεδόν άπρεπου περιστατικού (όπως περίπου θα αντιμετώπιζαν κάποιον που μπαίνει σε ένα σαλόνι αναδίνοντας μια δυσάρεστη μυρωδιά), και αυτό γινόταν από την ίδια εκείνη ευπρέπεια που υπηρετούσε σε όλη του τη ζωή. Έβλεπε ότι κανείς δεν τον λυπόταν, γιατί κανείς δεν ήθελε καν να συνειδητοποιήσει τη θέση του.

…Πέρασαν ακόμη δύο βδομάδες. Ο Ιβάν Ιλιτς δεν σηκωνόταν από τον καναπέ. Δεν ήθελε να ξαπλώσει στο κρεβάτι – προτιμούσε τον καναπέ. Μόνος, κατάμονος, με το πρόσωπο γυρισμένο σχεδόν συνέχεια κατά τον τοίχο βασανιζόταν από τους ίδιους αξεδιάλυτους φόβους, και τον τυραννούσαν οι ίδιες, χωρίς διέξοδο σκέψεις. Τι είν’ αυτό; Αλήθεια, είναι ο θάνατος; Και η εσωτερική φωνή του απαντούσε: ναι, αλήθεια. Γιατί αυτό το μαρτύριο; Και η φωνή απαντούσε: έτσι, για τίποτα. Ως εδώ, και πάρα πέρα τίποτα.

Από την αρχή-αρχή της αρρώστιας του, από τη μέρα που ο Ιβάν Ιλίτς πρωτοπήγε στο γιατρό, η ζωή του μοιράστηκε σε δύο αντίθετα ρεύματα, και το ένα αντικαθιστούσε το άλλο, από τη μια μεριά ήταν η απελπισία και η προσμονή του ακατανόητου και τρομερού θανάτου, από την άλλη – η ελπίδα και η στενή παρακολούθηση της λειτουργίας του οργανισμού του. Άλλοτε έβλεπε τα νεφρά του ή την απόφυση που είχαν αρνηθεί να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, κι άλλοτε ήταν μόνο ο ακατανόητος τρομερός θάνατος που απ’ αυτόν δεν ήταν δυνατόν με τίποτα να γλυτώσει.

Αυτά τα δύο ρεύματα από την αρχή της αρρώστιας διαδεχόντουσαν το ένα το άλλο. Μα όσο πιο πολύ προχωρούσε η αρρώστια, τόσο πιο αμφίβολες και φανταστικές γινόντουσαν οι σκέψεις για το νεφρό και τόσο πραγματική η συναίσθηση του επερχόμενου θανάτου…»

Απόσπασμα από το βιβλίο του Λέων Τολστόι, «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς», μτφρ. Αντρέας Σαραντόπουλος, Εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1989

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου