Πώς ήταν έτσι πώς μου εφάνη
Τόσο μελαγχολικό αυτό το τραίνο,
Σχεδόν όλο πηγαίνω και δεν φτάνει
Σχεδόν ούτε δε φτάνει ούδε πηγαίνω.
Ούτε θυμάμαι πρωί αν ήταν,
Η νύχτα κι έλαμπε ο δίσκος της Εκάτης,
Έτσι του μελαγχολικό όπως εκείταν
όπως εγώ είμαν χαύνος του επιβάτης.
Όπως σχεδόν παιδί – ωραίον όπως
Δεν ξέρω τι με πήρε εντός του – μόνο
Καιρός αν ήταν, ή ήταν δρόμοι ή ήταν τόπος
Που ταξίδευε (σκέφτομαι) στο χρόνο…
Κι όπως βροντούν εντός του οι κρότοι
Πότε στατό και πότε χωρίς φρένο
Με αναφτούς τους φάρους του στα σκότη
Άπιαστο, σερπετό και νυχτωμένο.
Κι όλο κυλάει στου νου τη ρόδα
(σε τέρμα ή σ’ επιστροφή ή αιωνιότη;)
κι είναι σαν ανθοστολισμένο με τα ρόδα
τραίνο που μεταφέρει μου τη νιότη.
Και πάει σαν άστρο κι ως μές’ σ’ ύπνο
Κι ουδέ ξέρω, για να πω σε ποίο,
Αν μέσα σε φέρετρο κείτομαι ή σε λίκνο,
Αν είναι τραίνο αυτό κι εγώ τοπίο.
Πάντως και πάει και πάει κι είναι το τραίνο
Και πάει μαζί του, η ζωή με τα φτερά της
Και πάντως είναι περίεργο ως πηγαίνω
Περίεργο πάντως ως είμαι του επιβάτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου