10 του Οχτώβρη
Απόγευμα στη Σαλαμίνα.
Η μέρα μοιάζει ως να φωτίζεται από ένα τέταρτο φεγγαριού.
Ωστόσο φέγγει λίγο ακόμα. Βλέπω να σου γράψω.
Όχι πως θα 'ναι αυτό το τελευταίο μου γράμμα.
Πάντα θα βρίσκει μιαν αχτή η ψυχή μου να μουρμουρίζει
παφλάζοντας ασταμάτητα, φορτωμένη παράπονα και σπινθήρες.
Όμως σήμερα τα νερά της διευθύνονται κατά πάνω σου.
Έρχομαι από μακρυά θητεία κι' ήθελα να τελειώσω,
να μην κρατήσω ούτε μια λέξη για ύστερα, όμως δεν μπορώ,
γιατί η ψυχή μου αναβλύζει χοχλάζοντας, δεν ξέρω από πού,
σα να 'χει μπηγμένη μια φλέβα εκεί πάνω
που ανατέλλουν αστέρια και πηγάζουνε γαλαξίες,
ατέλειωτοι κι' ανεξάρτητοι. Μια φλέβα στο άπειρο. Και πρέπει να γράφω,
γιατί αλλοιώς θα 'μαι μόνος, χωρίς αδελφούς κι' άλλα πλάσματα.
Γιατί όταν γράφουν τα χέρια μου είναι σα να δίνονται σε όλο τον κόσμο.
Έχει περάσει καιρός κι' αποθύμησα.
Ώρα λοιπόν, να ξανασυναντηθώ με τον κόσμο μου.
Ώρα να βρω να περπατήσω: όχι στου Μάη τα περιβόλια.
Όχι σε κάμπους σπαρμένους θυμάρι και γαλήνη για πρόβατα,
αλλά εκεί που ξοδεύτηκε ως τώρα η ψυχή μου.
Εκεί που βουλιάζεις στη θλίψη ως το γόνατο.
Σε μέρη που ποτές δεν ακούστηκαν καμπάνες του Πάσχα.
Εκεί που βαδίζει κανείς ψηλαφώντας τη νύχτα, εκεί που τρεκλίζει,
μονολογώντας κι' αναστενάζοντας: «Μητέρα μου, δος μου το χέρι σου...»
χωρίς να 'σαι βέβαιος πως θα της δώσεις εσύ το δικό σου,
χωρίς να 'σαι βέβαιος για την αξία της σωτηρίας.
Εκεί, που ως να μη σου ταιριάζει ημέρα, προχωρείς μουρμουρίζοντας:
«αδέρφια, ξεχάστε με...»
κι' εξακολουθείς την πορεία σου προς τα κει, που κάποιος πρέπει να παραστέκεται,
για να μπορεί, σε μιαν ώρα που χρειάζεται, να δείξει σε κάποιον άλλο το δρόμο.
Μπορεί να περάσει ο Χριστός, ένας Νέγρος, ο γείτονάς σου.
Μπορεί ν' ακούσεις να φωνάζουν βοήθεια.
Αν ήταν η φωνή σου αυτή κι' ήσουν εσύ ένας άλλος, τι θα 'κανες;
(Άφησέ με, Θεέ μου, εκεί που μ' έχεις εγκαταλείψει, Δε θέλω να φύγω.
Δεν βλέπω μέσα στο φως που δεν είναι για όλους.)
*
Αν σου γράφω, δεν είναι γιατί έχω να προσθέσω κάτι στη γη.
Είναι αλήθεια πως κάποτες η καρδιά μου χτυπούσε.
Ακούγοταν μέσα στο στήθος μου όπως μια θύελλα ακούγεται
χωρίς σχήμα και σύνορα, γιομίζοντας το στερέωμα
με τις τρομαχτικές οδύνες της εγκυμοσύνης της.
Ωστόσο ποτέ δεν ακούστηκε να γεννήσει.
Δεν ξέρω πού χάθηκε αυτό το νερό.
Σε κανένα λουλούδι δεν αναγνωρίζω το αίμα μου.
Σε καμμιά πηγή δεν ακούω τη φωνή μου.
Κι' αν θέλεις να σου ειπώ την αλήθεια, αυτό μόνον είμαι:
με το κεφάλι μου ακουμπισμένο πάνω σε μιαν ελπίδα κοιμάμαι,
όπως ο γέρος μπροστά στο τζάκι που σβύνει η φωτιά.
*
Κι' όμως κάτι φυσάει ακατάπαυτα μες στην καρδιά μου.
Κάτι σαν ένας αμετανόητος άνεμος. Κάτι σαν μια
τρέλλα ήλιου. Σαν μια πυρκαγιά των σταχυών τον Ιούνιο μήνα.
Και πρέπει να γράφω, γιατί τότες τα χέρια μου γίνονται ποταμοί,
που γυρεύουν να περικυκλώσουν τον κόσμο με τα περισσεύματα της καρδιάς μου.
Γιατί όταν γράφουν τα χέρια μου ξεδιπλώνονται όπως ο Μισισιπής και ο Ρήνος.
Μοιάζουν με τα παιδιά της μητέρας που φεύγουνε για το μέτωπο,
περιπλανώνται στη γη, όπως ένα κοπάδι ζαρκάδια.
Γιατί όταν γράφουν τα χέρια μου χαϊδεύουν και νανουρίζουν.
Μοιάζουνε σα να περπατάνε στον ουρανό το δίσκο του φεγγαριού,
φωτίζοντας τις διαβάσεις. Επισκέπτονται τους φτωχούς.
Γίνονται ιερά σκεύη που υψώνονται.
Γίνονται προσκέφαλα, επίδεσμοι, χαιρετίσματα.
Γίνονται ήλιοι που σχηματίζουν μικρά αυλάκια παράνομα μέσα στις φυλακές.
Μοιάζουνε σα να βρέχει το μεσοκαλόκαιρο.
Γίνονται σκόρπια στάχυα στον αγρό του Βοόζ,
μπροστοποδιά της Ρουθ να σκουπίζει τα δάκρυά της.
Γιατί όταν γράφουν δεν μου ανήκουν τα χέρια μου.
Είναι όλου του κόσμου. Ταξιδεύουν σε θάλασσες,
περνούν κάμπους, ανεβαίνουν βουνά, φτάνουν ως το στερέωμα,
τραβερσώνουν ποτάμια, ρυμουλκούν καράβια που κινδυνεύουν,
περιΐπτανται πάνω απ' τα σπίτια.
Απαρηγόρητα και γυμνά παρηγορούν και σκεπάζουν.
*
Σκέψου ποια χέρια λοιπόν, ξεκουράστηκαν μες στα δικά σου.
Σκέψου από ποιες ερημιές ήρθανε προς εσένα.
Πόσες πληγές έχουν πάνω τους, αόρατες για όλα τα μάτια,
χαρακωμένα από ρεμματιές, μουσκεμένα,
όπως οι ολόγυμνοι κλώνοι ενός δέντρου μετά τη βροχή.
Σκέψου λοιπόν όταν απόψε ή αύριο, ή όταν κάποτε θα τ' αποχαιρετήσεις,
πόσους κόσμους θ' αποχαιρετήσεις μαζύ, πόσα σπίτια,
πόσα πρόσωπα, δρόμους, κοπιώντες, παιδιά μες στα λίκνα τους,
όταν θα τελειώσει η φιλοξενία σου και τα χέρια μου
θα σηκωθούνε όπως δυο δίδυμα γεράκια που ανεβαίνουν στον ουρανό,
όταν αύριο θα τα προπέμψεις στη μοίρα τους,
όπως μια πόρτα που κλείνει νωρίς το χειμώνα
κι' ακούγονται αμέσως δέκα άγγελοι σε πορεία,
που τρίζουνε λυπημένα τα βήματά τους απ' έξω στο χιόνι.
Ας σου κρύψει το πρόσωπο ο χρόνος, ας σου κρύψει το σώμα σου.
Ωστόσο τα χέρια σου που ακούμπησαν πάνω τους τα δικά μου
θα μείνουν απ' έξω απλωμένα να διακρίνονται στον ορίζοντα
όπως διακρίνονται οι γυμνές κορφές του Πενταδάχτυλου.
*
Και τούτο μου το τραγούδι θα 'ναι το άνθος
που θα το φέγγει ανάμεσα στα δάχτυλά σου ο ήλιος
και που δε θα 'ναι παρά η μαρτυρία μου για κείνους που θα ρωτούν
και που δε θα 'ναι παρά η αλήθεια μου γι' αυτούς που θα μ' αγαπούν,
αυτό που στους αιώνες θα μείνει από μένα. Δε θα 'ναι το έργο μου.
Δε θα 'ναι τα σπίτια που έχτισα. Δε θα 'ναι τα φράγματα που ύψωσα
στους κατακλυσμούς του αιώνα μου. Δε θα 'ναι τα δέντρα που φύτεψα.
Θα 'ναι η καρδιά μου.
Από τη Νέα Εστία, τχ. 682
1 Δεκεμβρίου 1955
(αρχείο ΕΚΕΒΙ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου