David Diop (Bordeaux 1927- Dakar 1960)
Γιορτή της μητέρας
Εκείνη που σκίζει τη νύχτα για το φως τού παιδιού
Εκείνη που διασχίζει τους αιώνες τών θυσιών
Εκείνη που τ’ όνομά της είναι ηδύτης τής αγάπης
Εκείνη είσαι εσύ, μαμά
Εκείνη που με νανουρίζει τα βράδια τών καπρίτσιων
Εκείνη που εύχεται ακόμη και τον θάνατο για να ζήσει το παιδί
Εκείνη που όνομά της είναι σάκος υπομονής
Εκείνη είσαι εσύ, μαμά
Εκείνη που ορθώνεται όταν πονάω
Εκείνη που τα’ όνομά της είναι Αγάπη για τον κόσμο
Εκείνη που λάμπει με την ευτυχία ενός παιδιού
Εκείνη είσαι εσύ, μαμά
Η μάνα με το βλέμμα τής ειρήνης
Αυτός που έχει χάσει τα πάντα
«Ο ήλιος έλαμπε στην καλύβα μου
Και οι γυναίκες ήταν όμορφες και λυγερές
Σαν φοινικιές στη βραδινή αύρα
Τα παιδιά μου γλιστρούσαν κάτω από τον μεγάλο ποταμό
Στα βάθη τού θανάτου
Και οι πιρόγες μου πολεμούσαν τους κροκόδειλους
Η σελήνη μητρική συνόδευε τους χορούς μας
Με τον τρελό, τον βαρύ ήχο τού ταμ ταμ
Ταμ ταμ της χαράς, ταμ ταμ τής ανεμελιάς,
Ανάμεσα στις φωτιές τής ελευθερίας.»
Κι’ έπειτα, μια μέρα, Σιωπή
Οι ηλιαχτίδες λες και σβήστηκαν
Στην καλύβα μου που άδειασαν το νόημά της
Οι γυναίκες μου τσάκισαν τα κόκκινά τους χείλη πάνω
Στα φτενά, τα σκληρά στόματα τών κατακτητών με τ’ ατσαλένια μάτια
Και τα παιδιά μου άλλαξαν την γύμνια τής ειρήνης
Με τη στολή από σίδερο και αίμα
Έσβησε και η φωνή μας
Τα σίδερα τής σκλαβιάς μού έσκισαν την καρδιά
Ταμ ταμ τής νύχτας μου, ταμ ταμ τών προγόνων μου
Τα όρνια
Τω καιρώ εκείνω
Όταν ο πολιτισμός
Χτυπούσε με προσβολές
Όταν το άγιον ύδωρ τσάκιζε
Τα μερωμένα μέτωπα
Τα όρνια έχτισαν στη σκιά τών νυχιών τους
Το ματωμένο μνημείο τής κηδεμονίας τους
Τω καιρώ εκείνω το γέλιο
Άφησε βαριά την τελευταία του ανάσα
Κι ο μονότονος ρυθμός τών πατερημών
Έκρυψε τα βογγητά στις φυτείες τού κέρδους
Ω στυφή μνήμη τών εκβιασμένων φιλιών
Υποσχέσεις ακρωτηριασμένες από ριπές πολυβόλων
Αλλόκοτοι άνθρωποι που άνθρωποι δέν ήσασταν
Γνωρίζατε όλα τα βιβλία αλλά δέν γνωρίζετε την αγάπη
Ούτε τα χέρια που γονιμοποιούν τη μήτρα τής γης
Τις ρίζες τών χεριών μας βαθιές σαν την εξέγερση
Τραγουδούσατε ύμνους θριάμβου στα μνήματα
Και τα χωριά την ίδια ώρα ξεκληρίζονταν, η Αφρική διαμελιζόταν
Η ελπίδα ζούσε μέσα μας σαν κάστρο
Κι’ από τα ορυχεία τής Ζουαζιλάνδης ως τον βαρύ ιδρώτα
στις φάμπρικες τής Ευρώπης
Η άνοιξη θα σαρκωθεί
κάτω από τ’ ανάλαφρα φωτεινά μας βήματα.
Αφρική
Αφρική Αφρική μου
Αφρική με τους περήφανους πολεμιστές στις προγονικές σαβάνες
Αφρική που σε τραγουδά η γιαγιά μου
Στις όχθες τού μακρινού της ποταμού
Δέν σε γνώρισα ποτέ
Όμως το αίμα σου κυλά στις φλέβες μου
Το όμορφο μαύρο σου αίμα που ποτίζει τα μεγάλα χωράφια
Το αίμα τού ιδρώτα σου
Ο μόχθος τής σκλαβιάς σου
Τής σκλαβιάς τών παιδιών σου
Αφρική, πες μου Αφρική,
Αυτή είναι η ράχη σου που σκύβει
Η ράχη που λυγίζει από το βάρος τών εξευτελισμών
Αυτή η ράχη
Που τρέμει με τις κόκκινες ουλές της
Και λέει ναι στο μαστίγιο κάτω απ’ τον ήλιο τού μεσημεριού
Και τότε μια φωνή βαριά μού απαντά
Γιε ακράτητε αυτό το δυνατό, το νεαρό δέντρο
Αυτό εκεί το δέντρο
Το εξαίσια μόνο μες στα λευκά, τα μαραμένα άνθη
Είναι η Αφρική, η Αφρική σου που ξανανθίζει
Που ξανανθίζει με υπομονή και πείσμα
Και οι καρποί της γεμίζουν λίγο λίγο
Με την πικρή γεύση τής ελευθερίας.
Η Παρουσία σου
Πλάι σου ανακάλυψα ξανά το όνομα μου
Το όνομά μου που το ‘κρυβε τόσον καιρό ο πόνος του χωρισμού
Ανακάλυψα ξανά τα μάτια που δέν τα σκιάζει πια ο πυρετός.
Και το γέλιο σου σαν φλόγα που διαπερνά τις σκιές
Μού αποκάλυψε την Αφρική πέρα απ’ τα χιόνια τού χτες.
Δέκα χρόνια αγάπη μου
Με μέρες ψευδαισθήσεων και παρατημένων ιδεών
Με ύπνον ανήσυχο από το πιόμα
Δέκα χρόνια βασάνων που έριξε πάνω μου η ανάσα τού κόσμου
Τα βάσανα εκείνα βαραίνουν το σήμερα με μια γεύση τού αύριο
Και κάνουν τον έρωτά μας ασύνορο ποτάμι
Πλάι σου ανακάλυψα ξανά τού αίματος τη μνήμη
Και τα γιορντάνια τού γέλιου κρέμονται στις μέρες μας
Που λάμπουν με αέναα καινούριες χαρές
Βεβαιότητα
Κοντά σου
Κοντά σου κέρδισα ξανά τ’ όνομά μου
Το όνομά μου χρόνια κρυμμένο στο αλάτι τών αποστάσεων
Κέρδισα ξανά τα μάτια μου που δέν τα σκιάζουν πια οι πυρετοί
Και το γέλιο σου που σαν φλόγα ανοίγει τρύπες στο σκοτάδι
Δέκα χρόνια με τον έρωτά μου
Και πρωινά με ψευδαισθήσεις με ναυάγια ιδεών
Με ύπνο κατοικημένο από το αλκοόλ
Δέκα χρόνια κι’ η ανάσα τού κόσμου έχυσε τον πόνο της μέσα μου
Πόνο που βαραίνει το παρόν με τη γεύση τών αύριο
Και κάνει τον έρωτά μου άπειρο ποταμό
Κοντά σου ξανακέρδισα τη μνήμη τού αίματός μου
Και τα γιορντάνια τού γέλιου γύρω από τις μέρες
Τις μέρες που λάμπουν με ξαναγεννημένες χαρές
Σε κείνους
Σε κείνους που παχαίνουν με τα φονικά
Και μετράνε τα στάδια τής βασιλείας τους με πτώματα
Λέω πως οι μέρες κι οι άνθρωποι
Ο ήλιος και τ’ αστέρια
Σχεδιάζουν τον αδελφικό ρυθμό των λαών
Λέω πως η καρδιά και το μυαλό
Ενώθηκαν στη γραμμή τής μάχης
Κι ούτε μια μέρα δέν περνά
Που δέν ξεπηδά κάπου το καλοκαίρι
Λέω πως οι ρωμαλέες θύελλες
Θα τσακίσουν όσους εμπορεύονται την υπομονή
Και πως οι εποχές πάνω στ’ ανθρώπινα κορμιά
Θα δουν να μετασχηματίζονται οι χειρονομίες της ευτυχίας
Wole Soyinka (Νότιος Νιγηρία 1934)
(Νόμπελ Λογοτεχνίας 1986)
Τηλεφωνική Συνομιλία
Η τιμή έμοιαζε λογική η τοποθεσία
Αδιάφορη. Η νοικοκυρά ορκίστηκε πως κατοικούσε
Αλλού. Τίποτε δέν έμενε παρά η
Ομολογία. «Κυρία» τής είπα
«Δεν θα’θελα να έρθω άδικα. Είμαι Aφρικανός».
Σιωπή. Σιωπηλή μεταβίβαση πιεσμένων καλών τρόπων. Η φωνή,
Όταν ακούστηκε, ντυμένη με κραγιόν, μακρόσυρτη, μέσ’ από πίπα
Χρυσή. Με πιάσανε, πολύ άσκημα.
«ΠΌΣΟ ΣΚΟΥΡΟΣ;» δέν είχα παρακούσει «ΠΟΛΥ ΣΚΟΥΡΟΣ Ή
ΑΝΟΙΧΤΟΧΡΩΜΟΣ;» Κουμπί 1. Κουμπί 2. Δυσωδία
Ξινής ανάσας σε δημόσιο κρυφτό.
Κόκκινος θάλαμος. Κόκκινο ταχυδρομικό κουτί. Κόκκινο διώροφο
Λεωφορείο που ξερνάει πίσσα.
Ήταν αλήθεια! Με ντρόπιασε
Η κακότροπη σιωπή, παραδόθηκα,
Με κατάπληξη ζήτησα εξηγήσεις.
Διακριτική, με διαφορές στην έμφαση –
« ΕΙΣΤΕ ΣΚΟΥΡΟΣ; Ή ΠΟΛΥ ΑΝΟΙΧΤΟΧΡΩΜΟΣ ;»
Ήρθε η αποκάλυψη. «Εννοείτε, σαν σοκολάτα σκέτη ή γάλακτος;»
Συγκατένευσε κλινικά, συντριπτική με το ανάλαφρο
Απρόσωπο ύφος της. Προσάρμοσα; γοργά το μήκος κύματος
Και διάλεξα «Σέπια Δυτικής Αφρικής» και, σε δεύτερη σκέψη
«Στο διαβατήριό μου»… Σιωπή για μια στερεοσκοπική
Πτήση τής φαντασίας της Μέχρι που η ειλικρίνεια τής άλλαξε
Την προφορά. Σκληρά στο ακουστικό «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ;»
Παραδέχτηκε «ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ;» «Μελαχρινός».
«ΣΚΟΥΡΟΣ ΔΗΛΑΔΗ;» «Όχι εντελώς.
Στο πρόσωπο είμαι σκούρος όμως, κυρία, πρέπει να με δείτε ολόκληρο.
Οι παλάμες των χεριών μου, οι πατούσες των ποδιών μου
Είναι ξανθές οξυζεναρισμένες. Η τριβή φταίει –
Ηλιθίως, κυρία μου – επειδή κάθομαι πολύ
Ο πισινός μου έχει γίνει
Μαύρος σαν κοράκι. Μια στιγμή, κυρία μου! – ένοιωσα
Το ακουστικό να χτυπά τη συσκευή
Στ’ αυτιά μου. – Κυρία μου» την παρακάλεσα, «δεν θα θέλατε
να δείτε και μόνη σας;»
Αμπίκου
Αμπίκου σημαίνει Περιπλανώμενο Παιδί. Είναι το παιδί που πεθαίνει και επιστρέφει ξανά και ξανά για να στοιχειώσει τη μητέρα του. -Παράδοση τών Γιορούμπα
Μάταια τα βραχιόλια σου ρίχνουν
Μαγεμένους κύκλους στα πόδια μου
Είμαι ο Αμπίκου, καλώ πρώτη
Φορά και πολλές φορές
Πρέπει να κλάψω για τις κατσίκες και τα όστρακα;
Να παρακαλέσω για το λάδι;
Τα φυλαχτά δέν φυτρώνουν σαν γιαμ [ποώδη φυτά]
Για να σκεπάσουν τα μέλη τού Αμπίκου
Κι όταν λοιπόν καεί το σαλιγκάρι στο καβούκι του
Ραντίστε το καυτό κομμάτι, μαρκάρετε
Βαθιά το στήθος μου – πρέπει να τον γνωρίζετε
Όταν ο Αμπίκου φωνάξει ξανά.
Είμαι τού σκίουρου τα δόντια, έλυσα
Το αίνιγμα τής φοινικιάς – να το θυμάστε
Και να με θάψετε ακόμα πιο βαθιά
Στο πρησμένο πόδι τού θεού.
Μια φορά και πολλές φορές, γέροντας
Όμως ξερνάω, κι όταν στάζετε
Σπονδές, κάθε δάχτυλο με γυρνά
Στον δρόμο που μ’ έφερε, εκεί
Το χώμα είναι υγρό από τον θρήνο
Λευκή δροσιά
Νύχτα Κι’ ο Αμπίκου βυζαίνει
Το λάδι απ’ τις λάμπες. Μανάδες! Θα είμαι το
Φίδι που ικετεύει κουλουριασμένο στο κατώφλι
Δική σας θα ’ναι η φονική κραυγή
Το πιο ώριμο φρούτο ήταν δυστυχισμένο
Εκεί που σύρθηκα η ζέστη ήταν γεμάτη και βαριά.
Στη σιωπή τών ιστών ο Αμπίκου βογκά φτιάχνοντας
Tύμβους από τον κρόκο του αυγού.
Μικρές Ώρες
Γαλάζια διαφάνεια, καπνός
Φιδοσέρνεται σε λευκή μεμβράνη και βερνίκι ξύλου
Βουβαίνει το χρώμιο, στεφανώνει βελούδινες κουρτίνες
Σκοτεινιάζει η σπηλιά τών δαχτύλων. Δάχτυλα φασμάτων
Χτενίζουν μαλλιά από φύκια, χαϊδεύουν γαλαζοπράσινες φλέβες
Ναυαγισμένων ναυτικών, αιχμάλωτων
Στις πνιγηρές νότες τής Κίρκης. Ο μπάρμαν
Σερβίρει πύρινες νότες
Υπνοβάτισσα η ορχήστρα παίζει ακόμα.
Αναδεύει τα ποτά, αργυρόχρωμο ψάρι
Χορεύει για πελάτες πεταλίδες.
Το χειροκρότημα βυθισμένο στην ατονία,
Μπερδεμένο σε ιστούς από ψιθύρους εραστών,
Και στην πανούργα βλεφαρίδα τού ερμαφρόδιτου.
Οι περιιπτάμενες νότες χαϊδεύουν τη νύχτα
Ωριμασμένο σκούρο λουλακί; κι’ όμως ακόμα παίζουν.
Οι αναχωρήσεις χρονοτριβούν. Οι απουσίες δέν
Αδειάζουν την ταβέρνα. Κρέμονται πάνω από την καταχνιά
Ως εκπνοές από αποχωρούσες ακτές. Σύντομα,
Η νύχτα ξανακερδίζει τη σιωπή, όμως ως την αυγή
Οι νότες επιμένουν, κυρίαρχες, καπνισμένες
Επιφάνειες που κατέχουν τις ώρες.
Το παράπονο ετούτης τής μουσικής συγχωρεί, λυτρώνει
την κωφότητα τού κόσμου. Η νύχτα στρέφεται, επιστρέφει
Προς το σπίτι, προστατευμένη από παρήγορες νότες, συστρέφει
Την τσακισμένη σιωπή τής καρδιάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου