Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

Amos Oz-Ιστορία αγάπης και σκότους (απόσπασμα)

 3

Μπορούσες να διακρίνεις παντού διάφορους μικρούς αγγελιαφόρους εκείνης της Ευρώπης, που ήταν η γη της επαγγελίας. Παραδείγματος χάρη, εκείνα τα ανθρωπάκια, εκείνα τα μικροσκοπικά ανθρωπάκια που κρατούσαν τα παντζούρια ανοιχτά όλη τη διάρκεια της ημέρας, εννοώ εκείνα τα μεταλλικά μάντσαλαχ, τα α­νάγλυφα μάνταλα σε σχήμα ανθρώπου: όταν ήθελες να κλείσεις τα παντζούρια τα γύριζες έτσι ώστε όλο το βράδυ να μένουν κρεμασμέ­να με το κεφάλι προς τα κάτω. Όπως ακριβώς κρέμασαν τον Μουσολίνι και την παλλακίδα του, που λεγόταν Κλάρα Πετάτσι, στο τέ­λος του Παγκοσμίου Πολέμου. Και ήταν τρομερό, απαίσιο, όχι το ότι τους κρέμασαν, αυτό βέβαια τους άξιζε, αλλά το ότι τους κρέ­μασαν με το κεφάλι προς τα κάτω. Εγώ τους λυπήθηκα λίγο, παρό­λο που ήταν απαγορευμένο, αδιανόητο, τι, τρελάθηκες εντελώς; Έ­χασες τα λογικά σου; Να λυπάσαι τον Μουσολίνι; Είναι σαν να λυ­πάσαι τον Χίτλερ! Εγώ όμως το δοκίμασα, σε ένα σωλήνα στον τοί­χο, κρεμάστηκα από τα πόδια, με το κεφάλι κάτω: μετά από δυο λε­πτά όλο το αίμα μου κατέβηκε στο κεφάλι και ένιωθα να λιποθυ­μάω. Ο Μουσολίνι και η παλλακίδα του ήταν κρεμασμένοι έτσι, ό­χι δυο λεπτά αλλά τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ακόμα και μετά που τους σκότωσαν! Τη θεώρησα πολύ άγρια τιμωρία, ακόμα και για δολοφόνους. Ακόμα και για παλλακίδες.

Όχι πως είχα την παραμικρή ιδέα τι σήμαινε παλλακίδα. Σ’ όλη την Ιερουσαλήμ δεν υπήρχε εκείνες τις μέρες ούτε μία. Υπήρχε η «φί­λη», υπήρχε η «σύντροφος», υπήρχε η «φίλη με τις δυο σημασίες της λέξης». Μπορεί εδώ κι εκεί να υπήρχαν και κάποια ειδύλλια: πολύ επιφυλακτικά έλεγαν, λόγου χάρη, πως ο Τσερνιχόφσκι είχε κάποια νταραβέρια με τη φίλη τού Λουπάτιν, και εγώ υπέθετα καρδιοχτυπώντας ότι οι λέξεις «κάποια νταραβέρια» ήταν μια μυστήρια, μοι­ραία έκφραση, που έκρυβε πίσω της κάτι γλυκό και φοβερό, κάτι ε­παίσχυντο. Όμως παλλακίδα! Αυτό ήταν βιβλικό ζήτημα. Ένα ζή­τημα που ξεπερνούσε τη ζωή. Αδιανόητο. Ίσως στο Τελ-Αβίβ να υπάρχουν τέτοια πράγματα, σκεφτόμουν, εκεί πάντα υπάρχουν διά­φορα πράγματα που εδώ σε μας δεν υπάρχουν και απαγορεύονται.

Ο συγγραφέας το 1965

Άρχισα να διαβάζω σχεδόν μόνος από τότε που ήμουν τόσο δα μικρός. Μήπως είχαμε και τίποτε άλλο να κάνουμε; Οι νύχτες τότε ή­ταν πολύ πιο μακριές, επειδή η υδρόγειος σφαίρα γυρνούσε πολύ πιο σιγά, αφού και η βαρύτητα στην Ιερουσαλήμ ήταν πολύ πιο μεγά­λη από ό,τι είναι σήμερα. Το φως της λάμπας ήταν κίτρινο και χλο­μό, και έσβηνε κάθε τόσο με τις πολλές διακοπές ρεύματος. Μέχρι σήμερα συνδέονται μέσα μου η μυρωδιά των κεριών που κάπνιζαν και η μυρωδιά της μαυρισμένης από καπνιά λάμπας πετρελαίου με την επιθυμία μου να διαβάσω κάποιο βιβλίο. Από τις εφτά το από­γευμα κλεινόμασταν σπίτι εξαιτίας της απαγόρευσης κυκλοφορίας που επέβαλλαν οι Άγγλοι στην Ιερουσαλήμ. Όμως ακόμα κι όταν δεν απαγόρευαν την κυκλοφορία, ποιος ήθελε να βρίσκεται έξω ε­κείνες τις μέρες στην Ιερουσαλήμ; Όλα ήταν θεόκλειστα, δεν υπήρ­χε ψυχή στα πέτρινα δρομάκια. Κάθε σκιά που περνούσε σ’ αυτά τα σοκάκια έσερνε πίσω της στην άδεια άσφαλτο τρεις ή τέσσερις σιλουέτες σκιάς.

Ακόμα και όταν δεν υπήρχε διακοπή ρεύματος, ζούσαμε πάντα με το θολό φως επειδή έπρεπε να κάνουμε οικονομία: οι γονείς μου άλλαζαν τη λάμπα των σαράντα βατ με μια των είκοσι πέντε, όχι μό­νο εξαιτίας της τιμής αλλά και, κυρίως, από θέμα αρχής, επειδή το ζωηρό φως ήταν σπατάλη και η σπατάλη ήταν ανήθικο πράγμα. Στο μικρό μας διαμέρισμα συνωστιζόταν πάντα όλο το ταλαιπωρημένο ήμισυ του ανθρώπινου γένους: τα πεινασμένα παιδιά στις Ινδίες, που εξαιτίας τους έπρεπε να τελειώσω ό,τι μου έβαζαν στο πιάτο. Οι μααπιλίμ, οι επιζήσαντες από τη χιτλερική κόλαση, που οι Άγγλοι τους εξόριζαν στις τενεκεδένιες καλύβες των στρατοπέδων της Κύπρου. Τα ορφανά που περιπλανιόντουσαν ακόμα με τα κουρέλια τους στα χιονισμένα δάση της κατεστραμμένης Ευρώπης. Ο μπαμπάς καθό­ταν μέχρι τις δύο τη νύχτα και δούλευε μπροστά στο γραφείο του υπό το φως μιας αναιμικής λάμπας των είκοσι πέντε βατ, ζορίζοντας τα μάτια του, διότι δεν ήταν ωραίο να χρησιμοποιείς πιο δυνατή λά­μπα: οι πιονιέροι στα κιμπούτς της Γαλιλαίας κάθονται κάθε βρά­δυ στη σκηνή και γράφουν ποιητικές συλλογές ή φιλοσοφικές πραγ­ματείες υπό το φως του τρεμάμενου στον άνεμο κεριού, πώς μπορείς εσύ να τους αγνοήσεις και να κάθεσαι σαν Ρότσιλντ υπό το φως μιας ζωηρής λάμπας σαράντα βατ; Και τι θα πουν οι γείτονες αν δουν ξαφνικά στο σπίτι μας φώτα χοροεσπερίδας; Θεωρούσε λοι­πόν πιο σωστό να βγάζει τα μάτια του προκειμένου να μη βγάζει μάτι.

Δεν ήμασταν απ’ τους πιο φτωχούς: ο μπαμπάς ήταν βιβλιοθη­κάριος στην Εθνική Βιβλιοθήκη και κέρδιζε ένα σεμνό μεν αλλά σταθερό μισθό. Η μαμά έδινε λίγα ιδιαίτερα μαθήματα. Εγώ κάθε Παρασκευή πότιζα τον κήπο του κυρίου Κοέν στην Τελ Αρζα ένα­ντι ενός σίλινγκ, και κάθε Τετάρτη τακτοποιούσα σε κασόνια τα άδεια μπουκάλια στο πίσω μέρος του μπακάλικου του κυρίου Όστερ και κέρδιζα ακόμα τέσσερα γρόσια, και με δυο γρόσια το μάθημα δίδασκα το γιο της κυρίας Πίνστερ να διαβάζει το χάρτη (ήταν ό­μως με πίστωση και μέχρι σήμερα η οικογένεια Πίνστερ δεν μ’ έχει πληρώσει).

Παρά τα έσοδά μας έπρεπε να κάνουμε συνέχεια οικονομίες. Η ζωή στο μικρό διαμέρισμά μας διαδραματιζόταν όπως στο υποβρύ­χιο που είχα δει κάποτε στο σινεμά Έντισον, όταν οι ναύτες, περ­νώντας από τμήμα σε τμήμα, έκλειναν πίσω τους διάφορες κατα­πακτές: με το ένα χέρι άναβα το φως στην τουαλέτα, ενώ συγχρόνως με το άλλο χέρι έσβηνα το φως στο διάδρομο, για να μην ξοδεύου­με ρεύμα. Την αλυσίδα από το καζανάκι την τραβούσα με δισταγμό, γιατί δεν έπρεπε να ξοδεύουμε ολόκληρο καζανάκι για ένα πιπί. Υ­πήρχαν και άλλες ανάγκες (που δεν κατονομάζονταν στο σπίτι μας), που δικαιολογούσαν καμιά φορά ένα ολόκληρο καζανάκι. Όμως για το πιπί; Ολόκληρο καζανάκι; Τη στιγμή που οι πιονιέροι στο Νέγκεβ μάζευαν το νερό από το βούρτσισμα των δοντιών τους για να το χρησιμοποιήσουν για πότισμα; Όταν στα στρατόπεδα των εξό­ριστων στην Κύπρο ένας κουβάς νερό έπρεπε να φτάσει για τρεις μέ­ρες σε μια ολόκληρη οικογένεια; Και έβγαινα από την τουαλέτα, με το αριστερό χέρι να σβήνει, με το δεξί χέρι να ανάβει συντονισμένα το φως του διαδρόμου, γιατί το Ολοκαύτωμα ήταν μόλις χτες, για­τί οι Εβραίοι ακόμα σάπιζαν ανάμεσα στα Καρπάθια όρη και τους Δολομίτες, στα στρατόπεδα εξορίας και στα σαραβαλιασμένα πλοία των μααπιλίμ, αποκαμωμένοι και κουρελιάρηδες, λιγνοί σαν σκελε­τοί, και επειδή υπήρχε φτώχεια και βάσανα και σε άλλα μέρη στον κόσμο: οι κούληδες στην Κίνα, οι φτωχοί βαμβακεργάτες στην πολιτεία του Μισισιπή, τα παιδιά στην Αφρική, οι ψαράδες στη Σι­κελία. Έπρεπε λοιπόν να κάνουμε οικονομία.

Και εκτός απ’ όλα αυτά, ποιος ξέρει τι μας περιμένει εδώ στα μέρη μας την επόμενη μέρα; Οι ταλαιπωρίες δεν έχουν τελειώσει α­κόμα και τα χειρότερα βρίσκονται ακόμα μπροστά μας: Οι ναζιστές μπορεί να νικήθηκαν, οι αντισημίτες όμως εξακολουθούν να τα κά­νουν σμπαράλια παντού. Στην Πολωνία πάλι πογκρόμ, στη Ρωσία διώκουν όσους μιλούν εβραϊκά και εδώ οι Βρετανοί δεν είπαν ακό­μα την τελευταία λέξη, ο Μουφτής μιλάει για σφαγή των Εβραίων, και ποιος ξέρει τι μας ετοιμάζουν τα αραβικά κράτη, και ο κυνικός κόσμος υποστηρίζει τους Άραβες λόγω πετρελαίου, αγοράς και συμ­φερόντων. Πάντως τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα εδώ.

Στο σπίτι μας μόνο βιβλία είχαμε μπόλικα, αλογάριαστα, από τοίχο σε τοίχο, στο διάδρομο, στην κουζίνα, στην είσοδο, στα περβάζια των παραθύρων και πού δεν είχαμε. Χιλιάδες βιβλία σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Υπήρχε μια αίσθηση ότι οι άνθρωποι έρχονται και πα­ρέρχονται, γεννιούνται και πεθαίνουν, τα βιβλία όμως είναι αθάνα­τα. Όταν ήμουν μικρός, έλπιζα να μεγαλώσω και να γίνω βιβλίο. Ό­χι συγγραφέας, αλλά βιβλίο: ανθρώπους μπορείς να σκοτώσεις σαν μυρμήγκια. Και συγγραφείς δεν είναι δύσκολο να σκοτώσεις. Τα βι­βλία όμως, ακόμα και αν τα καταστρέφουν συστηματικά, πάντα υ­πάρχει πιθανότητα να σωθεί κάποιο αντίτυπο και να συνεχίσει να ζει πάνω στο ράφι, μια αιώνια σιωπηλή ζωή σε κάποιο ξεχασμένο ράφι σε κάποια μακρινή βιβλιοθήκη, στο Ρέικιαβικ, στο Βαγιαντολίδ ή στο Βανκούβερ.

Αν συνέβαινε δυο ή τρεις φορές να μην έχουμε αρκετά λεφτά για ν’ αγοράσουμε τα αναγκαία για το Σάββατο, η μαμά κοιτούσε τον μπαμπά, και ο μπαμπάς καταλάβαινε ότι έφτασε ή ώρα να επιλέξει ανάμεσα στο πρόβατο ή στη θυσία, και πλησίαζε στην ντουλάπα των βιβλίων: ήταν ηθικός άνθρωπος, και ήξερε πως το ψωμί προη­γείται των βιβλίων και ότι προέχει το καλό του παιδιού. Θυμάμαι τη σκυφτή του πλάτη όταν περνούσε το κατώφλι της πόρτας, με τρία τέσσερα αγαπημένα βιβλία υπό μάλης, και με βαριά καρδιά πή­γαινε στο βιβλιοπωλείο του κυρίου Μάγερ να πουλήσει μερικούς πολύτιμους τόμους σαν να έκοβε ένα κομμάτι από την ίδια του τη σάρκα. Σίγουρα έτσι θα ήταν η πλάτη του πατριάρχη Αβραάμ όταν έβγαινε με την αυγή από τη σκηνή του με τον Ισαάκ στους ώμους καθ’ οδόν προς το όρος Μορίγια.

Μπορούσα να μαντέψω τη θλίψη του: ο μπαμπάς είχε μια αισθησιακή σχέση με τα βιβλία. Του άρεσε να τα πασπατεύει, να τα σκα­λίζει, να τα χαϊδεύει, να τα μυρίζει. Φτιαχνότανε με τα βιβλία, δεν κρατιότανε, άπλωνε κατευθείαν τα χέρια του, ακόμα και σε βιβλία άλλων. Και πράγματι τα βιβλία τότε ήταν πολύ πιο σέξι από τα βι­βλία σήμερα: είχαν τι να μυρίσεις, τι να χαϊδέψεις και τι να ψηλαφίσεις. Υπήρχαν βιβλία με χρυσά γράμματα πάνω σε αρωματικά δερ­μάτινα εξώφυλλα, λίγο τραχιά, που το άγγιγμά τους έκανε τη σάρ­κα σου να ανατριχιάζει, σαν να είχες φτάσει σε κάτι απόκρυφο και άγνωστο, κάτι που σκιρτάει λίγο και ριγάει με το άγγιγμα των δαχτύλων σου. Υπήρχαν και βιβλία δεμένα με χαρτόνι και καλυμμένα με πανί κολλημένο με κόλλα που η μυρωδιά της ήταν εξαιρετικά αι­σθησιακή. Κάθε βιβλίο είχε τη δική του μυστική και διεγερτική μυ­ρωδιά. Καμιά φορά το πανί ήταν ξεκολλημένο από το χαρτόνι, ανέμιζε, σαν θρασεία φούστα, και δεν μπορούσες να κρατηθείς και να μην κρυφοκοιτάξεις στο σκοτεινό κενό ανάμεσα στο σώμα και το ρούχο και να αναπνεύσεις από κει μυρωδιές που προκαλούν ζάλη.

Ο μπαμπάς επέστρεφε συνήθως μετά μια ή δυο ώρες, χωρίς τα βιβλία, κουβαλώντας καφετιές χάρτινες σακούλες με ψωμί, τυρί, και μερικές φορές και καμιά κονσέρβα κρέας. Έτυχε όμως μια δυο φο­ρές ο μπαμπάς να γυρίσει από τη θυσία πανευτυχής, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, χωρίς τα αγαπημένα του βιβλία και χωρίς φαΐ: τα βιβλία πράγματι τα είχε πουλήσει, όμως στη θέση τους αγόρασε άλλα βι­βλία, διότι στο μαγαζί μεταχειρισμένων βιβλίων ανακάλυψε ξαφνι­κά τόσο θαυμαστούς θησαυρούς, που σαν αυτούς δεν τυχαίνουν πα­ρά μόνο μια φορά ίσως στη ζωή, και δεν είχε καταφέρει να συγκρα­τήσει τις ορμές του. Η μαμά τον συγχωρούσε, και εγώ, γιατί στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχα όρεξη να φάω τίποτα εκτός από κα­λαμπόκι και παγωτό. Μισούσα τις ομελέτες και το βοδινό κρέας σε κονσέρβα. Η αλήθεια είναι ότι καμιά φορά τα ζήλευα λίγο εκείνα τα πεινασμένα παιδιά στις Ινδίες, που ποτέ κανείς δεν τα υποχρέωνε να τελειώσουν όλο τους το πιάτο.

Όταν ήμουν έξι χρόνων περίπου ήρθε η μεγάλη μέρα της ζωής μου: ο μπαμπάς μού άδειασε λίγο χώρο στις ντουλάπες των βιβλίων του και μου επέτρεψε να μεταφέρω εκεί τα βιβλία μου. Για την ακρίβεια, μου κληροδότησε κάτι σαν τριάντα εκατοστά, που ήταν περί­που το ένα τέταρτο από την έκταση του χαμηλότερου ραφιού. Α­γκάλιασα τα βιβλία μου, που μέχρι εκείνη τη μέρα ήταν ξαπλωμέ­να πάνω σε ένα σκαμνάκι δίπλα στο κρεβάτι μου, τα κουβάλησα με τα χέρια μου στο ντουλάπι των βιβλίων του μπαμπά, και τα τακτοποίησα όρθια, όπως έπρεπε, με τη ράχη τους προς τον έξω κόσμο και το πρόσωπο στον τοίχο.

Ήταν μια τελετή ενηλικίωσης, μια τελετή μαθητείας: άνθρωπος που τα βιβλία του στέκονται, είναι πια άνδρας και όχι παιδί. Είμαι πια σαν τον μπαμπά. Τα βιβλία μου στέκονται.

Έκανα όμως ένα τρομερό λάθος. Ο μπαμπάς έφυγε για τη δουλειά, και εγώ ήμουν ελεύθερος να κάνω ό,τι κατέβαινε στο κεφάλι μου στο κομμάτι ραφιού που μου είχε παραχωρηθεί, οι γνώσεις μου όμως για το πώς το κάνουν αυτό ήταν εντελώς παιδιάστικες. Έτσι τακτοποίησα τα βιβλία μου σύμφωνα με το ύψος, και τα πιο ψηλά ήταν εκείνα τα βιβλία που δεν με τιμούσαν – βιβλία με τελίτσες, με στοίχους, με ζωγραφιές, από αυτά που μου διάβαζαν όταν ήμουν μωρό. Το έκανα αυτό επειδή ήθελα να γεμίσω όλο το χώρο που μου δόθηκε πάνω στο ράφι. Ήθελα η γωνία των βιβλίων μου να είναι γεμάτη, φίσκα, να ξεχειλίζει, ακριβώς όπως του μπαμπά. Όταν ο μπαμπάς γύρισε από τη δουλειά, εγώ ήμουν ακόμα μες στον ενθου­σιασμό, κοίταξε με φρίκη το ράφι των βιβλίων μου και, μετά, χωρίς να πει λέξη, κάρφωσε επάνω μου ένα μακράς διαρκείας βλέμμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ: επρόκειτο για ένα βλέμμα περιφρόνησης, πικρής απογοήτευσης, που οι λέξεις δεν μπορούν να το εκφράσουν, ένα βλέμμα απόλυτης γενετικής απελπισίας. Τελικά μουρμούρισε με σφιγμένα τα χείλη: «Πες μου, σε παρακαλώ, τρελάθηκες εντελώς; Σύμφωνα με το ύψος; Τι είναι τα βιβλία, στρατιώτες; Καμιά τιμητι­κή φρουρά; Παρέλαση της ορχήστρας των πυροσβεστών;»

Και πάλι σώπασε. Ακολούθησε μια μακρά και φοβερή σιωπή από την πλευρά του μπαμπά, μια σιωπή αλά Γκρέγκορ Σάμσα, σαν να είχα μεταμορφωθεί σε έντομο στα μάτια του. Και από τη δική μου μεριά επικράτησε μια ένοχη σιωπή, σαν να ήμουν ανέκαθεν κά­ποιο άθλιο έντομο του οποίου μόνο τώρα αποκαλύφθηκε η αληθι­νή φύση και από δω και μπρος όλα ήταν χαμένα.

Στο τέλος αυτής της σιωπής ο μπαμπάς βάλθηκε να μου αποκαλύψει, μέσα σε είκοσι περίπου λεπτά, όλες τις αλήθειες της ζωής. Δεν έκρυψε τίποτα. Με μύησε στα πιο απόκρυφα μυστικά του κόσμου του βιβλίου: μου αποκάλυψε και τη βασιλική οδό και τα παράπλευ­ρα δασόφυτα μονοπάτια, τοπία ποικίλα, τοπία που φέρνουν ίλιγγο, αποχρώσεις, φαντασίες, εξωτικές λεωφόρους, τολμηρές ποικιλίες, ακόμα και παράξενα καπρίτσια: τα βιβλία μπορείς να τα τακτο­ποιείς σύμφωνα με τον τίτλο, κατ’ αλφαβητική σειρά του ονόματος του συγγραφέως, βάσει σειρών και εκδοτικών οίκων, χρονολογικά, σύμφωνα με τη γλώσσα, θεματικά, κατά τομέα, ακόμα και σύμφω­να με τον τόπο που τυπώθηκαν. Υπάρχουν πάμπολλοι τρόποι.

Έτσι έμαθα τα μυστικά της ποικιλομορφίας: η ζωή είναι φτιαγ­μένη από διάφορες λεωφόρους. Το καθετί μπορεί να διαδραματιστεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με διαφορετικές νότες και παράλλη­λες λογικές. Καθεμία από τις παράλληλες λογικές έχει ειρμό και εί­ναι συνεπής από τη δική της άποψη, είναι καθαυτή άρτια, αδιάφο­ρη για όλες τις άλλες.

Τις επόμενες μέρες πέρασα ολόκληρες ώρες βάζοντας τάξη στη μικρή μου βιβλιοθήκη, είκοσι ως τριάντα βιβλία· τα τακτοποιούσα, τα έκοβα σαν να ήταν τράπουλα, τα ανακάτευα και τα ξανατακτοποιούσα από την αρχή, με διάφορους τρόπους, με διάφορες μεθό­δους.

Έτσι, από τα βιβλία έμαθα την τέχνη της σύνθεσης: όχι από το τι ήταν γραμμένο σ’ αυτά αλλά από τα ίδια τα βιβλία: από τη φυ­σική τους ύπαρξη. Έτσι τα βιβλία μου έμαθαν για τις αδέσποτες ζώνες που προκαλούν ζάλη, για τη σκοτεινή ζώνη ανάμεσα στο α­παγορευμένο και το επιτρεπτό, ανάμεσα στο δικαιολογημένο και το εκκεντρικό, ανάμεσα στο κανονικό και το παράλογο. Αυτό το μά­θημα με συνόδευε όλα τα χρόνια. Όταν έφτασα στον έρωτα, δεν ή­μουν ένας εντελώς άπειρος ατζαμής. Ήξερα ότι υπάρχουν διάφο­ρα μενού, υπάρχει ο κεντρικός δρόμος, υπάρχουν δρόμοι πολύχρω­μοι και γραφικοί, υπάρχουν και απόμακρα μονοπάτια που πόδι αν­θρώπου δεν τα έχει πατήσει. Υπάρχει το επιτρεπτό που σχεδόν απα­γορεύεται και το απαγορευμένο που σχεδόν επιτρέπεται. Και τι δεν υπάρχει;

Καμιά φορά μου επέτρεπαν οι γονείς μου να κατεβάσω βιβλία από τα ράφια του μπαμπά και να τα πάω έξω, στην αυλή, να τα καθαρί­σω από τη σκόνη: όχι περισσότερα από τρία σε κάθε διαδρομή για να μην μπερδευτούν, και να γυρίσει το καθένα με ασφάλεια στη θέ­ση του. Επρόκειτο για μια μεγάλη και ευχάριστη ευθύνη, επειδή η μυρωδιά της σκόνης των βιβλίων με προκαλούσε τόσο που καμιά φορά ξεχνούσα το καθήκον, την ευθύνη και το φιλότιμο, έμενα στην αυλή και δεν γύριζα μέχρι που η μαμά ανήσυχη έστελνε τον μπα­μπά σε αποστολή διάσωσης, να κοιτάξει μην έπαθα καμιά ηλίαση ή με δάγκωσε κανένα σκυλί, και ο μπαμπάς με ανακάλυπτε πάντα ζαρωμένο στη γωνιά της αυλής, βυθισμένο στο διάβασμα, με τα πό­δια μαζεμένα, με το κεφάλι κυρτό, με το στόμα λίγο ανοιχτό, και ό­ταν με ρωτούσε, με τόνο κάτι ανάμεσα σε επίπληξη κι αγάπη, τι σου συνέβη πάλι, χρειαζόταν μια μακρά στιγμή μέχρι να με επαναφέρει σε αυτό τον κόσμο, σαν έναν πνιγμένο ή λιπόθυμο που ανέβηκε στην επιφάνεια από αφάνταστα βάθη και, σιγά σιγά, άθελά του ανακτά τις αισθήσεις του στην κοιλάδα των κλαυθμών των καθημερινών υποχρεώσεων.

Σε όλη την παιδική μου ζωή μου άρεσε να τακτοποιώ πράγματα, να τα ανακατώνω και πάλι να τα τακτοποιώ -και, κάθε φορά, να τα τακτοποιώ λίγο αλλιώτικα. Τρεις τέσσερις άδειες αυγοθήκες μπο­ρούσαν να είναι για μένα ολόκληρο αμυντικό σύστημα, ή σχήματα υποβρυχίων, ή σύνοδος των αρχηγών των μεγάλων δυνάμεων που συνέρχονταν στη Γιάλτα. Καμιά φορά έκανα σύντομες επιδρομές στο βασίλειο της αχαλίνωτης ακαταστασίας. Είχε κάτι το πολύ τολ­μηρό και προκλητικό: Μου άρεσε να σκορπίζω στο πάτωμα το πε­ριεχόμενο ενός σπιρτόκουτου και να προσπαθώ να κάνω άπειρους δυνατούς συνδυασμούς.

Στη διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου ήταν κρεμασμένος στον τοίχο του διαδρόμου ένας μεγάλος χάρτης των πεδίων των μαχών στην Ευρώπη, με καρφίτσες, με σημαιούλες σε διάφορα χρώματα. Ο μπαμπάς τις μετακινούσε κάθε δυο τρεις μέρες σύμφωνα με τις ραδιοφωνικές ειδήσεις. Εγώ έχτιζα μια παράλληλη, ιδιωτική πραγ­ματικότητα: άπλωνα πάνω στην ψάθα ένα δικό μου πεδίο πολέμου, μια εικονική πραγματικότητα, και μετακινούσα στρατεύματα, πραγ­ματοποιούσα κυκλωτικές κινήσεις, αντιπερισπασμούς του εχθρού, διασπούσα προγεφυρώματα, υπερφαλάγγιζα στρατούς, επιχειρούσα οπισθοχωρήσεις τακτικής, τις οποίες μετέτρεπα σε στρατηγικά ρήγ­ματα στις σειρές του εχθρού.

Ήμουν ένα παιδί ιστοριόπληκτο. Μου είχε μπει στο μυαλό να διορθώσω τα λάθη των παλαιότερων στρατηγών: επανόρθωσα, παραδείγματος χάρη, τον μεγάλο εβραϊκό ξεσηκωμό εναντίον των Ρω­μαίων, έσωσα την Ιερουσαλήμ από την καταστροφή που την απει­λούσε από τα στρατεύματα του Τίτου, μετέφερα τον πόλεμο στα εδά­φη του εχθρού, οδήγησα τις μεραρχίες του Μπαρ Κοχβά μέχρι τα τείχη της Ρώμης, κατέλαβα με καταιγισμό πυρός το Κολοσσαίο και ύψωσα την εβραϊκή σημαία στο λόφο του Καπιτωλίου. Για να τα πετύχω όλα αυτά μετέφερα την Εβραϊκή Ταξιαρχία του αγγλικού στρατού στην εποχή του Δεύτερου Ναού, και την έβρισκα με τις καταστροφές που μπορούσαν να προκαλέσουν δυο μυδράλια σε ό­λες τις μεγαλοπρεπείς λεγεώνες του Αδριανού και του Τίτου, κακό χρόνο να ’χουν. Ένα ελαφρύ αεροπλάνο, ένα και μοναδικό πάιπερ, είχε γονατίσει ολόκληρη την αλαζονική ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Την απεγνωσμένη μάχη των υπερασπιστών της Μασάντα τη μετέτρεψα σε σαρωτική εβραϊκή νίκη με τη βοήθεια ενός όλμου και μερικών χειροβομβίδων.

Στην ουσία, αυτή η παράξενη ακατανίκητη ορμή που με κυρίευε όταν ήμουν μικρός -αυτή η διάθεση να δίνω μια δεύτερη ευκαιρία σε ό,τι δεν έχει και δεν θα έχει- είναι μια από τις παρορμήσεις που με κινούν μέχρι σήμερα, κάθε φορά που κάθομαι να γράψω ένα διήγημα.

Πολλά πράγματα συνέβηκαν στην Ιερουσαλήμ. Η πόλη καταστράφηκε, χτίστηκε, καταστράφηκε, και πάλι χτίστηκε. Ο ένας μετά τον άλλον οι πολιορκητές πέρασαν από πάνω της, την κατέλαβαν για λίγο, άφησαν πίσω τους μερικούς τοίχους και μερικούς πύργους, λί­γα σκαλίσματα σε πέτρες, κάποια κομμάτια πήλινων αγγείων και άλ­λες μαρτυρίες, και εξαφανίστηκαν. Χάθηκαν όπως η πρωινή κατα­χνιά στις πλαγιές αυτών των βουνών. Η Ιερουσαλήμ είναι σαν μια νυμφομανής γριά που πριν πετάξει από πάνω της με ένα πλατύ χα­σμουρητό τον έναν μετά τον άλλον τους εραστές της πρώτα τους ξε­ζουμίζει μέχρι την τελευταία σταγόνα. Μια αράχνη που κατασπα­ράζει τους εραστές της, ενώ εκείνοι ακόμα την πασπατεύουν.

Εν τω μεταξύ, στις άκρες του κόσμου διάφοροι στόλοι έπλεαν μακριά και ανακάλυπταν νησιά και ξηρές. Η μαμά έλεγε είναι αρ­γά, μικρούλη μου, φτάνει πια μ’ αυτά, ο Μαγκελάνος και ο Κολόμβος έχουν ήδη ανακαλύψει ακόμα και τα πιο απόμακρα νησιά. Ε­γώ είχα να της αντιπαραθέσω επιχειρήματα: πώς είσαι τόσο σίγου­ρη; Και πριν από τον Κολόμβο νόμιζαν ότι τα ήξεραν όλα και ότι δεν υπήρχε τίποτα να ανακαλύψουν.

Ανάμεσα στις ψάθες, στα πόδια των επίπλων και στο κενό κά­τω από το κρεβάτι ανακάλυπτα καμιά φορά όχι μόνο άγνωστα νη­σιά αλλά και καινούργια αστέρια, άγνωστα ηλιακά συστήματα, ο­λόκληρους γαλαξίες. Αν μπω φυλακή, σίγουρα θα μου λείψει η ελευθερία και άλλα πράγματα – δεν θα υποφέρω όμως από πλήξη υπό τον όρο ότι θα μου επιτρέψουν να έχω στο κελί μου ένα κουτί με ντόμινο ή μια τράπουλα ή δυο κουτιά σπίρτα ή καμιά ντουζίνα νομίσματα ή μια χούφτα κουμπιά: θα κάθομαι συνέχεια να τα τακτο­ποιώ. Θα περνάω τις μέρες μου ενώνοντάς τα, ξεχωρίζοντάς τα, μοντάροντάς τα και ξεμοντάροντάς τα, μετακινώντας τα μακριά και κοντά, συνδυάζοντάς τα σε μικρές συνθέσεις. Μπορεί να συνέβαιναν όλ’ αυτά επειδή ήμουν μοναχοπαίδι: δεν είχα αδέλφια και α­δελφές, και είχα πολύ λίγους φίλους, που κι αυτοί κουράζονταν με­τά από λίγο με μένα, γιατί ήθελαν δράση και δεν μπορούσαν να προ­σαρμοστούν στον επικό ρυθμό των δικών μου παιχνιδιών.

Πολλές φορές άρχιζα ένα παιχνίδι στο πάτωμα τη Δευτέρα, την Τρίτη όλο το πρωί στο σχολείο σκεφτόμουν την επόμενη κίνηση, και το απογευματάκι έκανα ακόμα μια κίνηση ή δυο, και άφηνα τη συ­νέχεια για την Τετάρτη ή την Πέμπτη. Οι φίλοι μου βαριόντουσαν, με άφηναν με τις φαντασιώσεις μου και έβγαιναν να παίξουν κυνη­γητό μέσα στις αυλές, ενώ εγώ συνέχιζα να αναπτύσσω την πορεία της δικής μου επιδαπέδιας ιστορίας πολλές μέρες ακόμα, μετακι­νώντας στρατιωτικές δυνάμεις, πολιορκώντας τείχη και πρωτεύου­σες, κατατροπώνοντας, κατακτώντας, οργανώνοντας στα βουνά α­ντιστασιακές μονάδες, κάνοντας εφόδους σε πύργους και αμυντι­κές γραμμές, απελευθερώνοντας και καταλαμβάνοντας πάλι, απλώ­νοντας και συμπτύσσοντας σύνορα οροθετημένα με σπίρτα. Αν κα­τά λάθος ένας από τους γονιούς μου πατούσε το σύμπαν μου κή­ρυττα απεργία πείνας ή επανάσταση βουρτσίσματος των δοντιών. Μέχρι που στο τέλος έφτανε η μέρα της κρίσης, η μαμά δεν μπο­ρούσε πια άλλο να υποφέρει τη συσσώρευση της σκόνης και τα πα­ραμέριζε όλα, στόλους, στρατεύματα πεζικού, πρωτεύουσες, βουνά και διώρυγες, στεριές ολόκληρες. Σαν πυρηνική καταστροφή.

Μια φορά, όταν ήμουν εννιά χρόνων, ένας γέρος θείος που λεγόταν Νεχέμια μου έμαθε ένα γαλλικό γνωμικό: «Στον έρωτα όπως στον πόλεμο». Για τον έρωτα δεν ήξερα ακόμα τίποτα εκτός από την ομιχλώδη σχέση που εντόπισα στον κινηματογράφο Έντισον ανάμεσα στον έρωτα και στους σκοτωμένους Ινδιάνους. Από τα λόγια όμως του γέρου θείου έβγαλα το συμπέρασμα πως δεν πρέπει να βιάζεται κανείς. Μετά από μερικά χρόνια διαπίστωσα πως ζούσα μες στην απόλυτη πλάνη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον πόλε­μο – καθώς στο πεδίο της μάχης η ταχύτητα, έτσι λένε, είναι μεγά­λο πλεονέκτημα. Ίσως το λάθος μου να οφειλόταν στο γεγονός ότι ο ίδιος ο θείος Νεχέμια ήταν ένας άνθρωπος αργός και δεν του ά­ρεσαν οι αλλαγές: Όταν στεκόταν όρθιος ήταν σχεδόν αδύνατο να τον κάνεις να καθίσει. Και όταν πια καθόταν, με κανέναν τρόπο δεν μπορούσες να τον σηκώσεις. Του έλεγαν σήκω, Νεχέμια, σε παρα­καλώ, τι σου συμβαίνει τέλος πάντων, είναι πολύ αργά, σήκω πια, μέχρι πότε σκοπεύεις να κάθεσαι εδώ; Μέχρι αύριο; Μέχρι το επό­μενο Γιομ Κιπούρ; Μέχρι τον ερχομό του Μεσσία;

Και εκείνος τους απαντούσε: τουλάχιστον.

Σκεφτόταν λίγο, ξυνόταν, χαμογελούσε πονηρά λες και είχε αποκρυπτογραφήσει τους διαβολικούς σκοπούς τους, και πρόσθετε: υ­πάρχει καιρός για όλα.

Το σώμα του, όπως και όλα τα σώματα, έτεινε πάντα να παρα­μένει στο μέρος που βρισκόταν.

Εγώ δεν του έμοιαζα. Εμένα μου άρεσαν πολύ οι αλλαγές, οι συ­ναντήσεις, τα ταξίδια, αγαπούσα όμως και το θείο Νεχέμια. Πρόσφα­τα τον έψαξα και δεν τον βρήκα στο νεκροταφείο Γκιβάτ Σαούλ. Το νεκροταφείο μεγάλωσε και απλώθηκε, ακόμα λίγο θα κατρακυλή­σει και θα φτάσει μέχρι την άκρη της λίμνης Μπετ Νεκοφά ή μέχρι τις πλαγιές του Μότσα. Κάπου μισή ή μια ώρα έμεινα εκεί καθι­σμένος σε ένα παγκάκι, ανάμεσα στα κυπαρίσσια, μια πεισματάρα σφήκα βούιζε, ένα πουλί επανέλαβε πέντε ή έξι συνεχόμενες φορές ένα εδάφιο, όμως από εκεί που καθόμουν μπορούσα να δω μόνο μνήματα, δενδροκορφές, βουνά και σύννεφα.

Μετά πέρασε από μπροστά μου μια λεπτή μαυροφορεμένη γυ­ναίκα, με το κεφάλι καλυμμένο κι αυτό μ’ ένα μαύρο μαντίλι, κι ένα πιτσιρίκι πέντε ή έξι χρόνων πιασμένο πάνω της. Τα μικρά του δά­χτυλα τσιμπούσαν δυνατά τη μια πλευρά της φούστας της και οι δυο περπατούσαν κι έκλαιγαν.

Ιστορία αγάπης και σκότους, μτφρ.: Ιακώβ Σιμπή, εκδόσεις Καστανιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου