Να δουλεύεις σ’ ένα γραφείο δίχως παράθυρα
και να μην ξέρεις τι γίνεται έξω
σέρνονται τα μάτια σου στους τοίχους
το τσιγάρο καίγεται στο τασάκι
μπήγονται στο μυαλό τα δάχτυλά σου και σκαλίζουν
γεγονότα ημερομηνίες συναντήσεις
παραμερίζοντας κουρτίνες και κουρτίνες αδιάκοπα
προσπαθώντας να επαναφέρουν κείνο το χαμόγελο
του φίλου σου που σε τρεις μέρες μέσα ξαφνικά τρελάθηκε
την τέταρτη ανέβηκε σε μια οικοδομή και αυτοκτόνησε
κι ο πατέρας σου να σ’ έχει στριμωγμένο λίγες ώρες μετά
στον διάδρομο του εργοστασίου στη μεσημεριανή διακοπή
και να φωνάζει
«Είσαι πούστης ρε, ξέρεις πώς είσαι; Να, έτσι είσαι!»
Έβαλε το καλάθι των αχρήστων στο κεφάλι του
για να σου δείξει
Εσύ χώθηκες βιαστικά στο αποχωρητήριο
έμεινες κλεισμένος όλο το απόγευμα.
Ύστερα άλλαξες στέκια σπίτι και δουλειά.
Τα ποιήματα, πρόλογος: Γιάννης Κοντός, Βαγγέλης Χρόνης, εκδόσεις Μετρονόμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου