Απ’ όταν έλλειψε ο πατέρας
της πήγαινα τα ψώνια της λαϊκής.
Όλο και κάτι με φίλευε,
πότε έναν καφέ με κουλούρι, πότε λίγο τυρί,
πότε έναν μεζέ απ’ το κοκκινιστό προσώρας που μαγείρευε
κι ένα ποτήρι δυνατό κρασί.
Συνήθως άρπαζα κάτι στο πόδι κι έφευγα.
«Κάθισε, μωρέ, να φας, να σου σταθεί», έλεγε πάντα.
Καημένη μάνα.
Δεν σ’ ένοιαζε το να χορτάσω εγώ, μα
εσύ να με χορτάσεις λαχταρούσες.
Πλησμονή οστών, Μελάνι 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου