Άλλαξε τη μπόλια της η μητέρα μου κ’ ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρ’ όλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό – δεν ξέρει η μητέρα μου.
Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κ’ η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.
Και τα βράδυα της Κυριακής
λιγνή κ’ υψηλή, μοναχή μέσ’ στη λύπη της
ανασηκώνει τη μπόλια, στρέφει το πρόσωπο
και χαίρεται πάνω της την τάξη του κόσμου.
Δεν ξέρει η μητέρα μου.(…)
Τώρα η μητέρα μου πηγαίνει στην εκκλησία.
Από δω κι απο κει, στις άκρες του δρόμου
σαλεύουν οι λεύκες. Καθώς παιχνιδίζουνε
μέσα στο διάφεγγο, νομίζει κανείς
πως είναι ψυχές που χαίρονται οι λεύκες.
Πώς κρέμεται ο ίδιος ο ήλιος
απάνω τους, ψαλιδισμένος σε φύλλα.
Ξεκόβοντας τέσσερα – πέντε σπουργίτια,
καθώς προχωρεί, φτερουγίζουνε παίζοντας
γύρω στους ώμους της.
Κάθε τόσο κονταίνει το βήμα,
αφουγκράζεται. Στις φωνές τους ανάμεσα ,
θαρρεί πως ακούγεται ακόμη η παιδιάστικη
του γιου της φωνή…Προσπαθεί να διακρίνει.
Θυμάται πως κάποτε στον ίδιο αυτό δρόμο
τον κρατούσε απ’ το χέρι` πως ήτανε άνοιξη.
Θυμάται, ξεχνιέται, ανοίγει τα δάχτυλα
του ενός της χεριού, σα νάναι να πιάσει
πάλι το χέρι του. Κοιτάζει στο πλάι της.
Φορούν τα καλά τους οι λεύκες.
Τώρα παίρνει η μητέρα μου τη στροφή.
Μουρμουρίζουν απάνω της τα πλατάνια.
Περνά δίπλα στη βρύση που οι τρεις της αυλοί
μπερδεύουν τ’ ασήμι τους μέσα στ’ αυλάκι.
Τόσα χρόνια κ’ ούτε ένας φθόγγος δεν άλλαξε.
Το νερό συνεχίζει να τα ίδια,
τα ίδια, τα ίδια πράγματα πάντοτε.
Δεν άλλαξε τίποτα.
Απαράλλαχτα ίδια τα κλωνάρια της λεμονιάς
ξεπετιούνται απ’ τους φράχτες.
Κ’ οι μέλισσες ίδιες κι ο βαθύς ολοκάθαρος
ουρανός κ’ η φωνή του βάτραχου στη στέρνα.
Μονάχα η παιδική ναυτική του αλλαξιά που δεν είναι
τώρα κοντά της, μονάχα τα χρυσά του
μαλλιά, κ’ εκείνο το φρέσκο γέλιο του
γύρω στ’ άσπρα δοντάκια του.
Τώρα φτάνει η μητέρα μου, πατάει το κατώφλι,
χαμηλώνει το βλέμμα της` τώρα μπαίνει στην εκκλησία.
Το πρόσωπό της ανάμεσα στη μαντηλα μοιάζει
μ’ ένα ήμερο φως, που αχτιδίζει γλυκύτατα
σ’ένα πλαίσιο μαύρο. Προχωρεί προς το νάρθηκα.
Στέκεται ακίνητη πλάι στο στασίδι της.
Παρ’ όλο το γύρω της πλήθος, λιγνή
κ’ υψηλή μες στην άχνα
των κεριών, ξεχωρίζοντας, δείχνει ολομόναχη.
(…)Έχει τώρα σταυρώσει τα χέρια της κι έχει
σκύψει μ’ ευλάβεια – τόσο που πια
το πρόσωπό της δεν φαίνεται κάτω απ’ τη μπόλια της.
Είναι ώρα πολλή που δεν έχει σαλέψει.
Σιγοψέλνει το πλήθος. Σηκώνει την όψη της,
μισανοίγουν τα χείλη της σκάζει ένα φως.
Πώς μπορεί ένα πρόσωπο που το σκάψαν οι αρμύρες,
οι καιροί και τα πράγματα που ποτέ δεν θα μάθει,
νάχει τόση γαλήνη; Πώς γίνεται αλήθεια,
ν’ αναδίνουνε κάτι σαν άνθη οι ρυτίδες του;
» τας θύρας, τα θύρας…»
Προχωρεί με μισά μικρά βηματάκια,
στέκεται ανάμεσα στα δυο μανουάλια
με δεμένα τα χέρια κάτω απ’ το στήθος της.
Απλώνει με διάκριση , παίρνει το αντίδωρο, σκύβει,
το διπλώνει μ’ ευλάβεια στο άσπρο μαντήλι
με το μαύρο του γύρο, το κρύβει στον κόρφο της.
Η λύπη της διάφανη, της σκέπει το πρόσωπο
σαν παρθενία. Προχωρεί προς την έξοδο.
Κατεβαίνει τα δυο σκαλοπάτια, βαστώντας
ένα βαγιόκλαρο. Στρέφοντας, ρίχνει
πάνω το βλέμμα της: ήλιος και τάξη.
Τώρα ξεντύνεται. Νύχτωσε. Θαρρείς πως στο βάθος
κι ο έσπερος έβγαλε προσεχτικά τα καλά του.
Πως έξω στο σύμπαν όλα ξεντύνονται. Αύριο
ξημερώνει μέρα καθημερινή.
(αποσπάσματα)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, Τα Ποιήματα, τομ. α’ , Τρία Φύλλα, Αθήνα 1984, 2η έκδοση
[...]
Γυρνώντας τό βλέμμα της
κοιτάζει ἕναν - ἕναν τούς γερασμένους ἁγίους
σά νά ψάχνει νά βρεῖ μέ ποιόν μοιάζει ὁ γιός της.
Μισοκλείνει τά μάτια της καί θυμᾶται…
Μέ θυμᾶται μωρό νά σκαλώνω στό στῆθος της, ὅπως
ὁ μεταξοσκώληκας στό θυμάρι.
Μέ θυμᾶται νά μπαίνω γιά πρώτη φορά
στό σχολεῖο, νά διστάζω, νά στέκομαι
στήν πέτρινη σκάλα του· μέ θυμᾶται πού γύρισα
στό σπίτι μας κ’ εἶχα, πρίν ἀπ’ τά γράμματα,
ζωγραφίσει ἕναν ἥλιο πάνω στήν πλάκα μου.
Μέ θυμᾶται στή μυγδαλιά. Μέ θυμᾶται νά κάθομαι ἀνάμεσα
στ’ ἄγρια λουλούδια. Μέ φέρνει σιμότερα, σκύβει,
θαρρεῖ πώς μέ βλέπει νά στέκομαι ἀντίκρυ της.
Κάνει ν’ ἁπλώσει, παίζει τά δάχτυλα,
τά χείλη της τώρα μοιάζουν σάν ἕτοιμα
νά μιλήσουν. Σχεδόν
μέ ρωτοῦν:
«Δέν ἄλλαξε τίποτα.
Τό φεγγάρι εἶναι ὄμορφο. Στό μάκρος τοῦ δρόμου,
κάθε χρόνο, οἱ ροδιές ἀνάβουν τά κόκκινα
ὡραῖα φωτάκια τους, σάν νἆναι νάρθεῖς.
Κ’ ἡ γῆς βγάζει χλόη, νά πατοῦν μαλακά
οἱ ἄνθρωποι πού ἔρχονται. Ἀλλὰ ἐσύ, ὅλο σκέφτεσαι.
Γιέ μου, γιατί;»
Δέν ξέρει ἡ μητέρα μου.
…
[Απόσπασμα από το Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, 1957]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου